Αρχοντικός στο παράστημα, γοητευτικός, απόγονος της ιστορικής οικογένειας Τζαβέλλα από το Σούλι, γιος του δημοσιογράφου Θάνου Τζαβέλλα και της Αφροδίτης Μιχαηλίδου. Ο Γιώργος Τζαβέλλας θα μπορούσε να γίνει επίλεκτο μέλος της αθηναϊκής κοινωνίας, όμως προτίμησε να ακολουθήσει τα θέλω του και να μπλεχτεί με την τέχνη – και ειδικά την 7η. Γιατί γενικότερα όποιος μπλέκει με το σινεμά, είναι κομάντο. Και βέβαια μιλάμε για τις αρχές της δεκαετίας του 1940.
Όπως είχε πει, όλα ξεκίνησαν το 1927 όταν σε ηλικία 9 χρόνων παρακολούθησε τις Δελφικές Γιορτές του Άγγελου και της Εύας Σικελιανού.
Μαγεύτηκε τόσο πολύ με την αναβίωση του αρχαίου ελληνικού δράματος, που έβαλε κρυφό πόθο την ενασχόλησή του μια μέρα με την Τραγωδία. Το κατάφερε 35 χρόνια αργότερα, γυρίζοντας την εξαίσια και πρωτοπόρα για την εποχή της Αντιγόνη.
Παράλληλα είχε μαγευτεί και με έναν ακόμη θρύλο –αυτήν τη φορά στις κινηματογραφικές αίθουσες, όπου ήταν μόνιμος θαμώνας–, τον Τσάρλι Τσάπλιν. Παρά την αγάπη του για την τέχνη, όμως δεν παύει να είναι και ένας νέος της εποχής που συχνάζει σε κέντρα αλλά και στα σφαιριστήρια. Εκεί γνωρίζει τον κολλητό του φίλο, τον Νίκο Τσιφόρο. Μαζί του έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο Ο κλέφτης της καρδιάς μου, το οποίο παρουσιάστηκε το 1936 από το θίασο Μακρή-Χαντά-Οικονόμου σε μορφή οπερέτας, με μουσική δική του – χωρίς να ξέρει καν νότες!
Φώτα(;;;) κάμερες, πάμε!
Η καριέρα του ξεκίνησε με τη συγγραφή δύο θεατρικών εργών, διακόπηκε όμως εξαιτίας του πολέμου. Στο Αλβανικό Μέτωπο πολέμησε ως στρατιώτης, και επιστρέφοντας έζησε την Κατοχή. Λίγο πριν από την Απελευθέρωση, με τη βοήθεια του παραγωγού Μαυρίκιου Νόβακ, γύρισε την πρώτη δραματουργικά και τεχνικά άρτια ελληνική ταινία, τα Χειροκροτήματα, επαναφέροντας στο προσκήνιο τον Αττίκ.
Χωρίς χρήματα, στούντιο και τεχνικά μέσα, ο Τζαβέλλας γύρισε την ταινία στο πίσω μέρος της οθόνης του Ρεξ, ένα από τα κτήρια στα οποία οι Γερμανοί παρείχαν ηλεκτρικό ρεύμα όλο το 24ωρο. Η ταινία, σε σενάριο δικό του, έγινε τεράστια επιτυχία μια χρονιά μετά τη Φωνή της καρδιάς, την πρώτη παραγωγή του Φιλοποίμενα Φίνου.
Παράλληλα, κατέγραφε με την κάμερά του σημαντικές στιγμές εκείνης της περιόδου, όπως την υποστολή της ναζιστικής σημαίας στην Ακρόπολη.
Στον Τζαβέλλα οφείλουμε το οπτικό αρχειακό υλικό εκείνων των ιστορικών γεγονότων.
Ο Φίνος κάνει το 1946 με τον Τζαβέλλα τα Πρόσωπα λησμονημένα, μια τολμηρή για την εποχή της ταινία, που η προβολή της πέφτει πάνω στα Δεκεμβριανά. Σε συνδυασμό με την τολμηρότητά του, το φιλμ γίνεται αποτυχία. Αξίζει ωστόσο να το ανακαλύψετε, για να δείτε πόσο μπροστά ήταν από την εποχή του, και πώς σχεδόν 80 χρόνια αργότερα, στέκει μια χαρά και σήμερα.
Η πρώτη τεράστια επιτυχία
Ακολουθεί ο ηρωικός Μαρίνος Κοντάρας με τον Μάνο Κατράκη που λειαίνει τις κακές εντυπώσεις από τα Πρόσωπα λησμονημένα και το 1950 προκαλεί σεισμό στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Ττο 1950 προβάλλεται Ο μεθύστακας – η ταινία που στέλνει στην κορυφή τον Ορέστη Μακρή και γίνεται η πρώτη τεράστια επιτυχία του εγχώριου κινηματογράφου.
Ο κόσμος συρρέει στις αίθουσες να δει το δράμα του ανθρώπου που έχασε τον γιο του στον πόλεμο και καταστρέφει τη ζωή τη δική του αλλά και της υπόλοιπης οικογένειάς του. Άκρως σημαντική αλλά και ελληνική ταινία, σε ένα σινεμά που μέχρι τότε ψαχνόταν με επιρροές από το εξωτερικό, ολίγον άγαρμπα ομολογουμένως.
«Προσωπικώς πιστεύω ότι θα είχαμε πολλά να κερδίσουμε αν στρεφόμασταν σε θέματα καθαρώς ελληνικού χρώματος, εν συνδυασμώ με τις φυσικές καλλονές του τόπου. Είναι ο μόνος τρόπος ν’ αποφύγουμε τη συντριπτική σύγκριση με τον πλούτο των σκηνικών που παρουσιάζουν τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά φιλμ.
»Με άλλα λόγια, την έλλειψη να την κάνουμε πρωτοτυπία, δημιουργώντας ιδιότυπο ελληνικό φιλμ. Κι άλλωστε, αυτή θα είναι η προσωπικότητα του ελληνικού κινηματογράφου: το ελληνικό θέμα», είχε δηλώσει στην εφημερίδα Αλεξάνδρεια.
Η επόμενη ταινία είναι πάλι δραματική. Μόνο που αυτήν τη φορά, από τα στενάκια της Πλάκας, όπου ήταν ο Μεθύστακας, κατεβαίνει στο λιμάνι – και δη στα καμπαρέ της περιοχής.
Η Αγνή του λιμανιού συνεχίζει την πετυχημένη συνεργασία του Τζαβέλλα με τον Φίνο, καθιερώνει τον Αλέκο Αλεξανδράκη (που συμμετείχε ως βοηθητικός ηθοποιός και στα Χειροκροτήματα), γίνεται η μόνη ταινία στην οποία εμφανίζεται ο Μάνος Χατζιδάκις (ως πιανίστας σε καμπαρέ του Πειραιά) και χαρίζει στην Ελένη Χατζηαργύρη ίσως τον καλύτερό της κινηματογραφικό ρόλο.
Γι’ αυτόν το ρόλο αρχικά ο Τζαβέλλας ήθελε τη Μελίνα Μερκούρη, η οποία θριάμβευε στο θέατρο αλλά δεν είχε κάνει ως τότε σινεμά. Ο Φίνος όμως δεν την ήθελε γιατί θεωρούσε ότι οπτικά ήταν πολύ υπερβολική για την Ελλάδα της εποχής.
Η μεγάλη επιτυχία, η μεγάλη αποτυχία
Σε λίστες κινηματογραφικών κριτικών, τόσο στη χώρα μας όσο και στο εξωτερικό, μια από τις λιγοστές ελληνικές ταινίες είναι η Κάλπικη λίρα.
Πάνω στα πρότυπα του ιταλικού νεορεαλισμού, η πρώτη σπονδυλωτή ταινία με την Εθνική Ελλάδος ηθοποιών να πρωταγωνιστεί, παραμένει κορυφαία και φρέσκια ακόμα και σήμερα.
Η Κάλπικη λίρα χάρισε μια προβολή της χώρας μας στο κινηματογραφικό στερέωμα, χωρίς να έχει βγει ούτε πλάνο εκτός συνόρων.
Λίγο αργότερα ο Φίνος πήρε τη μεγάλη απόφαση να βγάλει τον κινηματογράφο εκτός συνόρων. Για τη φιλόδοξη και πανάκριβη για την εποχή ταινία Μια ζωή την έχουμε, επιστρατεύει την τότε βασίλισσα του ιταλικού μελό –αν και με ελληνικές ρίζες– Υβόν Σανσόν, αλλά και φτιάχνει σχεδόν από την αρχή τα στούντιο της εταιρείας.
Μάλιστα, έχει γραφτεί ότι τότε φτιάχτηκαν και οι πρώτες τουαλέτες στη Φίνος Φιλμ. Όπως λέγεται, ο Ορέστης Μακρής είχε πει: «Ευτυχώς που ήρθε αυτή και κατουράμε πλέον σαν άνθρωποι».
Μπορεί σήμερα να θεωρείται (και δίκαια) μια από τις σπουδαιότερες ταινίες, όπου ειδικά στη σκηνή του λιμανιού με τα πεσμένα μαργαριτάρια φαίνεται το μεγαλείο του Τζαβέλλα, όμως στην εποχή της όχι μόνο τα έσοδα δεν κάλυψαν τα έξοδα, αλλά έφτασαν την εταιρεία στα όρια του κλεισίματος.
Το μοιραίο έργο
Αφού δοκιμάστηκε κινηματογραφικά με την αρχαία τραγωδία, και συγκεκριμένα την Αντιγόνη με πρωταγωνίστρια την Ειρήνη Παπά, ο Τζαβέλλας υπέγραψε άλλη μια μεγάλη και διαχρονική επιτυχία.
Το Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα πριν γίνει ταινία ήταν θεατρικό, και δη τεράστια επιτυχία που όμως έμεινε σχεδόν στα μέσα της σεζόν.
Αιτία, ο ξαφνικός θάνατος του Βασίλη Λογοθετίδη που το είχε ανεβάσει στο θέατρο και έμελλε να γίνει η τελευταία του παράσταση.
Αλλά και στο σινεμά, μπορεί το φιλμ να βραβεύτηκε στο φεστιβάλ του Σικάγου, αλλά αποδείχτηκε η τελευταία ταινία που σκηνοθέτησε ο Τζαβέλλας. Έστω και αν δεν το ήξερε εκείνος. Ή μήπως όχι;
Όπως και να ‘χει, η ιστορία της Ελενίτσας και του Αντωνάκη έχει περάσει στην ιστορία, και όσες φορές κι αν την δει κανείς, πάντοτε συγκινεί.
Η Αλίκη, η Ζωή και το τέλος
Μέσα της δεκαετίας του 1960, και η Αλίκη Βουγιουκλάκη έχει αλλάξει εταιρεία. Ανάμεσα στις ταινίες που αναγγέλλει είναι και Ο αστερισμός της Παρθένου – μια ταινία που η ίδια η Αλίκη την είχε βαφτίσει ως το βήμα της προς την ενηλικίωση και το οριστικό αντίο στους ρόλους που την χαρακτήρισαν.
Το σενάριο υπογράφει ο Γιώργος Τζαβέλλας, που όμως δεν τρελαινόταν να συνεργαστεί με την εθνική μας σταρ καθώς ήταν γνωστή η παρεμβατικότητά της, συν μια δικαστική διαμάχη που είχαν για ένα επιθεωρησιακό νούμερο.
Τελικά η ταινία γυρίστηκε το 1973 με τη Ζωή Λάσκαρη, και σκηνοθέτη τον Γιάννη Δαλιανίδη. Η Αλίκη την τελευταία στιγμή φοβήθηκε την τολμηρότητα του ρόλου και έφυγε, αυτήν τη φορά όμως ο Φίνος την πήγε δικαστικώς.
Όσον αφορά το φιλμ, κυκλοφόρησε λίγες μέρες μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Είχε αρχίσει και η κρίση στον ελληνικό κινηματογράφο, οπότε (άδικα) δεν έκανε αυτό που της άξιζε.
Από την άλλη ο Τζαβέλλας μετά το θάνατο της γυναίκας του, το 1969, άρχισε σιγά-σιγά να αποτραβιέται από τον χώρο.
Το 1974, με τη Μεταπολίτευση, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής του ανέθεσε τη θέση του προέδρου της «Γενικής Κινηματογραφικών Επιχειρήσεων» (ο προπομπός του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου). Από τη θέση αυτήν στήριξε με αγάπη τους νέους σκηνοθέτες, αλλά ο κύκλος για τον ίδιο είχε πια κλείσει.
Τον Οκτώβριο του 1976, λίγες μέρες μετά το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, του οποίου επίσης υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής, πεθαίνει από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο άρχοντας του ελληνικού σινεμά έφευγε νεότατος, χωρίς να τον έχουν «ανακαλύψει» οι ειδήμονες του χώρου, αλλά έχοντας στο ενεργητικό του την αγάπη του κόσμου για το έργο του, αλλά και την αιωνιότητά του.
Σπύρος Δευτεραίος