Στις αρχές του 20ού αιώνα, σαράντα χιλιόμετρα νότια της Κερασούντας, στο χωριό Πράσαρη (Hisarkoy σήμερα) δέσποζε η Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Πρασάρεως.
Ο ναός είχε ανεγερθεί, με ενέργειες του μητροπολίτη Χαλδίας Γερβασίου Σουμελίδη (1864-1905), το 1901, στη θέση αρχαίου προσκηνύματος, σε απότομο και οχυρωμένο βράχο, όπου όμως το φυσικό περιβάλλον ήταν μοναδικής ομορφιάς, όλο λεφτοκαριές και κλήθρα. Αργότερα χτίστηκαν και οι υπόλοιποι χώροι της μονής.
Φημισμένο προσκύνημα της Κερασούντας, το μοναστήρι γιόρταζε τέσσερις φορές το χρόνο, στις 6 και 15 Αυγούστου, στις 14 Σεπτεμβρίου και της Ζωοδόχου Πηγής.
Οι προσκυνητές άφηναν πολλά χρήματα, σημειώνει σε άρθρο του ο Γεώργιος Κανδηλάπτης, με αποτέλεσμα ο ιερός ναός να αποφέρει «πολλά εισοδήματα» που όμως «άπερ μετά την αφαίρεσιν ελαχίστων επιδομάτων δι΄το Σχολείον της Πρασάρεως, εκαρπούντο οι κατά τόπους επίτροποι των ναών, έξαρχοι και ιερείς ως εκ του πρυτανείου»! Τα σκάνδαλα που είχαν προκληθεί δεν ήταν λίγα και έτσι ο Γερβάσιος Σουμελίδης παρενέβη για να μην εκτροχιαστεί η κατάσταση. Χαρακτήρισε τη μονή ενοριακή και με τη συμφωνία του δημάρχου Κερασούντας καπτάν Γεώργη Κωνσταντινίδη πασά αλλά και του Ευθύμιου Στεφανίδη διόρισε ηγούμενο και διαχειριστή της μοναστικής περιουσίας τον αρχιμανδρίτη Ιάκωβο Τσαουσίδη (Τσαούση).
Το Ιεροδιδασκαλείο Πρασάρεως
Στα όρια της μονής λειτούργησε, μόλις για τέσσερα χρόνια, από το 1910 έως το 1914, το Ιεροδιδασκαλείο Πρασάρεως. Εγκαινιάστηκε, το 1907 ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου, από τον μητροπολίτη Λαυρέντιο που είχε κάνει έρανο στα γύρω χωριά αλλά και σε Κερασούντα, Πουλαντζάκη, Κασσιόπη και Γιολ-Αγούζ προκειμένου να ολοκληρωθεί η ανέγερση του Ιεροδιδασκαλείου.
Το πρώτο έτος της λειτουργίας του είχε περίπου 200 μαθητές από τα περίχωρα και λίγους από την Κερασούντα ενώ αρχικά δεχόταν μαθητές μόνο στις δύο τελευταίες τάξεις του Δημοτικού και την Α’ Γυμνασίου, οι οποίοι γίνονταν δεκτοί μετά από δύσκολες εξετάσεις και ετήσια δίδακτρα 10 χρυσών λιρών.
Δωρεάν μπορούσαν να φοιτήσουν μόνο αριστούχοι μαθητές με αδυναμία καταβολής διδάκτρων.
Διευθυντής ήταν τότε ο Σουμελίδης, τον οποίο διαδέχθηκε το 1912 ο Άνθιμος Παπαδόπουλος –«για εθνικούς λόγους» σύμφωνα με τον Σάββα Ασλανίδη. Διδάσκοντες ήταν μόνο διακεκριμένοι καθηγητές όπως οι Νικόλαος Γεωργιάδης, Χ. Ιπακιάδης, Π. Χαριτωνίδης, Κ. Μιχαηλίδης, Θεόδωρος Βαλταδώρος.
Το σχολικό κτήριο αποτελούνταν από 48 αίθουσες που ήταν αίθουσες διδασκαλίας, κοιτώνες σπουδαστών, αίθουσες καθηγητών, κουζίνα και τραπεζαρία. Όλα τα παιδιά ζούσαν στο σχολείο, φορούσαν ομοιόμορφη και ομοιόχρωμη στολή.
Μετά την Ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, το χωριό εκκενώθηκε από Έλληνες και η μονή ερημώθηκε. Σήμερα σώζονται μόνο ερείπια.