Από μεγάλη μερίδα ανθρώπων θεωρείται ο βασιλιάς των φρούτων του Αυγούστου! Από τους πιο δημοφιλείς καρπούς του καλοκαιριού είναι αναμφισβήτητα τα σύκα, που φύονται στην περιοχή των παραμεσόγειων χωρών και της Μικράς Ασίας από την Αρχαιότητα. Στον Πόντο γνωστή συκοπαραγωγός περιοχή ήταν –ποια άλλη…– η από κάθε άποψη προικισμένη Αργυρούπολη: Η περιοχή που διέσχιζε ο ποταμός Καν και δημιουργούσε με το ιδιαίτερο μικροκλίμα της έναν παράδεισο στην καρδιά της ποντικής χώρας.
Τα σύκα, όπως άλλωστε και άλλοι καρποί της Αργυρούπολης, μνημονεύονται σε βιβλία ξένων περιηγητών αλλά και Πόντιων συγγραφέων. Όσα σύκα δεν έτρωγαν νωπά, οι Πόντιοι όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες συνήθιζαν να τα αποξηραίνουν. Τα ξερά σύκα τα έλεγαν συκάδια.
Στην πατρίδα υπήρχαν οι κάτωθι ποικιλίες:
- ανεμόσυκα (όψιμα σύκα που ωρίμαζαν στο τέλος του φθινοπώρου με τον άνεμο λίβα),
- ασπρόσυκα (που η φλούδα τους είχε ανοιχτό χρώμα, σχεδόν λευκό),
- δικαρπόσυκα (έτσι λέγονταν τα σύκα που προέρχονταν από συκιά που καρποφορούσε δύο φορές το χρόνο),
- δροσάνια (μικρά σύκα με ανοιχτόχρωμη φλούδα),
- ελαδόσυκα (σύκα με ελαιώδη υφή),
- αποστολιάτικα (τα σύκα που ωρίμαζαν πιο νωρίς, κατά το μήνα Ιούλιο),
- κρομμυδόσυκα (μαύρα σύκα με γεύση που θύμιζε κρεμμύδι),
- κουφόσυκα (σύκα με εσωτερικό κοίλωμα),
- ματζανόσυκα (μαύρα σύκα σε σχήμα μελιτζάνας),
- μαυρόσυκα (σύκα με μαύρη φλούδα),
- μεταξόσυκα (σύκα με λευκή επιδερμίδα όπως το κουκούλι του μεταξοσκώληκα),
- μυλαρόσυκα (μεγάλου μεγέθους σύκα, όπως ο χειρόμυλος),
- προσφορόσυκα, και
- σιχόσυκα (λευκά σύκα με στρογγυλό σχήμα ).
Από βασικό στοιχείο της διατροφής είτε σε νωπή είτε σε ξηρή μορφή, η λαϊκή μούσα πέρασε τον έμνοστον καρπό και στην καθημερινή ζωή μέσα από τις παροιμίες. Έτσι οι Πόντιοι έλεγαν, όπως μας πληροφορεί ο Άνθιμος Παπαδόπουλος, «Το σύκον, το σύκον τερεί και ’ίνεται» δηλαδή διά μέσου της μίμησης πολλαπλασιάζονται είτε τα καλά είτε τα κακά στοιχεία, αλλά και «Αφ’ τα σύκα ‘ς τα σταφύλα» όταν ήθελαν να δηλώσουν πως κάτι έγινε σε μικρό χρονικό διάστημα (από την ωρίμανση των σύκων μέχρι την ωρίμανση των σταφυλιών).
Η συκιά, που το επιστημονικό της όνομα είναι Ficus carica, ανήκει στην οικογένεια των μορεοειδών. Το φύλλο της είναι μεγάλο, τραχύ, και ανάλογα με την ποικιλία του δέντρου είναι είτε πεντάλοβο είτε τρίλοβο, γι’ αυτό και ονομαζόταν από τους αρχαίους θρίον.
Η κάτω επιφάνεια του φύλλου μπορεί να προκαλέσει ακόμη και δερματική αλλεργία σε όποιον επιχειρήσει να μαζέψει τους καρπούς της συκιάς εκθέτοντας τα γυμνά του χέρια.
Ο καρπός της συκιάς είναι πλούσιος σε αντιοξειδωτικά στοιχεία και βιταμίνες όπως η Α, η Β και η C, και αποτελεί προϊόν υψηλής διατροφικής αξίας. Είναι καλή πηγή καλίου και ασβεστίου, ενώ συνιστάται για όσους έχουν χαμηλό αιματοκρίτη και σιδηροπενική αναιμία, καθώς τα σύκα θεωρούνται εξαίρετες πηγές σιδήρου και φυλλικού οξέος. Επίσης είναι γνωστές οι καθαρκτικές τους ιδιότητες. Ένα μέτριο σύκο έχει λίγες θερμίδες (κάτω από 50), όμως τα σάκχαρα που περιέχει το καθιστούν μάλλον ακατάλληλο για σακχαροδιαβητικούς. Ακατάλληλο κρίνεται επίσης και για όσους έχουν προβλήματα νεφρικής φύσεως ή με τη χοληδόχο κύστη τους.
Η συκιά όπως προείπαμε ήταν γνωστή στους Έλληνες από τους προϊστορικούς χρόνους. Στον προϊστορικό οικισμό της Πολιόχνης της Λήμνου, της πιο αρχαίας οργανωμένης ευρωπαϊκής κοινότητας, βρέθηκαν απανθρακωμένα σύκα.
Στην Αττική, σύμφωνα με τον Όμηρο, ιδιαίτερα δημοφιλής ήταν η ποικιλία «Βασιλική» η οποία υπάρχει έως σήμερα. Οι αρχαίοι Αθηναίοι έδειχναν μεγάλη προτίμηση για το φρούτο αυτό. Κατά το μήνα Αύγουστο, μάλιστα, αποτελούσε το τελευταίο γεύμα της ημέρας τους, «τον δείπνο». Τόσο μεγάλη ήταν η αγάπη τους για αυτόν τον μελωμένο καρπό του Αυγούστου, που δεν επέτρεπαν τις εξαγωγές από το φόβο μην δεν καλυφθεί η τοπική ζήτηση. Λόγω της υψηλής τους ζήτησης κάποιοι δεν δίσταζαν να κλέψουν τα σύκα από ξένα δέντρα, πράξη που αποτελούσε «έγκλημα καθοσιώσεως» (υπερβολή) για τους αρχαίους Αθηναίους οι οποίοι κατήγγελλαν τους κλέφτες στις Αρχές εισπράττοντας βέβαια και την ανάλογη αμοιβή από αυτές.
Σύμφωνα με τον αρχαίο συγγραφέα Αθήναιο, «και επεί πολλοί ενεφανίζοντο διακλέπτοντες, οι τούτους μηνύοντες τοις δικασταίς εκλήθησαν τότε πρώτον συκοφάνται» (και επειδή πολλοί εμφανίζονταν να κλέβουν, όσοι τους αποκάλυπταν στους δικαστές ονομάστηκαν τότε για πρώτη φορά συκοφάντες). Οι συκοφάντες (σύκο + φαίνω) ήταν αυτοί που μαρτυρούσαν ποιοι έκλεψαν σύκα. Με τον καιρό όμως η λέξη πήρε αρνητική σημασία, καθώς πολλοί συκοφάντες κατηγορούσαν άδικα –λέγοντας ψέματα– κάποιο πρόσωπο με κίνητρο την εκδίκηση.
Ο Γ. Μπαμπινιώτης παραθέτει και άλλες ενδιαφέρουσες εκδοχές για τη σημασία της λέξης συκοφάντης. Ο γραμματικός Ζηνόδωρος (2ος αι. π.Χ.) είχε την άποψη πως συκοφάντης λεγόταν αυτός που φανέρωνε πότε ωρίμαζαν τα σύκα, τα οποία αποτελούσαν πολύ σημαντική τροφή για τους αρχαίους Έλληνες, καθώς εκτός από νωπά παρασκεύαζαν και πίτες: τις γνωστές «σύκων πλάκες», κάτι σαν αρχαίες πίτσες με σύκα.
Ο Πλούταρχος καταγράφει πως συκοφάντης χαρακτηριζόταν εκείνος που κατήγγελλε στις Αρχές όσους εισήγαγαν παρανόμως σύκα στην αρχαία Αθήνα, παραβιάζοντας το σχετικό ψήφισμα τον καιρό του λοιμού. Αυτή η άποψη όμως είναι προβληματική καθώς οι κλασικοί φιλόλογοι δεν έχουν βρει τέτοιο ψήφισμα σε κείμενο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
Όπως δήλωσε στο pontosnews.gr η γεωπόνος της Π.Ε. Κιλκίς Αλεξάνδρα Γρηγοριάδου, την τελευταία δεκαετία ο νομός Κιλκίς –και δη η δυτική πλευρά του που ανήκει στο Δήμο Παιονίας– έχει εξελιχθεί σε ηγέτιδα δύναμη στο χώρο της παραγωγής και εξαγωγής του νωπού σύκου, με κορυφαία χωριά το Πολύπετρο, τη Φιλυριά και τη Γοργόπη. Βελτιωμένες ποικιλίες όπως η καναδική «black mission» εξάγεται ακόμα και στη χώρα καταγωγής της, τον Καναδά, δικαιώνοντας τη συνέπεια των Ελλήνων παραγωγών σε ποιοτικές μεθόδους καλλιέργειας και μεταποίησης.
Αλεξία Ιωαννίδου