Καλά μελετημένο και άρτια οργανωμένο ήταν το σχέδιο των Νεότουρκων για την εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 20ού αιώνα. Η μία μέθοδος εκτοπισμών, βασανισμών και θανάτου ήταν τα διαβόητα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού) για τον ανδρικό πληθυσμό.
Για τους ηλικιωμένους και τα γυναικόπαιδα η «λύση» ήταν αυτό που ο ιστορικός Πολυχρόνης Ενεπεκίδης περιέγραψε ως «Άουσβιτς εν ροή», δηλαδή οι λευκές πορείες.
Επρόκειτο για εκτοπισμούς, συνήθως μέσα στο χειμώνα, χωρίς προορισμό. Τα καραβάνια των απελπισμένων περπατούσαν ατελείωτα χιλιόμετρα, αφήνοντας πίσω τους νεκρούς από το κρύο, την πείνα, το ξύλο και τις κακουχίες.
Η Έθελ Τόμσον (Ethel Thompson) το 1921 και το 1922 εργαζόταν για λογαριασμό της Near East Relief σε ορφανοτροφεία της οργάνωσης κοντά στην πόλη Χαρπούτ, το σημερινό Έλαζιγ. Στην έκθεσή της υπάρχουν αναφορές για «ανθρώπινα ερείπια», χιλιάδες που είχαν προσβληθεί από τύφο ή είχαν γάγγραινα στα πόδια.
Είδε επίσης πορείες κάτω από τον καυτό ήλιο, πτώματα στις άκρες των δρόμων, γυναίκες να παίρνουν παιδιά από την αγκαλιά των νεκρών μητέρων τους και να συνεχίζουν.
Έγραψε χαρακτηριστικά για το καλοκαίρι του 1921:
«Δύναμαι δε απλώς να ορκισθώ ότι λέγω την ξηράν αλήθειαν επί όσων είδαν εκάστην ημέραν. Κατά την διαμονήν μου εν Αμισώ περί τας αρχάς Ιουλίου (1921), τα πέριξ ελληνικά χωρία επυρπολήθησαν και οι κάτοικοι μετετοπίσθησαν συν γυναιξί και τέκνοις. Κατά Ιούνιον, προ της αφίξεώς μου οι Έλληνες νέοι εξορίσθησαν της Αμισού. Ευθύς δε μετά την άφιξίν μας οι γέροντες ειδοποιήθησαν και απηλάθησαν νύκτωρ.
»Την νύκτα, αι φωναί των Ελληνίδων γυναικών δεν μας επέτρεπον να κοιμηθώμεν. Εκάστην νύκτα εκ του Αρμενικού Ορφανοτροφείου, όπου παρέμενα τον περισσότερον καιρόν, παρετήρουν τα καιόμενα χωρία και εσκεπτόμην εις τι επίγειον κόλασιν μετέβαλον οι άνθρωποι ούτοι την αληθώς ωραίαν αυτήν χώραν.
»Κατ’ Αύγουστον, ήλθεν είδησις ότι αι γυναίκες θα υφίσταντο την τύχην των γερόντων. Το οίκημά μας αμέσως περιεκυκλώθη υπό των δυστύχων τούτων γυναικών, αίτινες έκρουαν την θύραν και παρουσιάζουσαι τα μικρά των μας παρεκάλουν όπως τα κρατήσωμεν εφόσον μας ήτο αδύνατον να σώσωμεν αυτάς. Μας ενηγκαλίζοντο κλαίουσαι, ουδέποτε δε ησθάνθημεν την αδυναμίαν μας τόσον πολύ. Κατά την εποχή εκείνην ο ελληνικός στόλος ηπείλησε να βομβαρδίση την πόλιν και τούτο έσωσε διά τινα χρόνον τας γυναίκας.
«Η άδειά μας έφθασε περί τα τέλη Αυγούστου και μας επετράπη να αναχωρήσωμεν. Διεσχίσαμεν την Ανατολήν υπό τον φλέγοντα ήλιον συναντώντες καθ΄ οδόν πολλούς ομίλους γερόντων της Αμισού και κατοίκους των άλλων λιμένων της Μαύρης Θαλάσσης, οίτινες ώδευον ο Θεός γνωρίζει πού, οδηγούμενοι υπό Τούρκων χωροφυλάκων. Τα πτώματα έκειντο εις τα άκρα των οδών…
»Μόλις εφθάσαμεν εις Μαλάτειαν συνηντήσαμεν τους υπολειφθέντες νέους ενός ομίλου. Οι άνθρωποι ούτοι προσεπάθουν να τραφούν με σούπαν εκ χόρτων. Ουδεμία τροφή τοις παρεσχέθη υπό των Τούρκων κατά το εκ 500 μιλίων ταξίδιόν των εξ Αμισού. Όταν γυνή τις φέρουσα το βρέφος της απέθνησκεν, τούτο παρελαμβάνετο υπό των ψυχρών βραχιόνων της και παρεδίδετο εις άλλην, η δε φρικώδης συνοδεία εξηκολούθη τον δρόμον της.
»Η όλη συνοδεία ήτο μία πορεία πτωμάτων, μία πορεία θανάτου διά μέσου της Ανατολής».