Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού της «δ’ της Διακαινησίμου» με τον πλήρη τίτλο «Εις τον χωλόν τον παρά την πύλην του ιερού θεραπευθέντα υπό των Αποστόλων» και ακροστιχίδα: «ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ ΤΟ ΕΠΟΣ». Διαβάστε το Μέρος Α’ και το Μέρος Β’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιγ’. Κι αφού είπε τα λόγια αυτά, τα μάτια έστρεψε ψηλά, στον ουρανό κοιτούσε
και προσευχόταν νοερά· κι ο Ιωάννης δίπλα του μαζί του προσευχόταν.
Και προς τον Κύριο φώναξε με ζέση κι έτσι είπε:
«Χριστέ μου Καρδιογνώστη, ω! Βασιλιά Εσύ Χριστέ που είσαι ο Θεός μας,
»σκύψε ν’ ακούσεις τη φωνή της δέησής μου τώρα· το ξέρω είσαι Πανάγαθος, γι’ αυτό και σ’ το ζητάω.
»Κύριε Παντοδύναμε, της πλάσης όλης Κτίστη, δώσε μου Εσύ τη δύναμη για να υπερισχύσω· το βάσανο τ’ ανθρώπου αυτού τώρα να το νικήσω.
»Πολλοί απ’ αυτούς που στέκονται τριγύρω μας και βλέπουν, ήταν ανάμεσα σ’ αυτούς, σ’ αυτούς που σε Σταυρώσανε
»‒ με το φτωχό τους το μυαλό περάσανε τον Κύριο για άνθρωπο τυχαίο.
»Ας δουν και τώρα, το λοιπόν, τι πρόκειται να γίνει, για να πιστέψουν και αυτοί και να φωνάξουνε μαζί ‒μαζί με μας‒ με μια φωνή:
»“Εσύ είσαι ο Θεός μας, Εσύ είσαι ο μοναδικός, ο μόνος που χαρίζει, χαρίζει
»”ελπίδα που γεννά η γνήσια η πίστη».
ιδ’. Μετά απ’ αυτή την προσευχή, ο Κύριος του μίλησε
‒χωρίς να του εμφανιστεί‒ κι αυτά τα λόγια του ’πε: «Έχω χαρίσει σ’ όλους σας,
»σ’ όλους τους Αποστόλους, χάρισμα να γιατρεύετε την κάθε μια αρρώστια.
»Απέναντί σας να σταθεί τίποτα δεν υπάρχει, δεν σας ξεφεύγει τίποτα – καν άρρωστος, καν νόσος.
»Τα πάντα να γιατρεύετε, του σώματος και της ψυχής ό,τι αρρώστια υπάρχει.
»Ως Ελεήμων που είμαι, γι’ αυτό εγώ σας έστειλα παντού σ’ όλον τον κόσμο.
»Επικαλέσου, το λοιπόν, το Άγιο Όνομά μου, και θα ’βρει αμέσως γιατρειά
»κι αυτός και όλοι οι άλλοι· όπου κι αν είστε πείτε το, όπου και να βρεθείτε, αρκεί να με καλέσετε.
»Το Μέγα Όνομα μου, αυτό που λογαριάσανε ως ευτελές οι Εβραίοι,
»αυτό που οι Άγγελοι υμνούν και το δοξολογούνε, αυτό να επικαλείσαι με την
»ελπίδα που γεννά η γνήσια η πίστη».
ιε’. Παίρνοντας έτσι δύναμη με του Κυρίου τη Χάρη, ο Πέτρος
μέσα του βαθιά στράφηκε, συγκεντρώθηκε· στην πίστη επικεντρώθηκε κι αμέσως στερεώθηκε.
Σαν τον ανοιχτοχέρη γιο που του ’δωσε ο πατέρας του γεμάτο πορτοφόλι να πάει με τους φίλους του, για να καλοπεράσει,
έτσι κι ο Πέτρος άνετα προσφέρει, ξεπληρώνει και του χαρίζει αφειδώς·
«απ’ ό,τι έχω, απ’ αυτό άνθρωπε θα σου δώσω», του λέει, κι έτσι συνέχισε:
«σε σένα αναγκεμένε μου από αυτά που έχω ‒κι εσύ καταπώς φαίνεται δεν έχεις‒ θα σου δώσω.
»Τόσο απλά και εύκολα: σαν να ’χα λέει φρέσκο ψωμί και να ’σπαζα και σου ’δινα κι εσένα ένα κομμάτι, μ’ ωραία απ’ έξω τραγανή, ξεροψημένη κόρα, έτσι σου δίνω τώρα, έτσι απλά, τη γιατρειά.
»Να σου χαρίσω, το λοιπόν, απ’ του Πατέρα το παχύ το πορτοφόλι που έχω; Όπως την πλαδαρή και άμορφη τη ζύμη θα την ζυμώσει ο φούρναρης και σχήμα θα της δώσει, έτσι κι εγώ τα πόδια σου μα και το βάδισμά σου θα διαμορφώσω στη στιγμή, στα ίσα θα τα φέρω.
»Και θα ’ναι λες και πρότερα δεν ήσουν, λέει, παράλυτος, αλλά κάνας τεμπέλης που ξάπλωνε εδώ μπροστά μονάχα για ν’ αράζει.
»Εμπρός, σου δίνω διαταγή, σου λέω σήκω και τρέξε με την
»ελπίδα που γεννά η γνήσια η πίστη».
ιϛ’. Τώρα λοιπόν ας δούμε τι θαύμα ‒αλήθεια‒ απίστευτο έγινε εκεί πέρα.
Πώς έγινε και τον κουτσό η ένδεια η ανυπόφορη
να τον ευεργετήσει πιότερο κι απ’ τη μάνα του,
κι απ’ τον πατέρα πιο πολύ που ήταν γεννήτοράς του.
Από τη μια αυτοί οι γονείς
τον γέννησαν στον κόσμο αυτό παράλυτο, σακάτη.
Από την άλλη η ανέχεια είναι που τον ανέστησε· η φτώχεια τον αναγεννά
κι ολόρθο τον σηκώνει, σαν να μην έπασχε ποτέ ‒ όλα καλά κι ωραία.
Παρακαλούσε για να βρει λίγο φαΐ να φάει, κι αντί τροφής τι έλαβε; αντί τροφής τι παίρνει;
Βρήκε μαθές τη γιατρειά λες και ξαναγεννήθηκε με την
ελπίδα που γεννά η γνήσια η πίστη.
ιζ’. Ποια ήταν απάντηση που έδωσε ο Πέτρος σ’ αυτό που τότε ζήταγε ο έρμος ο σακάτης;
Άπλωσε ο Πέτρος το δεξί το χέρι και τον πιάνει και τον κρατάει και του λέει:
«Στο όνομα του Ιησού, σου λέω, του Ναζωραίου:
»σήκω επάνω άνθρωπε, σαν άνθρωπος περπάτα· αρμονικό και ζωηρό να είν’ το βάδισμά σου!».
Κι αμέσως ο ανάπηρος σηκώθηκε επάνω
και περπατούσε κι έτρεχε μια προς τους Αποστόλους μια προς τους παριστάμενους, τους θεατές τριγύρω.
Που πάει να πει, σε μια στιγμή τα πόδια του τα αδύνατα διορθώθηκαν τελείως και όρθιο τον κρατούσανε,
κι αν πεις κι οι αστράγαλοι του; άμεσα ενδυναμώθηκαν, στέρεοι γίναν πάλι.
Αυτός που αν και ήθελε να κινηθεί ο καημένος, κείτονταν αβοήθητος κι ακίνητος σαν βρέφος,
γιά δες τον τώρα ζωηρό που έγινε, τρέχει γύρω-γύρω με την
ελπίδα που γεννά η γνήσια η πίστη.
ιη’. Οι γιοι του ολέθρου οι φθονεροί έκπληκτοι είχαν μείνει·
στον Πέτρο απευθύνθηκαν κι αυτά είναι που του είπαν: «Πού βρήκες, άνθρωπε, εσύ
όλα αυτά τα πράγματα και τα χαρίζεις σ’ όσους θες
»και έτσι τους πλουτίζεις, λέγοντας: “απ’ ό,τι έχω σου ’δωσα, πάρε απ’ αυτό που έχω;”
»Αυτά που έχεις, από πού… τα έχεις, πού τα βρήκες; Για δώσε μας απάντηση…
»Δεν είν’ πως δεν σε ξέρουμε, άγνωστος δεν μας είσαι· ο γιος δεν είσαι του Ιωνά;
»Ψάρια εσύ δεν ψάρευες; Απ’ του ψαρά την τέχνη εσύ δεν είσαι που έβγαζες κάποτε το ψωμί σου;
»Πώς έγινε κι απόκτησες τόσο μεγάλο πλούτο που μοιάζει να ’ναι ατέλειωτος;
»Και πώς καυχιέσαι τώρα ως να ’ναι πια δικός σου ο θησαυρός που ’χε ο Ιησούς;
»Αυτός που αν και πεθαμένος, ως ζωντανός διαγράφεται εδώ μπροστά μου τώρα, με την
»ελπίδα που γεννά η γνήσια η πίστη.