Η ιστορική Μονή της Παναγίας Σουμελά υπήρξε πάντα σημείο αναφοράς στον Πόντο για χριστιανούς και μουσουλμάνους. Όλο το χρόνο η μονή και οι γύρω χώροι γέμιζαν από πιστούς και επισκέπτες οι οποίοι ήθελαν την ευλογία Της και να γευτούν εκείνο το συναίσθημα που μόνο αυτός ο τόπος προσφέρει.
Ένα καλοκαίρι, χρόνια πριν από τη Γενοκτονία, μια παρέα από τη Γαλίαινα πήρε απόφαση να πάει για προσκύνημα. Ειδοποίησαν τα κοντινά χωριά μήπως ήθελαν να ακολουθήσουν και στο τέλος συγκεντρώθηκαν 150 άνδρες και γυναίκες προσκυνητές. Η ομάδα επέλεξε να πάει από τα παρχάρια, το δρόμο που ακολουθούσαν τα καραβάνια, γιατί ήταν καλύτερος και πιο ασφαλής. Με επικεφαλής έναν κεμεντζετζή έφθασαν στην Παναγία Σουμελά όπου προσκύνησαν και φιλοξενήθηκαν από τους καλόγερους.
Για το ταξίδι εκείνο είχε γράψει ο ιερέας Δημήτριος Μισαηλίδης στο τεύχος 43 της Ποντιακής Εστίας, το 1953.
≈
Το όνομα της Παναγίας Σουμελά ήτο πάντοτε σεβαστόν εν Πόντω, αλλά περισσότερον εις εκείνους που ήσαν πλησιέστερον και είχαν την ευκολίαν να επισκέπτωνται την Μονήν. Εκτός της εορτής της 15ης Αυγούστου, όπου άπειρον πλήθος συνέρρεν από όλα τα μέρη του Πόντου και κατά τας άλλας ημέρας και προ πάντων κατά το καλοκαίρι πολλοί προσκυνηταί επεσκέπτοντο την Μονήν.
Μίαν τοιαύτην προσκύνησιν ενθυμούμαι κατά τα νεανικά μου έτη και μου μένει αλησμόνητος. Ήτο μην Ιούλιος. Ευρέθην εις την εκκλησίαν του χωρίου Μανδρανά. Μετά την απόλυσιν της εκκλησίας οι γέροντες εκάθησαν έξω εις τα κράσπεδα του Νάρθηκος και οι νεώτεροι εστεκόμεθα όρθιοι.
Ο μακαρίτης ο Ισαάκ του Παπαδημήτρη είπεν: «Παιδία απόψ’ έναν ιδέαν έσεβεν στο κεφάλ’ ιμ. Ενούντζα να πάμε ‘ς σην προσκύνησιν σην Παναγία του Σουμελά». «Και μαέρ άσκεμα θα εφτάμε», είπεν και ο μακαρίτης του Χαζάρ ο Νικόλας. «Ν’ αγιάζ’ ο κύρ’τς», είπεν και του Ποτούρ ο Γιώρτς. Θα πάμε». Ο Τάγκογλης ο Νικόλας, κεμεντζετζής είπεν: «Εγώ λέγω να μην πάμε ασό Σουρμανόη! Ο δρόμον θα κρατή μας 6 ώρας. Ας πάμε ασά παρχάριο. Μακρύν ο δρόμον αμά σειρανίζομε καλά».
Η πρότασις εγένετο δεκτή και απεφασίσθη να ειδοποιηθούν και άλλα χωρία και να πάμε.
Την ορισθείσαν λοιπόν ημέραν μια ομάς εξ 150 ανδρών και γυναικών, αφού ετοιμάσαμεν τα απαιτούμενα διά την οδοιπορίαν ανήλθομεν εις Κανλί-πόαρ (Ματωμένη βρύση), πεδιάδα εκτεταμένην και έχουσαν σταθμόν καραβανίων, όπου έμειναν μερικοί, οι δε άλλοι ανήλθομεν εις Γελέφ, όπου διανυκτερεύσαμεν εις καλύβια και έτεροι εις το παρχάρι Βιντσάστον, Ζεμπερέκ, Αρκολίμν’ κ.λ.π. με την συμφωνίαν το πρωί να συναντηθώμεν εις την κορυφήν του Γελέφ. Και πράγματι το πρωί ευρέθημεν όλοι συγκεντρωμένοι εις την κορυφήν του ωοειδούς όρους, οπόθενν απηλαύσαμεν εξαίσιον θέαμα.
Καταβάντες εκείθεν εξηκολουθήσαμεν την πορείαν με επί κεφαλής τον κεμεντζετζήν. Η οδός μας, αλογοδρομία λεγομένη, διήρχετο ολίγον κάτω της κορυφογραμμής, ήτις ως και όλα τα πέριξ ήτο μεν γυμνή από δένδρα, αλλά εσκεπάζετο με παχύν τάπητα ανθέων. Εφθάσαμεν εις το παρχάρι Αμπάρια• από εδώ αρχίζουν οροπέδια και οι προσκηνυταί μας χοροπηδούν, παλαίουν, άλλοι πιάνονται εις χορόν κατά μικράς ομάδας, γέλοια, τραγούδια, χαρά!
Τα πρόβατα και αι αγελάδες επέστρεφον από την πρωινήν βοσκήν. Τα κουδουνίσματα, το βέλασμα των αμνών και των μητέρων των, προσέδιδον μίαν διαφορετικήν ευχαρίστησιν. Λίγο παρέκει αι ρωμάνες καλούσαν τις αγελάδες των με την ψιλήν και ηχηράν φωνήν των. «Έλα Τρυγώνα, έλα Θαλάσσα, έλα Πεγαδία, έλα Σταυρούλα, έλα Πετάσσα, έλα Σταμπόλα, έλα Ζουρκαδία, έλα Χρυσώνα, έλα Γαλαφόρα, έλα Κουντούρα, έλα Σιμαδόν, έλα αν, έλα αν». Κάπου-κάπου ηκούετο και ένας μακρύς Ματσουκάτικος γαϊτίς.
Εφθάσαμε εις τα Κέτσια. Ο ήλιος έφεγγε λαμπρώς· χοροπηδούντες δε και αστειευόμενοι και κυλιόμενοι επί του ανθοσπάρτου εδάφους εφθάσαμεν εις τα σύνορα της Σάντας εις το Κιμισλή. Εκεί ο λαμπρός ήλιος εσκεπάσθη υπό ομίχλης, διότι ως επί το πλείστον από το όρος Άλας, το ευρισκόμενον προ της Κρώμνης και Ίμερας εντεύθεν προς την Κρώμνην υπάρχει λαμπρός ήλιος δι’ όλης της ημέρας, προς την Σάντα όμως και την Ματσούκαν κ.λ.π. από της 11ης π.μ. αρχίζει η ομίχλη να καταβαίνει σιγά-σιγά από τα όρη προς τα βάθη έως ου απλωθή σαν θάλασσα παντού. Πλέον ουδέν εβλέπαμεν πέραν των 5 μέτρων, βαδίζοντες μέσω ομίχλης. Επεράσαμεν το Μετζήτια, πεδιάδας εκτεταμένας, την Μονενέν και του Κοβλακά, εις ένα δε σημείον μας είπον ότι εάν δεν υπήρχεν η ομίχλη θα εφαίνετο η Μονή.
Οι οπλοφορούντες εξ ημών (διότι η οπλοφορία τότε επετρέπετο) παρετάχυησαν κατά σειράν και ήρχισαν επανειλημμένως πυροβολούντες. Ευθύς δε με τον κρότον των πυροβολισμών, ηκούσαμεν τον γλυκύν ύχον των κωδώνων, διότι οι καλόγηροι αντελήφθησαν ότι έρχονται προσκυνηταί. Επεράσαμεν μέσον πυκνού δ΄σους πάντοτε με ομίχλην. Εφθάσαμεν σχεδόν νύκτα προ της Μονής, κατάκοποι. Ανήλθομεν την απόκρημνον οδόν και εφθάσαμεν εις τα σκαλοπάτια της Μονής 90 ως λέγουν, τα οποία αναβάντες εφθάσαμεν εις την είσοδον.
Εις καλόγηρος αφού επληροφορήθη την ταυτότητά μας, μάς ήνοιξε διάπλατα την θύραν και κατέβημεν και πάλι ισάριθμα σκαλοπάτια, οπότε μετ’ εκπλήξεως ενομίσαμεν ότι εισήλθομεν εις μίαν ολόκληρον πόλιν.
Αλλά και έξαφνα ενομίσαμεν ότι ευρέθημεν εις έτερον τινα κόσμον. Άθελα αισθάνεται κανείς μίαν μυστικοπάθειαν βλέπων τα αρχαιοπρεπή κτήρια, τον Ναόν της Μονής εντός σπηλαίου, Αγιογραφίας εις τους έξω τοίχους, εξ ων προέχει η προσευχή του Προφήτου Ηλιού, η ζυγαριά του Αρχαγγέλου Μιχαήλ με τους δαίμονας αφ’ ενός και την ψυχήν του αμαρτωλού ανεβαίνουσαν εις τον ουρανόν, ην φροντίζουσιν οι δαίμονες ν’ αρπάξουν, το εξέχον εκ του σπηλαίου ιερόν σκεπασμένον με πλάκας χαλκού, αντί κεράμων κ.λ.π.
Υπό το κράτος της τοιαύτης μυστικοπαθείας εισήλθομεν εις τον Ναόν, αμυδρώς φωτιζόμενον, καθότι ήτο πλέον νυξ.
Την προσοχήν μας επέσυρε μια Τουρκάλα την οποίαν συνώδευον 20 περίπου Τούρκοι και Τούρκισσες, ήτις εκυλίετο προ του Ιερού βήματος και εσπάρασσε εκβάλουσα αγρίας φωνάς ως ύλα ας κυνός.
Η Παναγία έκαμε το θαύμα της διότι την άλλην ημέραν την είδομεν εις την λειτουργίαν εκκλησιαζομένην με ημάς ήμερον και σώφρονα και τους Τούρκους ασπαζομένους την εικόνα της «ΜεΪράμαννας» και ευχαριστούντες διά το θαύμα της.
Οι καλόγηροι μάς υπεδέχθησαν φιλοφρονέστατα και μας διεμοίρασαν διά νυκτέρευσιν εις τα αρχοντικά δωμάτια. Εκεί μας έφεραν το κλασικόν σινίν, ήτοι μεγάλον χάλκινον δίσκον με κινητόν στήριγμα και μέγα πήλινον βαθύ σκεύος με τον σουρβάν ήτοι σούπαν με καλαμποκίσια κορκότα. Μετά το δείπνον ήρχισαν τα διάφορα αστεία και γέλωτες. Δεν είχαμεν κοιμηθεί δύο ώρες οπότε ηκούσαμεν να κτυπά το σήμαντρον, ξύλον εύηχον το οποίον εκτύπα εις καλόγηρος με ελαφρόν ξύλινον κόπανον και κατόπιν ηκούσαμεν να βροντούν αι καμπάνες.
Εσπεύσαμεν εις την εκκλησίαν. Η πλήμμυρα του φωτός, η μελωδική ψαλμωδία των καλογήρων, το σπήλαιον της εκκλησίας με τας αγιογραφίας του, μας είχαν ανυψώσει εις αιθερίους κόσμους, όπου ενομίζομεν ότι ευρισκόμεθα.
Η εκκλησία απέλυσε κατά τα ξημερώματα, όπου εμπρός εις την ιστορικήν εικόνα της Θεοτόκου, της ιστορηθείσας υπό του Αποστόλου Λουκά, εψάλομεν παράκλησιν και εξελθόντες εις την αυλήν είδομεν πιπτούσας εκ τους ύψους εκ σχισμής του βράχου τρεις σταγόνες ύδατος εις επί τούτω δεξαμενήν, εξ ης υδρεύετο η Μονή.
Μετέβημεν και πάλιν εις τα δωμάτιά μας όπου μας προσεφέρθη και δια το πρόγευμα ο ίδιος σουρβάς.
Ετοιμαζόμεθα πλέον δι’ αναχώρησιν, οπότε είδον εις τοίχους γραμμένα πολλά ονόματα προσκυνητών. Ηθέλησα να γράψω κι ‘ εγώ το όνομά μου και ανέβην εις τους ώμους ενός συντρόφου μου διά να φθάσω υψηλότερα. Ησθάνθην όμως και τον στόμαχον βεβαρυμένον από τον σουρβάν και έγραψα όσον έφθασαν οι χείρες εις υψηλότερον μέρος:
Αρ έρθα κ’ επροσκύνεσα γουρπάν’ ις Παναγία μ’
Αμά φαγα και την σουρβάν, κ’ επρέστεν η κοιλία μ’.
Κατά την αναχώρησιν παρετάχθησαν όλοι οι καλόγηροι διά να μας αποχαιρετήσουν και ενώ ανεβαίνομεν ήρχισε η τιμητική δι’ ημάς αποχαιρετιστήριος κωδωνοκρουσία, την οποίαν ηκούαμεν επί πολύ διάστημα, επιστρέψαντες μέσω Λιβεράς εις Γαλίαναν.
Θα αξιωθώμεν, άρα γε, να ίδωμεν ποτέ τα άγια εκείνα μέρη;
Δ. Μισαηλίδης