Χρησιμοποιώντας απλές και συνάμμα συγκλονιστικές εκφράσεις, ο Ν. Τερζόπουλος γράφει για τα σκληρά ήθη και έθιμα που όφειλε να ακολουθεί κάθε καινούργια νύφη, στις αρχές του 18ου αιώνα, στη Φάτσα του Πόντου.
Πρωταγωνίστρια στην ανέκδοτη ιστορία που μοιράστηκε στο 67ο τεύχος της Ποντιακής Εστίας, το 1955, ήταν η μητέρα του Μάρθα ή «Παρλάχ», από τη Χαψάμανα, ένα μεγάλο κεφαλοχώρι της περιοχής των Κοτυώρων.
Το Γκιόλκιοϊ (Gölköy) όπως λεγόταν και εξακολουθεί να λέγεται, σήμερα, από τους Τούρκους, βρίσκεται σε υψόμετρο 800 μέτρων.
Από εκεί έφυγε η μητέρα του για να πάει νύφη στη Φάτσα, στην ισχυρή οικογένεια των Τερζόγλου. Παντρεύτηκε τον άνδρα της Δημήτρη χωρίς, προηγουμένως, να τον δει έστω μια φορά αλλά και χωρίς να μπορεί να τον αναγνωρίσει ακόμα και 12 μέρες μετά το γάμο τους!
≈
Στις αρχές του 18ου αιώνα που σημειώνονταν εκτεταμένες μετακινήσεις πληθυσμών από περιοχές σε περιοχές αναζητώντας πιο βελτιωμένες συνθήκες ζωής, ένα μεγάλο τμήμα μιας πατριαρχικής οικογενείας, ανάμεσα σε τόσες άλλες, είχε μεταναστεύσει από την Επαρχία της Αργυρούπολης και εγκαταστάθηκε στη Φάτσα, παραλιακή πόλη του Πόντου, με πολύ εύφορη περιφέρεια.
Η πολυμελής αυτή οικογένεια σα κύριο επάγγελμά της, εκτός από το εμπόριο, είχε και τη ραπτική «το τερζιλίκ», απ’ όπου πήρε και το επώνυμό της Τερζόγλου.
Ο αρχηγός αυτής της οικογενείας ήταν ο τέταρτος από τα έξη αδέλφια, Χατζή-Βαρύτιμος (και οι έξη είχαν πάει στον Άγιε Τάφον) με το περπάτ’ (!) γι’ αυτό και μπροστά στα ονόματά τους μπήκεν το «Χατζή»).
Οι Τερζέντ αυτοί όλοι τους είχαν, από φυσικήν ή θεϊκήν βούλησιν, δεν ξέρω από 6-10 αγόρια και ζούσαν πειθαρχημένη ομαδική ζωή, συγκατοικώντας σ’ ένα παλαιϊκό σπίτι.
«Έτανε πενήντα τρία χουλάρια!»
Κοντά στο ραφτάδικο, όπου χρησιμοποιούσαν πολλές δεκάδες καλφάδες, έκαμαν και το εμπόριο υφασμάτων «οαγακια, τσόχες και άλλα» που τα προμηθεύονταν απ’ ευθείας από τη Ρουμανία ο Χατζή-Βαρύτιμος ταξιδεύοντας με τα καράβια κείνης της εποχής.
Είναι γνωστό πως εκείνη την εποχή ραφτομηχανές δεν υπήρχαν, και οι λάμπες πετρελαίου ήταν είδος πολυτελείας. Συνεπώς όλη η ραφτάδικη εργασία γινόνταν με το χέρι, με το φως των λυχναριών και των δαδιών!!!
Επειδή οι συνθήκες και γενικά ο τρόπος της ζωής σ’ όλες τις εκδηλώσεις της παληάς εκείνης εποχής είναι αρκετά γνωστές, γι’ αυτό θα περιορισθώ στο να αφηγηθώ ένα συγκεκριμένο ιστορικό ανέκδοτο, για μια συγκεκριμένη περίπτωση, που αποτελεί την έκφραση του επιπέδου της πολιτιστικής και συναισθηματικής καθυστέρησης των ανθρώπων κείνης της γωνιάς του Πόντου.
Ο ξακουστός Χατζή-Βαρύτιμος Τερζόγλου, που το «δένειν και λύειν» όλων των υποθέσεων και όλων των προβλημάτων, όχι μόνο της μεγάλης του φαμήλιας αλλά ολάκαιρης της πόλης, οικονομικά, διοικητικά και κοινωνικά ήταν στο χέρι του και η τεραστία επιρροή του επεκτεινόταν και πέραν από τα όρια της Φάτσας, είχεν αποφασίσει, μαζύ με τη Χατζή-Βαρυτιμήνα να παντρέψουν και τον τρίτον από τα τέσσερα παιδιά τους τον Δημήτρην, γίγαντα! αρχιπαλαιστήν!..
Το συμπεθεριό δεν άργησε να πραγματοποιηθή με τον επίσης ευκατάστατο και πολύ φημισμένο Παπά Παρασκευάν Παπαδόπουλο, στο Κιόλκιοϊ, περιφερείας Ορτούς.
Είχαν βάλει επίσημο αραβώνα, μεγάλης αξίας κοσμήματα. Όλη αυτή η διαδικασία γινόνταν «ερήμην» τόσο του Δημήτρη όσο και της «Παρλάχ» της αρραβωνιαστικιάς δηλ. που τ’ όνομά της ήταν Μάρθα, αλλά επειδή ήταν το πιο ωραίο κορίτσι, στο Κιόλκιοϊ, την έλεγαν «Παρλάχ» που τουρκικά σημαίνει Αστραφτερή.
Στην καθωρισμένη ημερομηνία έγιναν θορυβόδικοι και πολυέξοδοι οι γάμοι. Από το Κιόλκιοϊ ως τη Φάτσα εκατοντάδες καβαλαραίοι και πεζοί συνώδευαν με τραγούδια και χορούς, με λύρας και ταούλα και ζουρνάδες και με κατά διαστήματα ομοβροντίες μακρυκάνων τουφεκιών, με τα οποία οι ψαράδες κυνηγούσαν «τους δελφίνους».
Το πιο περίεργο στην υπόθεση αυτή είναι πως σαν να μην έφτανε που σ’ όλο το χρονικό διάστημα, από τις αραβώνες ως τη στέψη –ενάμιση χρόνο– δεν γνωρίσθηκαν και δεν ιδώθηκαν ούτε μια φορά οι δυο νεαρές υπάρξεις, αλλά και μετά τους γάμους τους πέρασαν αρκετές –παραπάνω από δέκα– μέρες, που συζούσε το νέο αντρόγυνο, χωρίς η «άχαραη η νύφε να γνωρίζ’ τον άντραν’ ατς!!!»
Κι’ αυτό γιατί σύμφωνα με τα παληά ήθη και έθιμα της φεουδαλικής εποχής –και τώρα ακόμα εξακολουθεί να ισχύη αυτή η τυραννία σε ωρισμένα χωριά της χώρας μας– η νεόνυμφη, σωστή σκλάβα του αντρός, δεν επιτρεπόταν ν’ ακουστή η φωνή της ή να μιλάη ακόμα και στους κοντινούς πρεσβύτερους συγγενείς!
Η νεόνυμφος λοιπόν, ήταν υποχρεωμένη – η χιλάκλερος!– να κρατάη «Μασ» χρόνιαα ολόκληρα στους μεγάλους. Ακόμα δεν έπρεπε να αντιληφθή κανένας απ’ τα πεθερκά της νύφης την ώρα που θα πήγαινε για ύπνο και την ώρα που σηκωνόνταν από το κρεββάτι της!!! Τελευταία απ’ όλους έπρεπε να πλαγιάση και πρώτη απ’ όλους, χαράγματα, ώφειλε να σηκωθή.
Το σπίτι όπου συγκατοικούσε η πατριαρχική αυτή οικογένεια, ήταν ένα πανάρχαιο σπίτι, που ίσως να είχε χτισθή στην εποχή της παρακμής της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας!!! Ένα ολόκληρο τετράγωνο, με δύο πατώματα, που οι ευρύχωρες αίθουσες του κάτω πατώματος χρησιμοποιόνταν για εργαστήριο για τους καλφάδες που ράβανε 18 συνεχείς ώρες καθήμενοι διπλοπόδι, καμπουριασμένοι, που οι περισσότεροι ήταν μύωπες και «τσιμπλάρ» λόγω της εντατικής κούρασης των ματιών τους μέσα σε αποπνικτικήν και βρώμικην ατμόσφαιραν που δημιουργούσαν οι καπνοί των δαδιών και των λυχναριών. Το πάνω πάτωμα ήταν διαρυθμισμένο σε δεκάδες στενόμακρα δωμάτια, με στενούς διαδρόμους. Σωστός λαβύρινθος! Τα δωματάκια χωρίς παράθυρα, μόνο μ’ ένα μικρό τετραγωνάκι ψηλά, σα φεγγίτη και αντί πορτόφυλλά είχανε κρεμασμένα χράμια και λεπτές μάλλινες κουβέρτες.
Την ώρα του φαγητού με προνομιακή σειρά, πρώτα οι μεγάλοι άντρες καθόνταν γύρω σ’ ένα τεράστιο, μονοκόμματο ολοστρόγγυλο τραπέζι, όπου για να χωρέσουν περισσότεροι, καθόνταν σα τους ψαράδες με διπλωμάενα τα πόδια χάμου, ο ένας πίσω στον άλλον –προφίλ προς το τραπέζι– με το δεξί γόνατο χωμένο από κάτω «αφκακές». Ύστερα από τους άντρες καθόνταν, με τον ίδιον τρόπο και την ίδια σειρά και οι πρεσβύτερες γυναίκες.
Ως το τέλος του γεύματος ή του δείπνου οι πιο νέες νύμφες ήταν υποχρεωμένες να στέκωνται όρθιες, προσοχή, έτοιμες για το «χουζμέτ» –περιποίηση– παρακολουθώντας τη μυσταγωγίας!!! Ύστερα από την μαρτυρικήν αυτήν τελετουργεία του δείπνου θα έπρεπε όλοι μικροί και μεγάλοι να παν να κοιμηθούν. Τελευταία απ’ όλους και η άχαρη νεόνυμφη «η νεγάμσα» σιωπηλή και αμίλητη χωρίς τον παραμικρό θόρυβο, σα κλέφτρα γάτα (!), στα σκοτεινά –αβλαεφτά– θα πήγαινε να χωθή στο πλάι του άντρα της στρωματσάδα στο πάτωμα μέσα στη νεκρική σιγαλιά του σκοτεινού κελιού της!
…Ούτε ένας αισθηματικός, ούτε και απλός ψίθυρος τρυγερότητος! Ούτε ένα χαϊδευτικό λογάκι! Η αυθόρμητος τελετουργία των σχέσεων ανάμεσα στο «νεκρό» νεαρό αντρόγυνο εκδηλωνόταν, απόλυτα μηχανικά, μέσα στα αυστηρά εγωιστικά πλαίσια της ανωτερότητας του άντρα και της κατωτερότητας της ταπεινωμένης σκλάβας γυναίκας.
Κάτω από τέτοιες βάναυσες και αυταρχικές συνθήκες, σκλάβα αυστηρών ηθών και εθίμων και νύμφη του Τερζόγλου Χατζή-Βαρύτιμου, Μάρθα –η αείμνηστη* μάννα μου– δώδεκα μέρες από την ημέρα του γάμου της «’κ εγνώριζε, η καϋμέντσα τον πατέρα μ’ τον Δημήτρην!!!»
Δεν μπορούσε να ξεχωρίση ποιος από τους ώμορφους τέσσαρες αδελφούς ήταν ο άντρας της, κυτάζοντας τους, με πολύ κρυφό τρόπο στο πρόσωπο όταν ήταν μαζωμένοι στο μεγάλο χαγιάτη, στο φως της ημέρας ή στις ανταύγειες του λυχναριού…
Ν. Τερζόπουλος