Ο Ιερομόναχος Αμβρόσιος Σουμελιώτης ήταν ένας από τους τελευταίους μοναχούς της Μονής της Παναγίας Σουμελά στον Πόντο, του μοναστηριού που συνύφανε την ιστορία του με τη μοίρα του ελληνισμού στα νότια παράλια του Ευξείνου Πόντου.
Ο καλόγερος της Μονής-σύμβολο της Ρωμιοσύνης στον Πόντο, αφού έζησε τα γεγονότα της Γενοκτονίας και αναγκάστηκε να αφήσει το μοναστήρι του για να γλιτώσει μαζί με τους αδελφούς του από τη μανία των βαρβάρων, γύρισε πίσω στην ώριμη ηλικία των 47 χρονών για να περισώσει ό,τι πολυτιμότερο έχει αποθησαυρίσει ο ποντιακός ελληνισμός, ένα ιερό λείψανο που έχει ξεπεράσει την υλική του υπόσταση και έχει γίνει ένα με την ποντιακή ταυτότητα.
Την εικόνα που ενσωματώνει την αγάπη και τον σεβασμό των Ποντίων για τη Θεοτόκο, την Πηγή της Ζωής, και συνδέεται με τη θρησκευτικότητα και τον πατριωτισμό τους.
«Γεννήθηκα το 1884 στο χωριό Άσσος των Σουρμένων», ξεκινάει τη διήγησή του ο γέροντας. Όπως μαρτυρά ο ίδιος με την ταπεινοφροσύνη που συνοδεύει τους πράους στην ψυχή, τους αρεστούς στον Κύριο, τους ανθρώπους της Παναγίας, «δεν τα έπαιρνε τα γράμματα», φοίτησε μόνο για δύο χρόνια στο ημιγυμνάσιο των Σουρμένων και οι δικοί του διέκοψαν τις σπουδές του για να τον στείλουν στο Βατούμ να μάθει την τέχνη του ράφτη για να βιοποριστεί. Όμως άλλες οι βουλές του Κυρίου.
Ήταν η κλίση του, ήταν η επιρροή της ήδη κεκοιμημένης μητέρας του Αναστασίας, η οποία ήταν ταμένη στην Παναγία Σουμελά και ήθελε να αφιερώσει ένα παιδί της στη χάρη Της, ο νεαρός Σουρμενίτης ανηφόριζε για το μοναστήρι της Σουμελά και σχεδόν πετώντας στα τελευταία μέτρα ανέβαινε τα 99 σκαλοπάτια του για να παρουσιαστεί μπροστά στον Ηγούμενο της Μονής Άνθιμο Μασμανίδη, ζητώντας του να γίνει δόκιμος μοναχός.
Ήταν καλοκαίρι του 1900 και ο Αμβρόσιος διήγε μόλις το 16ο έτος της ζωής του. Με το ζόρι διέκρινες χνούδι στα μάγουλά του, ήταν ακόμα αγένειος. Τον κοίταξε ο γέροντας Άνθιμος, τον «ζύγισε» με την αυστηρή του ματιά. Τι να έκανε με αυτόν τον νέο; Ήταν πολύ μικρός ακόμα. Θα την άντεχε την καλογερική; Από την άλλη έβλεπε στα μάτια του την λαχτάρα του να διακονήσει την Παναγιά. Ποιος ήταν εκείνος που θα διώξει καλογέρι από το μοναστήρι Της; Πλησίαζε και η Κοίμησή Της. «Ευλογημένο να είναι παιδί μου», είπε και τον έκανε δόκιμο.
«Όταν συνέβαιναν τα τελευταία τραγικά γεγονότα στον Πόντο και σε όλη τη Μικρά Ασία, εγώ βρισκόμουν στο Βατούμι της Ρωσίας για δουλειές του μοναστηριού. Γυρνώντας πίσω στην Τραπεζούντα, πληροφορήθηκα από τους μοναχούς ότι έχει υπογραφεί συμφωνία Ανταλλαγής μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων από την ελληνική και την τουρκική κυβέρνηση και θα έπρεπε μέσα σε λίγες ημέρες να εγκαταλείψουμε τον Πόντο», εξιστορεί χρόνια μετά.
Ο πόνος του Αμβροσίου και των αδελφών του μοναχών ήταν αβάσταχτος. Προσεύχονταν μέρα-νύχτα στην Παναγία ζητώντας Της να δώσει λύση. Πώς θα άφηναν το μοναστήρι Της; Τι θα γινόταν; Δεν τους ένοιαζαν οι ζωές τους, αυτές τις είχαν παραδώσει έτσι κι αλλιώς στον Κύριο, τι θα γινόταν με τον άγιο τούτο τόπο; Με την εικόνα της Παναγίας τους ιστορημένη από τα χέρια του ίδιου του Αποστόλου Λουκά.
Ο Άγιος Λουκάς είχε τη μεγάλη ευλογία να γνωρίσει την Παναγία διά ζώσης και να της χαρίσει την «προσωπογραφία της», παίρνοντας ουσιαστικά την συγκατάθεσή της για την υψοποιό τέχνη της αγιογραφίας.
Η εικόνα που έφτασε θαυματουργικά από την Αθήνα σε τούτον τον απότομο βράχο και ρίζωσε μαζί με την ελληνική παρουσία για τόσους αιώνες… όχι, τους ερχόταν σκοτοδίνη και μόνο που τη φαντάζονταν στα βέβηλα χέρια των απίστων.
Ο χρόνος πίεζε και από στιγμή σε στιγμή θα εμφανίζονταν όχλος μαζί με παρακρατικούς στο μοναστήρι τους που θα κατέστρεφαν τα πάντα. Σφράγισαν την Αγία Τράπεζα, τύλιξαν με τα λιωμένα από τις μετάνοιες ράσα τους τα άγια λείψανα. Έσκαψαν με τα χέρια τους και έθαψαν τα ιερά σκεύη. Έφυγαν χωρίς να κοιτάξουν πίσω.
Ο γέροντας Αμβρόσιος Σουμελιώτης, κατά κόσμον Α. Αναστασιάδης, υπηρετούσε ως εφημέριος στην Αγία Μαρίνα της Άνω Τούμπας, στον ιερό ναό που σήμερα αποθησαυρίζεται το ιερό λείψανο της Αγίας Ελένης εκ Σινώπης, όταν έλαβε μια επιστολή από τον Μητροπολίτη Τραπεζούντας, τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο. Το θαύμα είχε γίνει. Του ζητούσαν να πάει στον Πόντο να ξεθάψει τα άγια λείψανα που έκρυψαν οι Σουμελιώτες μοναχοί και να τα φέρει στην Ελλάδα.
Στο Φίλυρο της Θεσσαλονίκης ζούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο αρχιμανδρίτης Ιερεμίας ο οποίος διακόνησε για 70 ολόκληρα χρόνια την Παναγία Σουμελά, αφού είχε καρεί μοναχός από πολύ μικρή ηλικία. Εκείνος ήξερε που ακριβώς είχαν θάψει την εικόνα της Παναγίας μαζί με το ευαγγέλιο του οσίου Χριστοφόρου και τον σταυρό του Μανουήλ Κομνηνού με το Τίμιο Ξύλο.
Ο πατέρας Ιερεμίας, κατά κόσμον Γεώργιος Τσαρίδης, ήταν ο τελευταίος μοναχός που εγκατέλειψε την Μονή της Παναγίας Σουμελά στον Πόντο.
Βασανίστηκε μάλιστα από τους Τούρκους που μπήκαν μέσα στο μοναστήρι και έκλεβαν ό,τι έβρισκαν, για να τους αποκαλύψει που είναι κρυμμένη η εικόνα της Παναγίας, όμως εκείνος δεν αποκάλυπτε την κρυψώνα. Έφτασαν μέχρι στο σημείο να τον κρεμάσουν από τα βράχια απειλώντας τον ότι θα τον ρίξουν στον γκρεμό αλλά μια δύναμη τους απέτρεπε ώστε να το πραγματοποιήσουν.
Ήταν η πρόνοια της Παναγίας που θέλησε να κρατήσει ζωντανό τον αγαθό λευίτη ώστε, όταν έρθει η ώρα, να δώσει την πολύτιμη μαρτυρία του. Και αυτή η ώρα έφτασε: ο γλυκύτατος εκείνος γέροντας αποκάλυψε στον αδελφό του Σουμελιώτη πού ακριβώς έθαψε τον πολύτιμο θησαυρό.
Ο πατέρας Αμβρόσιος ταξίδεψε στον Πόντο. Ανέβηκε στο μοναστήρι του με την ίδια λαχτάρα που ανέβαινε όταν ήταν 16χρονος νέος και πήγαινε να αφιερωθεί στην Ποντία Κυρά, μόνο που τώρα όλα είχαν αλλάξει.
Η μυρουδιά του καμένου εκτός από τους πνεύμονες του μαύριζε και την ψυχή. Ανόσια χέρια είχαν καταστρέψει τον επίγειο Παράδεισο. Τα πουλιά δεν κελαηδούσαν πλέον και ο άλλοτε γλυκός ήχος από τον ποταμό Πυξίτη είχε γίνει μια έντονη βοή, θαρρείς και το ποτάμι διηγούνταν τις σκηνές αγριότητας που εξελίχθηκαν. Εκεί που άλλοτε ακούγονταν ουράνιες ψαλμωδίες επικρατούσε εκκωφαντική σιωπή. Λες και όλη η φύση καταμαρτυρούσε πως ο πολιτισμός είχε εγκαταλείψει ετούτο το μέρος και άφησε πίσω του μόνο κουφάρια –τα υπολείμματα χιλιάδων χρόνων φωτός και δημιουργίας.
Ο Αμβρόσιος σφίχτηκε, έπρεπε να βρει γρήγορα την εικόνα της Παναγιάς και να την πάρει μαζί του, στην Ελλάδα, εκεί που κατέφυγαν αυτοί που την ευλαβούνταν για να σωθούν.
Κατευθύνθηκε προς το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας που απείχε 10 λεπτά από το μοναστικό συγκρότημα. Εκεί είδε το άλλοτε προσεγμένο εκκλησάκι παραδομένο στην εγκατάλειψη. Η βλάστηση είχε οργιάσει, δέντρα είχαν φυτρώσει στον περίγυρο και πέτρες μαζί με χώματα είχαν κατακλύσει την αυλή, θαρρείς και η Παναγιά να ήθελε να θαφτεί πιο βαθιά μέσα στην γη, να μην την πιάσουν στα χέρια τους ανόσιοι άνθρωποι.
Ο Αμβρόσιος έπεσε στα γόνατα και ξεμπάζωνε το μέρος. Το ίδιο έκαναν και οι αγωγιάτες που τον συνόδευαν αφού τους έδωσε γερό μπαξίσι.
Είχε βραδιάσει και η κόπωση τους είχε καταβάλει. Όμως η κόπωση ήταν μόνο σωματική γιατί ο καλόγερος ένιωθε πως ήταν πολύ κοντά στη στιγμή που θα ξαναπροσκυνούσε την εικόνα της Παναγιάς του, εκείνης που τον κάλεσε στον μοναχικό βίο, εκείνης το μαφόρι στης οποίας έβρισκε παρηγοριά όταν οι στεναχώριες της ζωής του έκαμπταν το ηθικό, εκείνης της μάνας που είδε τον Πόντο σταυρωμένο όπως είχε δει τον Υιό Της.
Και όντως το πρωί πριν ακόμα χαράξει ξανάρχισαν τις προσπάθειες. Βρέθηκαν μπροστά από μια κρύπτη. Η καρδιά του Αμβρόσιου πήγαινε να σπάσει. Καθάρισαν τα τελευταία χώματα και αποκαλύφθηκε το ξύλινο μπαουλάκι που ήταν φυλαγμένα τα κειμήλια, όπως ακριβώς του είχε εκμυστηρευτεί με κάθε λεπτομέρεια ο αδελφός του πατέρας Ιερεμίας. Άνοιξε το κασελάκι και είδε την εικόνα της Παναγίας, το ευαγγέλιο και τον σταυρό. Ησύχασε η ψυχή του. Το χρέος του είχε εκπληρωθεί. Τώρα μπορούσε να πει κι αυτός «νυν απολύεις τον δούλον Σου Δέσποτα».
Η εικόνα της Παναγίας Σουμελά, της Ποντίας Κυράς μας ήρθε στην Ελλάδα στις 9 Νοεμβρίου του 1931. Φυλασσόταν για χρόνια στο Μουσείο Μπενάκη μέχρι που τη δεκαετία του 1950 ιδρύθηκε με πρωτεργάτη τον σπουδαίο Φίλωνα Κτενίδη η ανιστορημένη Παναγία Σουμελά στο όρος Βέρμιο, όπου και πλέον βρίσκεται.
Παροιμιώδης έμεινε η φράση του Λεωνίδα Ιασονίδη: «Εν Ελλάδι υπήρχαν οι Πόντιοι δεν υπήρχεν όμως ο Πόντος. Με την εικόνα της Παναγίας Σουμελά, ήρθε και ο Πόντος»!
Ευχόμαστε σε όλους τους Ποντίους, τους φιλοποντίους και όσους ευλαβούνται την Παναγία Σουμελά να μας χαρίζει πλούσια τη χάρη Της και να προστατεύει την Ελλάδα από κάθε είδους ανάγκη και κίνδυνο!
Αλεξία Ιωαννίδου
⇒ Με πληροφορίες από το βιβλίο του Στέφανου Τανιμανίδη Σουμελά – Η Πρόσφυξ Ποντία Παναγία.