Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού της «δ’ της Διακαινησίμου» με τον πλήρη τίτλο «Εις τον χωλόν τον παρά την πύλην του ιερού θεραπευθέντα υπό των Αποστόλων» και ακροστιχίδα: «ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ ΤΟ ΕΠΟΣ». Διαβάστε το Μέρος Α’, το Μέρος Β’ και το Μέρος Γ’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιθ’. Μίλησε τότε ο Κηφάς ‒ καθώς λαός μαζεύονταν κι άλλος πολύς τριγύρω.
Άμεσα τους απάντησε, κι αυτά είναι που τους είπε:
«Τον βλέπετε τούτον εδώ που όλοι σας ως ανάπηρο τον ξέρατε ως τώρα.
»Η πάθηση η σοβαρή που ’χε ο άνθρωπος αυτός μέχρι πριν λίγη ώρα,
»έφυγε, εξαφανίστηκε· πώς είν’ όταν στο ρούχο σου πιάνει λιγάκι σκόνη, και δίνεις με τα δάχτυλα μία και την τινάζεις; Έτσι λες και τινάχτηκε μακριά το βάσανό του.
»Και απ’ εδώ και στο εξής μη μ’ έχετε για ψεύτη ή για κάναν φιλόνικο που μ’ όλους λογοφέρνει.
»Δείτε αυτόν που ως τώρα θωρούσατε ακίνητο, χάμω καθηλωμένο –
»κινείται και χοροπηδά και στέκεται ολόρθος.
»Παίρνω λοιπόν το θάρρος, σ’ όλους εδώ να σας τον πω της γιατρειάς τον τρόπο.
»Γιατί ποθώ με ζήλο, όλοι να βρείτε γιατρειά με την
»ελπίδα που γεννά η γνήσια η πίστη.
κ’. »Από ψαράς που ήμουνα και ψάρευα τα ψάρια,
»ανθρώπους πιάνω τώρα εγώ και με το λόγο του Θεού ‒έτσι‒ τους αλιεύω.
»Παλιά τα δίχτυα μου έραβα κι έτσι όπου χαλούσανε τα αποκαθιστούσα,
»το ίδιο τώρα και μ’ αυτού τα χαλασμένα πόδια· κι αυτά τα αποκατέστησα κι είναι στερεωμένα.
»Ζητούσε ο ανάπηρος λίγη ελεημοσύνη·
»μα εγώ δεν είχα τίποτα, ούτε ασήμι ούτε χρυσό, για να του δώσω κάτι.
»Αντί γι’ ασήμι αθάνατη μέσα μου έχω πίστη,
»και ο δικός μου ο χρυσός είν’ του Χριστού η ελπίδα.
»Τα μόνα υπάρχοντά μου είναι η αγάπη στον Χριστό, αλλά και στους ανθρώπους.
»Και απ’ αυτήν μοιράζομαι με όσους μου ζητάνε με την
»ελπίδα που γεννά η γνήσια η πίστη.
κα’. »Αν θέλετε λοιπόν κι εσείς, στ’ αλήθεια να γνωρίσετε τι πάει να πει αλήθεια,
»πάψτε να μας κοιτάζετε σαν αποσβολωμένοι, κι ακούστε για να μάθετε:
»το μέγα θαύμα που ’δατε, μην το καταλογίζετε σ’ εμάς εδώ τους δύο
»‒ ότι είμαστ’ άνθρωποι κι εμείς, όμοιοι με τον καθένα.
»Τον Ιησού ‒και όχι εμάς‒ πρέπει να προσκυνάτε·
»Αυτός δίνει τη Χάρη Του: του κόσμου όλου ο Ποιητής.
»Ναι, ακριβώς, τον Ιησού, γι’ Αυτόν εμείς μιλάμε, τον Ναζωραίο Ιησού·
»Αυτόν που εσείς σταυρώσατε, Αυτόν που εσείς σκοτώσατε.
»Δεν κάναμε ό,τι είδατε με δύναμη δική μας, δύναμη εμείς δεν έχουμε,
»αλλά έχουμε τον Κύριο, Αυτός μας την παρέχει με την
»ελπίδα που γεννά η γνήσια η πίστη.
κβ’. »Ελπίζω τώρα, πράγματι, να καταλάβατε καλά, βλέποντας μπρος στα μάτια σας τόσο μεγάλο θαύμα·
»μπορεί λέτε να γίνονται θαύματα σαν και τούτο με δύναμη ανθρώπινη;
»Μόνο ο Θεός, μόνο Αυτός που έπλασε τα πάντα
»μπορεί να δώσει γιατρειά και ν’ αποκαταστήσει το πλάσμα Του που έπαθε και βρίσκεται πεσμένο.
»Αλλά για να το μάθετε ότι ο Μέγας, ο Θεός,
»ο Κτίστης των απάντων είναι ο Ιησούς που είπαμε, ο Ιησούς ο Ναζωραίος,
»γι’ αυτό κι εγώ στην προσευχή για να γενεί το θαύμα ‒αν κι είναι όντως ο Θεός‒ δεν έβαλα και το “Θεός” δίπλα στο όνομά Του.
»Επίτηδες το έκανα, ώστε εσείς π’ ακούσατε το ποιον επικαλέστηκα, μην λέτε άλλα ύστερα κι έχετε αμφιβολίες
»και λέτε: “πέτυχε ό,τι ήθελε και έγινε το θαύμα, αφού Θεό μνημόνευσε”.
»Το όνομά Του ανέφερα, είπα κι από πού είναι, συγκεκριμένα μίλησα με την
»ελπίδα που γεννά η γνήσια η πίστη.
κγ’. »Ο Ίδιος είν’ Υιός Θεού μα κι ο Θεός ο Ίδιος, ο Αιώνιος κι Αθάνατος,
»Αυτός, ο Ιησούς Χριστός που γέννησε
»η Παρθένος· Αυτός, λοιπόν, σταυρώθηκε
»και με τη θέλησή Του θάφτηκε κι αναστήθηκε μέσα από το μνήμα.
»Απ’ τον Θεό γεννήθηκε, Τον πίστεψε ο κόσμος,
»στα έθνη Αυτός κηρύχθηκε ως ο Θεός που κυβερνά ολάκερο τον κόσμο.
»Κι ύστερα όπως το θέλησε, ανέβηκε όλο δόξα
»‒με σάρκα ανήλθε και με οστά, κι όχι ως Θεός μονάχα‒ προς Κείνον που Τον γέννησε.
»Γιατί δεν είχε χωριστεί απ’ του Πατρός την αγκαλιά, ούτε κι όταν κατέβηκε
»άνθρωπος για να γίνει, στη γη όταν περπάτησε για χάρη των ανθρώπων με την
»ελπίδα που γεννά η γνήσια η πίστη.
κδ’. »Ιησού Χριστέ Σωτήρα μας, ελέησέ μας ως Θεός,
»Εσύ ο Ανίκητος Ιατρός και Βασιλέας Αθάνατος.
»Με τις πρεσβείες της Παναγιάς, μητρός Σου Θεοτόκου, σπλαχνίσου Εσύ Κύριε,
»λυπήσου, γλίτωσέ τους εκείνους που ικετεύουνε την καλοσύνη Σου να δουν.
»Τη συμφορά που έφτασε, άγρια και οργισμένη, σταμάτησέ την Συ Χριστέ.
»Διώξε Εσύ Δημιουργέ τα φοβερά τα βάσανα απ’ τις πληγές που πυορροούν.
»Η Μητέρα Σου, Φιλάνθρωπε, ας Σε παρακαλέσει,
»γιατί εμείς οι ανάξιοι αυτό μόνο μπορούμε: με δάκρυα
»να προστρέξουμε σε Κείνη, ούτως ώστε Αυτή να δεηθεί σε Εσέ, να Σε παρακαλέσει:
»“Πρόφτασε και βοήθησε και όλους Κύριε σώσε με την
»ελπίδα που γεννά η γνήσια η πίστη”».