Ο Άγιος Μάμας γεννήθηκε στις φυλακές της Γάγγρας στον δυτικό Πόντο το 260 μ.Χ., καθώς εκεί κρατούνταν οι χριστιανοί γονείς του, Θεόδοτος και η Ρουφίνα. Και οι δύο πέθαναν στη φυλακή όταν εκείνος ήταν ενός έτους, και ανέλαβε να τον μεγαλώσει η Αμμία Ματρώνα, μια εξίσου ευσεβής χριστιανή.
Σύμφωνα με την παράδοση η Αμμία ήταν τόσο καλή ως μητέρα, που ο μικρός συνήθιζε να την φωνάζει «μάμα» – και από εκεί πήρε το όνομά του.
Κατά την εφηβική του ηλικία ο Μάμας συνελήφθη από ειδωλολάτρες που τον υπέβαλαν σε βασανιστήρια. Ανάμεσα στα άλλα, του κρέμασαν στο λαιμό ένα σιδερένιο ραβδί και τον έριξαν στο νερό για να πνιγεί. Ο Άγιος επέζησε, κι αυτήν τη φορά οι βασανιστές του τον έριξαν σε αναμμένη κάμινο από όπου επίσης βγήκε σώος.
Όταν έριξαν επάνω του άγρια ζώα, εκείνα όχι μόνο δεν τον κατασπάραξαν, αλλά ούτε καν τον πείραξαν. Λέγεται μάλιστα πως ένα λιοντάρι τον δέχτηκε στη ράχη του και τον μετέφερε μακριά από τα άλλα θηρία, εξού και η θεματογραφία της αγιογράφησής του.
Τελικά, οι εχθροί του αποφάσισαν να τον εκτελέσουν εν ψυχρώ με τρίαινα. Το φονικό όργανο διαπέρασε τα σπλάγχνα του Αγίου, ο οποίος και παρέδωσε το πνεύμα σε ηλικία μόλις 15 ετών. Η μνήμη του γιορτάζεται στις 2 Σεπτεμβρίου. Πολλοί ναοί και χωριά στην Ελλάδα και την Κύπρο είναι αφιερωμένα στον Άγιο. Η φήμη του από τη Μικρά Ασία εξαπλώθηκε στη Χίο, στην Κωνσταντινούπολη και τη Μακεδονία, ενώ είναι ο πολιούχος της Μόρφου.
Στις ελληνικές δοξασίες ο Άγιος Μάμας σχετίζεται με τους αρχαίους θεούς-προστάτες των ποιμένων. Λέγεται μάλιστα ότι υπήρξε βοσκός, και θεωρείται στις μέρες μας προστάτης των ανθρώπων που ασχολούνται με την κτηνοτροφία.
Ο Άγιος από τον δυτικό Πόντο τιμάται και σε άλλες χώρες, όπως ο Λίβανος, η Ιταλία και η Ισπανία. Συγκεκριμένα στο Μπιλμπάο, το γήπεδο της ομάδας της πόλης (Αθλέτικ Μπιλμπάο) έχει πάρει από αυτόν το όνομά του (Σαν Μαμές – San Mamés), καθώς βρίσκεται δίπλα από εκκλησία προς τιμήν του, ενώ οι παίκτες της ομάδας αποκαλούνται με το προσωνύμιο «Τα λιοντάρια» (Los leones) – αναφορά στο μαρτύριό του.