Τον εφιάλτη που βίωσαν όταν η φωτιά σάρωνε τα πάντα στο Μάτι κατέθεσαν και σήμερα στη δίκη για τη τραγωδία άνθρωποι για τους οποίους η 23η Ιουλίου 2018 είναι η μέρα που κατέβηκαν στην κόλαση.
Στο βήμα του μάρτυρα του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων στάθηκαν γυναίκες που έχασαν δικούς τους ανθρώπους, που πάλεψαν για να σωθούν, που βρέθηκαν μέσα σε ένα τρομακτικό χάος, αβοήθητες πριν και μετά τη φωτιά.
Η Μαρία Αβραμίδου έχασε τη μητέρα, την αδελφή της, τον γαμπρό της και τον ανιψιό της που εγκλωβίστηκαν με τα αυτοκίνητα τους στη Λεωφόρο Δημοκρατίας στην προσπάθεια τους να φύγουν από το σπίτι τους στο Μάτι.
Η ίδια με την κόρη της σώθηκαν καθώς κινήθηκε στο ρεύμα προς Αθήνα: «Ήμουν τυχερή που έφυγα στο ρεύμα της Αθήνας, διότι πέντε λεπτά μετά ήρθε περιπολικό που έριχνε κόσμο στο Μάτι. Και αυτό είναι ειρωνικό: Υπήρχε ένα όργανο εκεί που αντί να έκανε καλύτερη την κατάσταση, έριχνε κόσμο μέσα στο Μάτι».
Η μάρτυρας κατέθεσε πως η φωτιά δεν αντιμετωπίστηκε όπως συνήθως, όπως σε άλλες πυρκαγιές που «τα πυροσβεστικά κάνουν ένα τοίχος στην πλευρά του Βουτζά και έτσι δεν είχε περάσει πότε η φωτιά στη Μαραθώνος. Δεν είχα δει πυροσβεστικά εκείνη την ημέρα».
Περιέγραψε τις προσπάθειές της να εντοπίσει τους δικούς της, τα τηλέφωνα σε κάθε αρμόδιο ή γνωστό για να μάθει τι γίνεται, πού βρίσκονται. Την αγωνιώδη αναζήτηση για ώρες, σε νοσοκομεία και στο λιμάνι της Ραφήνας.
«Γύρω στις 7:30 σήκωσε κάποιος το τηλέφωνο στο 199. Του λέω θέλω να μάθω τι γίνεται στο Μάτι, έχω τέσσερις ανθρώπους. Μου είπε “Δεν έχω κάτι, αφήστε το τηλέφωνο και θα σας πάρω εγώ”. Φυσικά δεν με πήρε πότε… Στη Ραφήνα γύρω στις 12 με 1 τη νύχτα βλέπω κάποιο γνωστό μου που βγαίνει από βάρκα και μου είπε ότι υπάρχουν πολλοί νεκροί πίσω. Εκεί μου κόπηκαν τα πόδια. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως οι δικοί μου δεν θα σωθούν… Πήγαμε στο Λιμεναρχείο και τους δηλώσαμε αγνοούμενους».
Η Μαρία Αβραμίδου μετέφερε στους δικαστές την εικόνα που αντίκρισε την επομένη, όταν πήγε με τον άλλο γιο της αδελφής της στο Μάτι για να ψάξουν:
«Το πρώτο που είδαμε ήταν καμένα αυτοκίνητα, αντικρίσαμε ένα σκηνικό πολέμου. Η αγριότητα του τοπίου ήταν απερίγραπτη. Ο ανιψιός μου προχώρησε με έναν φίλο του και κάποια στιγμή βρήκαν τα αυτοκίνητα των δικών μας, άθικτα. Συνεχίσαμε να ψάχνουμε για μέρες. Τελικά, ταυτοποιήθηκαν μέσω του DNA.
»Τα επόμενα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα, ήταν όλα στάχτες στη ζωή μας. Είναι κάτι για εμάς που δεν θα περάσει πότε. Είναι αδιανόητο ότι 32 χιλιόμετρα από τη Βουλή των Ελλήνων έγινε αυτό: Κάηκαν 104 άνθρωποι, 58 εγκαυματίες, πνίγηκαν άνθρωποι στη θάλασσα. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο γεγονός, σίγουρα κάτι δεν πήγε κάτι καλά, δεν έγινε επιχείρηση εκείνη την ημέρα.
»Αν κάτι γνωρίζαμε και ήμασταν υποψιασμένοι για τη φωτιά, δεν θα έπαιρνα το αυτοκίνητο. Το πιο εύκολο ήταν να βρεθούμε στο λιμάνι του Ματιού».
Η μάρτυρας εξέφρασε το θυμό και την πικρία της για την αντιμετώπιση που είχαν και πριν κατακαεί το Μάτι, αλλά και μετά την ολέθρια φωτιά που άφησε πίσω της εκατόμβη νεκρών. «Τα βάλανε μαζί μας, μας κουνάγανε το δάκτυλο! Δεν μας σεβάστηκαν ούτε πριν από τη φωτιά, ούτε μετά. Δυστυχώς νιώσαμε ότι δεν μας ακούνε, από το προηγούμενο δικαστήριο», είπε.
Η Αγγελική Παλαιολογοπούλου που κατέθεσε στο δικαστήριο ήταν στο αυτοκίνητο με την αδελφή και τον ανιψιό της Μαρίας Αβραμίδου.
Σώθηκε γιατί πρόλαβε να φτάσει στη θάλασσα εν μέσω εκρήξεων αυτοκινήτων και ουρλιαχτών ανθρώπων που καίγονταν.
«Μείναμε τέσσερις ώρες στη θάλασσα, αλλά αρχίσαμε να παθαίνουμε υποθερμία. Βγήκαμε έξω, εκεί βρέθηκε και μια οικογένεια που έκλαιγαν γοερά και μας είπαν πως έγινε έκρηξη στο αυτοκίνητο τους και η μητέρα τους δεν πρόλαβε και κάηκε. Η βοήθεια που ελπίζαμε δεν ήρθε πότε. Κάποια στιγμή είδαμε ένα αχνό φως και ακούσαμε από ντουντούκα ότι θα έρθουν δύο αλιευτικά.
»Άκουσα και στις ειδήσεις που είπαν, ο πρωθυπουργός και οι υπόλοιποι, πως όλα πήγαν καλά και θεώρησα ότι και αυτοί οι άνθρωποι [σ.σ. που ήταν μαζί στο αυτοκίνητο] θα ήταν καλά… Όμως…».
Όσα έζησε μέσα στην θάλασσα όπου βρέθηκε με τους γονείς της, κυνηγημένοι από τις φλόγες, τις εκρήξεις και το ασύλληπτο θερμικό φορτίο, εξιστόρησε η Ελένη Παπαποστόλου – είδε τον ιερέα πατέρα της να ζητά συγγνώμη από τον Θεό και να πνίγεται στα κύματα.
Κλαίγοντας, η μάρτυρας είπε:
«Η θάλασσα άρχισε σιγά-σιγά να κάνει κυματισμούς δεν ήταν πως πηγαίναμε κάπου, απλά παρασυρόμασταν. Άρχισα να κουράζομαι. Όταν άρχισε να αγριεύει η θάλασσα προσπαθούσα με τη μητέρα μου να κρατήσουμε τον πατέρα μου στην επιφάνεια, έρχονταν τα κύματα κατά πάνω μας. Τότε άκουσα για πρώτη φορά τον πατέρα μου να φωνάζει βοήθεια.
»Είχα κουραστεί πολύ, αλλά έκανα τα πάντα να τον κρατήσω στην επιφάνεια. Κράτησε μία ώρα αυτό. Σηκώνει τα χέρια του ψηλά και λέει ”Θεέ μου, συγχώρεσε με”, γυρνάει στη μητέρα μου ”Σας ευχαριστώ για όσα έχετε κάνει για μένα”, και λέει και ”Σε όλους” και αυτή ήταν η τελευταία του λέξη. Ακούστηκε ένας βρόγχος και έφυγε από τη ζωή.
»Τον κρατήσαμε μαζί μας. Τον γύρισα ανάποδα και έδεσα στην άκρη του αριστερού μου καρπού το ράσο. Της έλεγα ή οι τρεις μας ή κανένας θα πάμε μαζί.
»Τόσο κοντά στην Αθήνα, στη Ραφήνα, στη βάση Λιμενικού, όλοι θα μπορούσαν να είναι εκεί. Δεν ήταν! Μας περισυνέλλεξε ένα ψαροκάικο».