Τα Εννιάμερα της Παναγίας, και όχι την κοίμησή Της, γιόρτασαν φέτος οι χριστιανοί στο ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά στη Ματσούκα της Τραπεζούντας – οι εθνικιστικές κορόνες που είχαν αρχίσει να ακούγονται από πέρσι, φέτος οδήγησαν τις τουρκικές Αρχές να μην δώσουν την άδεια για τον Δεκαπενταύγουστο.
Το επιχείρημα όσων αντιδρούν είναι ότι δεν θα πρέπει να επισκιάζεται η νίκη των Οθωμανών προγόνων που οδήγησε στην Άλωση της Τραπεζούντας στις 15 Αυγούστου 1461.
Επιπλέον, ο ναύαρχος ε.α. Τζιχάτ Ιαϊτζί (Cihat Yaycı), ο οποίος είναι ο θεωρητικός του επεκτατικού δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας», έχει ισχυριστεί ότι υπάρχει παραβίαση της Συνθήκης της Λοζάνης, τονίζοντας ότι απώτερος στόχος του εορτασμού του Δεκαπενταύγουστου είναι να σβηστεί είτε να αμφισβητηθεί η ιστορία της κατάκτησης της Τραπεζούντας, «προωθώντας έτσι το αφήγημα ότι αυτά τα εδάφη ανήκαν αρχικά στην Ελλάδα».
Σε κάθε περίπτωση, από το 2010 που τελέστηκε για πρώτη φορά Θεία Λειτουργία μετά την εγκατάλειψη του μοναστηριού, η σημερινή ήταν η 11η φορά που ακούστηκαν προσευχές. Μεσολάβησαν οι εκτεταμένες εργασίες αναστήλωσης που κράτησαν σχεδόν 5 χρόνια· κατά τη διάρκειά τους το ιστορικό μνημείο παρέμενε κλειστό.
Επίσης είναι η δεύτερη φορά που δεν έδωσε το παρών ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος – το 2020 η Θεία Λειτουργία έγινε προεξάρχοντος του μητροπολίτη Καλλιουπόλεως και Μαδύτου Στεφάνου, όπως και σήμερα.
Στην ομιλία του ο κ. Στέφανος τόνισε ότι οι προσευχές είναι και για την ειρήνη και την αλληλεγγύη σε όλο τον κόσμο, ενώ δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει τον υπουργό Πολιτισμού και Τουρισμού, τον κυβερνήτη της Τραπεζούντας και τον δήμαρχο για τη βοήθειά τους. Να σημειωθεί ότι υπήρξαν αυξημένα μέτρα σε όλη τη διαδρομή από την πόλη της Τραπεζούντας μέχρι το μοναστήρι.
Όπως ήταν σχεδόν αναμενόμενο, ο κόσμος που έλαβε την ειδική άδεια για να παρακολουθήσει τη Θεία Λειτουργία ήταν λιγότερος από κάθε άλλη φορά, κυρίως από την Ελλάδα και τη Γεωργία. Σύμφωνα με τα τοπικά μέσα, δεν ξεπέρασαν τους 100 οι προσκυνητές, από περίπου 500 που ήταν το 2010. Εντούτοις, περίσσεψαν η συγκίνηση και οι νοσταλγία, ενώ όλοι μετέλαβαν με κατάνυξη.