Όταν έγινε γνωστός ο θάνατος της Βάσως Μανωλίδου, στις 11 Αυγούστου 2004, στα κανάλια επικράτησε ένας μίνι πανικός καθώς δεν υπήρχε ούτε ένα καρέ από την εκλιπούσα. Αυστηρά θεατρική ηθοποιός, είχε γυρίσει μόνο μία ταινία, που είναι χαμένη (Το σταυροδρόμι του πεπρωμένου), και φυσικά ούτε κουβέντα για τηλεοπτικές εμφανίσεις.
Το διαδίκτυο ήταν σε… παιδική ηλικία, και με το ζόρι βρέθηκαν μια-δυο φωτογραφίες, και αυτές όχι σε καλή ανάλυση.
Πάλι καλά. Όταν λίγα χρόνια αργότερα έφυγε μια άλλη μεγάλη της σκηνής, βάλανε πλάνα και φωτογραφίες αλληνής, που εκτός των άλλων ήταν και ζωντανή!
Όπως και να ‘χει, η Μανωλίδου είχε αποχωρήσει από το θέατρο πάνω από δύο δεκαετίες, και ζούσε ήρεμα με την οικογένειά της μακριά από τα φώτα. Και μάλλον δεν ενδιαφερόταν για την οποιαδήποτε υστεροφημία.
Της αρκούσε η επιτυχία που έζησε για πάνω από τέσσερις δεκαετίες στο θεατρικό σανίδι και οι αναμνήσεις των θεατών που την είχαν απολαύσει.
Άλλωστε δεν είναι λίγο για μια ηθοποιό να την έχει αποκαλέσει ο Δημήτρης Χορν ως «Η μεγαλύτερη ηθοποιός που πέρασε από το ελληνικό θέατρο». Αλλά και για μια γυναίκα που έλαμπε πάνω στη σκηνή, τόσο που μπορούσε να παίξει ρόλους ενζενί ακόμα και όταν είχε μεγαλώσει. Δεν είναι τυχαίο ότι είχε περάσει και ως Βασούλα Μανωλίδου.
Με την καθοδήγηση του πατρός
Γεννήθηκε στις 21 Αυγούστου 1910 στην Πλάκα. Πατέρας της ήταν ο Παναγιώτης Μανωλίδης από τον Βελβεντό, εμπορικός αντιπρόσωπος σημαντικών εμπορικών οίκων του εξωτερικού, ενώ η μητέρα της καταγόταν από την Κρήτη και ήταν απόφοιτος του Αρσακείου. Είχε ακόμα τρία αδέρφια, δύο αγόρια και ένα κορίτσι.
Στο διπλανό σπίτι μεγάλωνε η πρώτη ξαδέρφη της, Μαίρη Αρβανιτίδη (μετέπειτα Μαίρη Αρώνη) και μαζί έζησαν τα παιδικά τους χρόνια, παίζοντας στις θεατρικές παραστάσεις που έστηναν στην ταράτσα του σπιτιού τους. Αργότερα, ως ηθοποιοί πρώτης γραμμής, συνεργάστηκαν και επί σκηνής.
Μπορεί ο πατέρας της να ήταν άνθρωπος του εμπορίου, αλλά λάτρευε την τέχνη. Και διακρίνοντας την αγάπη της κόρης του για το θέατρο όχι μόνο την ενθάρρυνε να ασχοληθεί με αυτό, αλλά την συνόδεψε ο ίδιος για να γραφεί στην τότε πρωτοϊδρυόμενη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, σε ηλικία μόλις 15 χρόνων.
Τα πρώτα χρόνια στο Εθνικό
Η πρώτη της εμφάνιση στο Εθνικό έγινε τον Απρίλιο του 1932, όταν έπαιξε στη Βαβυλωνία του Δημήτρη Βυζάντιου. Από το 1932 έως το 1943, που είναι η πρώτη περίοδος της στο Εθνικό θέατρο, καταξιώθηκε παίζοντας έργα κλασικού ρεπερτορίου δίπλα σε σπουδαίους ηθοποιούς της εποχής. Ο σημαντικότερος ρόλος της, σύμφωνα με την ίδια, ήταν της Οφηλίας στον Άμλετ του Σαίξπηρ, με πρωταγωνιστή τον Αλέξη Μινωτή και σκηνοθέτη τον Δημήτρη Ροντήρη, το 1937. Αλλά και την επόμενη χρονιά, το 1938, υποδύθηκε μια από τις τρεις κόρες του Βασιλιά Ληρ. Οι άλλες δύο ήταν η Κατίνα Παξινού και η Ελένη Παπαδάκη, ενώ τον επώνυμο ρόλο είχε ο Αιμίλιος Βεάκης.
Την άνοιξη του 1943 εγκατέλειψε το Εθνικό για να συστήσει θίασο με τον Νίκο Δενδραμή και τον Γιώργο Παππά.
Φυσικά εδώ είχε να αντιμετωπίσει και αυτό που λέγεται ταμείο και ορισμένες πιο εμπορικές επιλογές ρεπερτορίου. Όμως και εκεί έλαμψε.
Η θριαμβευτική επιστροφή
Το 1955 επιστρέφει στο Εθνικό, και με τι έργο! Μαζί με τη Μαίρη Αρώνη ερμηνεύουν το ντουέτο Μαρία Στιούαρτ (Μανωλίδου) & Ελισάβετ (Αρώνη), στο έργο Μαρία Στιούαρτ του Σίλλερ.
Οι δεκαετίες περνάνε, τα στάνταρντ αλλάζουν, και αρκετές φορές οι κριτικοί που κάποτε την υμνούσαν, δεν διστάζουν να γράψουν για κλισέ και παλιακό παίξιμο. Έρχεται όμως το 1978 ο ρόλος της μητέρας στον Γυάλινο κόσμο του Τένεσι Ουίλιαμς που δείχνει σε όλους τι σημαίνει πεφωτισμένη και σπουδαία ηθοποιός.
Την επόμενη χρονιά ρίχνει αυλαία με έναν σπουδαίο ρόλο που αποτελεί πρόκληση για κάθε ηθοποιό: Είναι η Ουίνι στις Ευτυχισμένες μέρες του Μπέκετ, όπου επί μιάμιση ώρα όχι μόνο κυριαρχεί στη σκηνή, αλλά και παίζει θαμμένη ως το λαιμό.
Και μετά, το αντίο. Κάποιες φορές γράφηκε για πιθανή επιστροφή της στο σανίδι, κάτι που δεν συνέβη ποτέ
Όσον αφορά την εκτός θεάτρου ζωή της, έζησε ευτυχισμένη για πάνω από μισό αιώνα με τον σύζυγό της, τον θεατρικό επιχειρηματία Θεόδωρο Κρίτα, και την κόρη της Αλίνα Κρίτα. Απέφευγε τη δημοσιότητα – ειδικά όταν σταμάτησε το θέατρο. Πάντως το 1995 τιμήθηκε με το παράσημο του Ταξιάρχη του τάγματος του Φοίνικος από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο μαζί με τους συναδέλφους της Ειρήνη Παπά, Δημήτρη Χορν, Άννα Συνοδινού και Ασπασία Παπαθανασίου.
Ναι, η ζωή της ήταν κυρίως το θέατρο, και η ίδια δεν το είχε κρύψει. Σε μια από τις λιγοστές συνεντεύξεις που είχε δώσει, είχε πει: «Όταν σκέπτομαι κάτι άλλο, πάλι το θέατρο σκέπτομαι. Ένα διάστημα πήγα στην Αμερική, υπήρχαν πολλά που μπορούσε κανείς να δει και να κάνει. Πώς χάνω τον καιρό μου, σκεπτόμουν, τι κάνω εγώ εδώ; Ήθελα να γυρίσω να παίξω στο θέατρο. Είναι κάτι περίεργο το θέατρο, μια διαφορετική ανάγκη και μια μοναδική έλξη και μαγεία. Φαντάζομαι ότι είναι όπως ο άνθρωπος που γερνάει, που υπήρξε όμορφος και βλέπει ότι χάνεται η ομορφιά του… Προσπαθεί όσο γίνεται να κρατηθεί. Έτσι είναι το θέατρο: η ομορφιά που μόλις απομακρύνεται, τρέχουμε να την βρούμε».
Σπύρος Δευτεραίος