Μετά την κατάλυση της Αυτοκρατορίας των Κομνηνών και αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο να εξισλαμιστεί το χωριό του όπως και τα γειτονικά στην περιοχή του Όφεως, ένας αγράμματος αλλά πανέξυπνος και βαθιά πιστός χριστιανός, ο Φώτιος, αποφάσισε ν’ αναλάβει δράση.
Αρχικά στο πλευρό του είχε τον ιερέα του χωριού που όμως πέθανε βυθίζοντάς τον στην απελπισία και το φόβο για το τι θα γίνει. Αφού σκέφτηκε μερόνυχτα και βλέποντας τον κλοιό να σφίγγει, σκέφτηκε να γίνει παπάς για να τον διαδεχθεί.
Πώς όμως; Ήταν μεγάλος και αγράμματος. Δεν ήξερε ψαλμούς, δεν γνώριζε την εκκλησιαστική ιεροτελεστία. Πότε θα τα μάθαινε όλα αυτά;
Την ιστορία του χαρισματικού Παπα-Φώτιου, πρωταγωνιστή ενός χριστιανικού θρύλου του Πόντου, αποτυπώνει το 1938 ο Π. Β. Σαλλαπασίδης στο τεύχος 24 των Ποντιακών Φύλλων.
≈
Κατά τους πρώτους μετά την κατάλυσιν της αυτοκρατορίας των Κομνηνών χρόνους πολλοί εκ των κατοίκων εξεπατρίσθησαν εκουσίως, όχι δε ολίγοι εξισλαμίσθησαν, αν και ο Πορθητής δεν επεδίωξεν ομαδικάς εξισλασμίσεις ούτε δε και την εκκλησίαν κατεδίωξεν. Πάντως και εκούσιαι και βίαιαι εξισλαμίσεις εσημειώθησαν, ιδίως εις απομεμακρυσμένας περιφερείας, όπου ωργίαζεν η δεσποτεία σκληρών τοπαρχών.
Τα μοναστήρια κατά τους χρόνους τούτους υπήρξαν σωτήρια θρησκευτικά κέντρα και κατώρθωσαν να διατηρήσουν αλώβητον το χριστιανικόν αίσθημα των υποδουλωθέντων Ελλήνων, ώστε ν’ αστοχήσουν πολλαί προσπάθειαι βιαίου εξισλαμισμού.
Τον αυτόν ρόλον έπαιξαν και ευθαρσείς μητροπολίται και εν γένει κληρικοί, έχοντες βαθύ το αίσθημα της θρησκείας. Το αυτό δύναται να λεχθή και δια τους Αρχιμεταλλουργούς. Μίαν μακρυνήν απήχησιν της ακλονήτου εμμονής εις την πάτριον θρησκείαν των πιεζομένων χριστιανών αποτελεί και ο εξής θρύλος, όπως τον διασώζει η επιτόπιος παράδοσις.
Εις ένα από τα χωρία της περιφερείας Όφεως, κείμενον εις το εσωτερικόν της Οφιουντίας χώρας, 50-60 χλμ. από της θαλάσσης, έζη εις αγράμματος μεν αλλά ευφυής και θαρραλέος γέρων, ονόματι Φώτιος. Ούτος ήτο μεταξύ των ολίγων οι οποίοι παρέμειναν πιστοί εις την πάτριον θρησκείαν (μετά την αθρόαν προσχώρησιν εις τον Ισλαμισμόν 60-70 χιλ. χριστιανών Οφειτών παρασυρθέντων υπό του επισκόπου Όφεως Αλεξάνδρου, εξωμόσαντος κατά το 1660/1670 ένεκα ρήξεως προς τον Μητροπολίτην Τραπεζούντος) και κατώρθωσε να σώση το χωρίον του από τον εξισλαμισμόν. Εις ουδέν ίσχυσαν αι πιέσεις των περιοίκων Μουσουλμάνων. Με την πειθώ, τας παραινέσεις και τας διδαχάς του εξουδετέρωνε πάσαν προς τον εξισλαμισμόν τάσιν των συγχωριανών του.
Σύμβολον πολύτιμον και βοηθόν και παραστάτην του εις τον καλόν αγώνα του είχε τον γηραιόν του χωρίου του ιερέα. Χάρις εις τους δύο αυτούς πιστούς στρατιώτας του Χριστού τα πράγματα έβαινον ομαλώς και η θρησκευτική ατμόσφαιρα του χωρίου διετηρείτο καθαρά.
Αλλά μίαν κακήν ημέραν ο γέρων ιερεύς απέθανεν. Έλειψεν ο επίσημος της θρησκείας αντιπρόσωπος. Και εντός ολίγου απειλητικά σύννεφα εσκέπασαν τον χριστιανικόν ορίζοντα του ησύχου χωρίου. Η εκκλησία έμεινε κλειστή, το σήμαντρον βουβόν, οι πιστοί χωρίς ιερέα. Ο Φώτιος με θλίψιν βαθυτάτην, με άλγος ψυχικόν έβλεπε να πλησιάζη ο κίνδυνος, τοσούτο μάλλον όσον το ρεύμα του εξισλαμισμού είχε παρασύρει όλα σχεδόν τα πέριξ χωρία, ανάμεσα εις τα οποία ωσάν δροσερά όασις ηπλώνετο το άτυχον χωρίον του. Νύκτας ολοκλήρους έδιωχνε μακράν από τα βλέφαρά του τον ύπνον και εσυλλογίζετο με ποίον τρόπον θα προλάβη το κακόν, που ηπείλει να εκσπάση από την μίαν στιγμήν εις την άλλην.
Τέλος απεφάσισεν ο Φώτιος να γίνη ιερεύς. Που όμως και πώς να χειροτονηθή; Θα έπρεπε να μεταβή εις την Τραπεζούντα, δια να χειροτονηθή από τον Μητροπολίτην. Αλλά πώς να μεταβή; Τα ταξίδια ήσαν τότε επικίνδυνα και κίνδυνος θανάτου απειλούσε τους οδοιπόρους. Εν τούτοις δεν έχασε το θάρρος του. Η πίστις ανδρώνει την ψυχήν. Αποφασίζει να μεταχειρισθή ένα αθώον τέχνασμα.
Διαδίδει επιτηδείως εις όλον το χωρίον την απόφασίν του να μεταβή δήθεν προς χειροτονίαν εις την Τραπεζούντα.
Και μίαν πρωΐαν με εν δέμα υπό μάλης αποχαιρετίζει τους συγχωριανούς του, οι οποίοι τον προπέμπουν με ευχάς και ευλογίας και αναχωρεί. Ευτυχώς τον βοηθεί εις τα χριστιανικά του σχέδια το γειτονικόν πυκνόν δάσος. Εκεί μέσα εις τα πυκνάς συστάδας του κρύπτεται και προσεύχεται επί τρεις ολόκληρους εβδομάδας. Μέσα εις το μυστήριον του δάσους, με τα φυλλώματα που μουρμουρίζουν, τα πουλιά που υμνούν τον Πλάστην τους, τας θωπείας του μυρωμένου αέρα και τον ακαθόριστον θόρυβον των κατοίκων του δάσους, στερεούται η βαθεία πίστις του, ανδρούται η ελπίς και η επίγνωσις της ιεράς αποστολής του.
Τρεις ολόκληρους εβδομάδας, μόνος, ερημίτης, σφυρηλατεί μέσα εις την αγνήν ψυχήν του, την χριστιανικήν, την ιδέαν, την σκέψιν του.
Καταστρώνει το σχέδιον της μελλοντικής δράσεως.
♦♦♦
Είκοσι ημέραι παρήλθον. Είναι αρκεταί. Και ο Φώτιος επιστρέφει εις το χωρίον του φέρων με χριστιανικήν ευλάβειαν το ιερατικόν σχήμα.
Οι χωρικοί μόλις τον είδον να έρχεται από το μονοπάτι του δάσους, έσπευσαν περιχαρείς εις προϋπάντησίν του. Η κλονισθείσα πίστις ανωρθώθη, τα απειλητικά σύννεφα διελύθησαν ως διά μαγείας. Η εκκλησία ήνοιξε τας πύλας της και η ευωδία του λιβανωτού εσκόρπισε τριγύρω και ανεμίχθη με την ευωδίαν του κάμπου και του δάσους. Ο γλυκός ήχος του σημάντρου, που αφυπνίζει την χριστινικήν ψυχήν αντήχησεν εις τον καθαρόν αέρα και αντιλάλησεν εις τους βράχους και τα βουνά. Οι χριστιανοί ευλαβικά πηγαίνουν εις την εκκλησίαν και η ψυχή του «Παπά-Φώτιου» είναι γεμάτη από αγαλλίασιν.
Οι χωρικοί έβλεπαν την ανεπάρκειαν του νέου ιερέως, αλλ’ εσιώπων. «Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι» έλεγαν μέσα τους και εφιλούσαν ευλαβώς κάθε φορά το χέρι του «Παπά-Φώτιου» την ώρα που εμοίραζε αντίδωρο.
Έτσι η θρησκευτική ατμόσφαιρα του χωρίου επανεύρε την παλαιάν της καθαριότητα και ηρεμίαν.
Με τα πτερά της φήμης έφθασεν έως τ’ αυτιά του Μητροπολίτου Τραπεζούντος το θαυμαστόν παράδειγμα του «Παπά-Φώτιου». Η συγκινητική του αφοσίωσις εις την θρησκείαν και η θεάρεστος προσπάθειά του να συγκρατήση ολόκληρον χωρίον από θανάσιμον ψυχικόν ολίσθημα, έκαμαν τον Μητροπολίτην να επιχειρήση εν ταξίδιον έφθασεν ο Μητροπολίτης εις την καταπράσινην εκείνην όασιν και φυσικά κατηυθύνθη εις την οικίαν του «ιερέως».
Ο Φώτιος μόλις είδε τον Μητροπολίτην εγονυπέτησεν, εφίλησε την χείρα του και του διηγήθη τα διατρέξαντα χωρίς να κρύψη τίποτε. Ο Μητροπολίτης του έσφιγξε με συγκίνησιν την χείρα, τον εφίλησεν εις το μέτωπον και τον συνεχάρη εγκαρδίως δια την ηρωικήν του πράξιν.
Έπειτα τον εχειροτόνησε κρυφίως ιερέα και προσεπάθησε να του εκμάθη τους τύπους της ιεροτελεστίας και τας απαραιτήτους ευχάς.
Ο γέρων Φώτιος κατέβαλλε μεγάλας και υπερανθρώπους προσπαθείας δια να συγκρατήση εις την μνήμην του το πλήθος των ευχών και των λειτουργικών τύπων, αλλά μετ’ ολίγον τας ελησμόνει παντελώς. Τέλος όταν ο Μητροπολίτης εσχημάτισε την γνώμην ότι ο μαθητές του ήτο πλέον οπωσδήποτε εν τάξει, τον απεχαιρέτησε και ανεχώρησε διά την έδραν του. Εις το πλοίον τον προέπεμψαν οι προεστοί με επικεφαλής τον Παπά-Φώτιον.
Ενώ το πλοίον ελικνίζετο εις τα ελαφρώς από την αύραν ταρασσόμενα νερά, ο Παπά-Φώτιος εσκέπτετο και επανελάμβανε καθ’ εαυτόν τας ευχάς διά να πεισθή ότι τας κατέχει. Δυστυχώς τα πράγματα ήσαν αντίθετα από ό,τι ανεμένετο. Σχεδόν τα ελησμόνησεν όλα. Καταληφθείς τότε υπό απελπισίας διότι έβλεπε το πλοίον να απομακρύνεται και τον Δεσπότην φεύγοντα ενώ αυτός είχεν ακόμη την ανάγκην της διδασκαλίας του, με μίαν ενδόμυχον ορμήν ηθέλησε να συγκρατήση το πλοίον και επροχώρησε προς αυτό ωσάν από μίαν θείαν φωνήν οδηγούμενος. Προχωρεί εις όλον το μήκος της παραλίας και ήδη τα κύματα βρέχουν τους πόδας του.
Αλλ’ ο Φώτιος με τους οφθαλμούς προσηλωμένους εις το πλοίον προχωρεί επάνω εις τα νερά και έκπληκτοι οι χωρικοί βλέπουν το θαύμα.
Η δύναμις του Χριστού ωδηγούσε τον σεβάσμιον ιερέα επάνω από τα νερά της θαλάσσης. Και μόλις επλησίασε το πλοίον, που επήγαινε σιγά-σιγά, και αντίκρυσε την συγκεκινημένην μορφήν του Δεσπότη, του εφώναξε:
-Άγιε Δεσπότα, ενέσπαλα τ’ ευχάντας τ’ εμάτσες-με, (ελησμόνησα τας ευχάς που με έμαθες).
Ο Δεσπότης του απήντησε συγκεκινημένος:
-Δέβα οπίς, σο χωρίο σ’, να έχω την ευχή σ’σ και ίνταν εποίνες πρώτα ποίσον κι’ ατώρα. Εσύ τ’ εμόν την ανάγκην κ’ έχ’ς. Σον Χριστόν κεκά ασ’ εμέν εμπροστά είσαι!
Και επέστρεψεν ο αγαθόν Παπά-Φώτιος εις το ποίμνιόν του, του οποίου έκτοτε η λατρεία προς αυτόν εδιπλασιάσθη.
Π. Β. Σαλλαπασίδης
•Πηγή: Ποντιακά Φύλλα, Π. Β. Σαλλαπασίδης, 1938, τεύχος 24.
• Σημ.: Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του πρωτότυπου.