Στην ηρωική δεκαετία του ελληνικού κινηματογράφου, στα 60s, στον αντίποδα των οργισμένων νέων που φλέρταραν με την αλητεία της εποχής, ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης ήταν το καλό παιδί, συνήθως ευγενικής ή πλούσιας οικογένειας, που στο φινάλε κέρδιζε και το κορίτσι. Τον βοηθούσε βέβαια και το ευγενικό παρουσιαστικό του.
Παρόλα αυτά ο ίδιος απείχε πολύ από την εικόνα του ειδώλου και των εξωφύλλων. Ξεκίνησε από ζεν πρεμιέ, όμως στην πορεία αποδείχτηκε ένας πρώτης τάξεως επαγγελματίας. Στο θέατρο έπαιξε από επιθεώρηση μέχρι και μιούζικαλ –το θρυλικό Καμπαρέ που είχε ανεβάσει η Μάρθα Καραγιάννη το 1972, στο ρόλο του κομπέρ.
Και όταν είδε ότι όλο αυτό το σκηνικό δεν τον αντιπροσώπευε, είπε το αντίο πριν από 30 χρόνια.
Τη σιωπή του τη σεβάστηκε με απειροελάχιστες εμφανίσεις και επίσης λιγοστές συνεντεύξεις. Κύριος σε όλα.
Από δεσπότης, ηθοποιός
Σαν σήμερα λοιπόν το 1940 γεννήθηκε ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης. Όταν συνέβη αυτό, ο πατέρας του ήταν στρατιώτης και δούλευε ως εργολάβος ελαιοχρωματιστής. Μεγάλωσε στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και όπως είχε πει: «Αυτό που θυμάμαι αμυδρά ως παιδί του πολέμου, είναι το καταφύγιο που υπήρχε πίσω από την τουαλέτα που είχαμε στην αυλή αλλά και το πλιγούρι που τρώγαμε κάθε μέρα».
Ο πατέρας του όταν τέλειωσε ο πόλεμος εργαζόταν στα σκηνικά της κινηματογραφικής εταιρίας Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης και τα καλοκαίρια έβαζε και τον μικρό Βαγγέλη στη δουλειά. Πράξη που αποδείχθηκε στην πορεία σωστή, αφού και έμαθε να κάνει πολλές δουλειές, αλλά και να εκτιμάει τον κόπο και τα χρήματα και να μην τα σπαταλάει.
Μικρός ήθελε να γίνει… δεσπότης, αλλά στην πορεία αποφάσισε να ασχοληθεί με την υποκριτική.
Χωρίς υποστήριξη από το σπίτι, καθώς όπως είχε πει: «Και πώς έμαθε ο πατέρας μου ότι σπούδαζα κρυφά υποκριτική στη Σχολή Σταυράκου; Σε κάποιο διάλειμμα με είδε που καθόμουν απ’ έξω από την σχολή και άρχισε το… πανηγύρι. Φωνές και δεν συμμαζεύεται. Εν τέλει έφυγα από το σπίτι και έψαχνα για δουλειά».
Και η δουλειά εμφανίστηκε λίγο μετά. Συγκεκριμένα στο θίασο της Έλσας Βέργη, όπου εκτός από τεχνικός, έπαιζε και σε ένα βωβό ρόλο. Από τα λεφτά αυτού του βωβού ρόλου, νοίκιασε διαμέρισμα.
Και εγένετο ζεν πρεμιέ
Αν και είχε κάνει κάποιες ταινίες στην αρχή της καριέρας, η αναγνώριση ήρθε με το που πέρασε το κατώφλι της Φίνος Φιλμ. Αρχικά στην ομάδα του Γιάννη Δαλιανίδη όπου σε 4 ταινίες ήταν παρτενέρ της Ζωής Λάσκαρη.
Και μετά είχε σειρά η εθνική μας σταρ και το αγαπημένο Δόλωμα. «Μου έκανε πρόταση ο ίδιος ο Φίνος για το Δόλωμα. Ήταν μια ταινία κομμένη και ραμμένη πάνω στην Αλίκη Βουγιουκλάκη. Μιλάμε για υπερπαραγωγή. Στην αρχή, όταν μου προτάθηκε να τη γυρίσω, δεν δέχτηκα. Είχα ακούσει πολλά κακά για εκείνη και φοβόμουν. Το έκανα όμως και τα γυρίσματα ήταν συγκλονιστικά». Και συνεχίζοντας για εκείνη την εμπειρία είπε: «Γνώρισα έναν γλυκύτατο Αλέκο Αλεξανδράκη, που όμοιός του δεν θα ξαναπεράσει. Απίστευτος ηθοποιός και, από την άλλη, πέρασα συγκλονιστικά με την Αλίκη. Ένα γλυκύτατο πλάσμα, μια απόλυτη επαγγελματίας. Εγώ πήγαινα 06:00 το πρωί στα γυρίσματα και εκείνη ήταν έτοιμη, ντυμένη και βαμμένη ώρα πριν», εξομολογήθηκε ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης.
Μετά θα φύγει από τη Φίνος Φιλμ και πηγαίνει σε μικρότερες εταιρείες. Το φινάλε θα γίνει με μια περίεργη ταινία και έναν εξίσου περίεργο ρόλο: Στο τολμηρό για την εποχή Τανγκό 2001 υποδύεται μεν έναν νέο καλής οικογένειας, που όμως είναι ηδονοβλεψίας.
Αφού κρεμάσει τα παπούτσια στο σινεμά συνεχίζει με θέατρο και λίγη τηλεόραση. Μάλιστα σε μια από τις λιγοστές εμφανίσεις του στη μικρή οθόνη ήταν παρουσιαστής στο Λούνα Παρκ.
Το θορυβώδες φινάλε
Και εκεί στις αρχές των 90s όταν η ζωή του πηγαίνει αλλού δέχεται πρόταση από τον Νίκο Φώσκολο για τη Λάμψη. Τα προβλήματα στην καθημερινή σειρά άρχισαν από την αρχή. «Δεν τηρήθηκε τίποτα από όσα είχε δεσμευτεί. Ούτε το σενάριο δεν μου είχαν. Έπρεπε να πηγαίνω να παίρνω το σενάριο στην άλλη μεριά της Αθήνας. Τέλος πάντων άρχισαν να στέλνουν το σενάριο, όμως δεν υπήρχε αρχή, μέση και τέλος σε όσα έλεγα. Οι διάλογοι ήταν ίδιοι. Αναμάσημα στο αναμάσημα και ένα είδος παπαγαλίας. Και όχι μόνο αυτό, έπρεπε να είμαι στημένος χωρίς να κουνιέμαι καν. Έφτασα στο σημείο να τους πω «παιδιά με καρφώνετε κάπου;», είχε πει σε συνέντευξή του. Και φτάνουμε στη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Σύμφωνα με το σενάριο ο Βουλγαρίδης είναι μεθυσμένος και αποπειράται να βιάσει την κόρη της Καίτης Παπανίκα. Μόλις το διάβασε πήγε κατευθείαν στον Φώσκολο: «Του λέω: «Νίκο τι είναι αυτό; Με θέλεις καθίκι στο σενάριο; Θα είναι πολύ μεγάλη η χαρά μου. Γράψε όμως πέντε επεισόδια που να μπει ο κόσμος στο νόημα για το τι είμαι». Μου απαντάει: «Αυτά δεν γίνονται Βαγγέλη». Του απαντάω: «Και εγώ δεν γίνεται να “βιάσω” την κόρη. Και μου λέει: «Θα είσαι πολύ μεθυσμένος και θα τη “βιάσεις”. Και του απαντάω έξαλλος: «Στην ηλικία μας όσο πιο πολύ πίνεις, τόσο πιο δύσκολα σου σηκώνεται». Και άρχισε να με βρίζει: «Δεν έπρεπε να σε πάρω γιατί είχα ακούσει ότι είσαι κωλόπαιδο, είσαι αντιεπαγγελματίας και κακώς έκανα που σε ξέθαψα». Εκεί τρελάθηκα, γυρίζω και του απαντάω: «Νίκο μου δεν τήρησες τίποτα από όσα είχαμε πει και δημιουργείς ένα επεισόδιο έτοιμο να με “τελειώσεις”. Δεν χτύπησα εγώ το κουδούνι σου, ούτε το τηλέφωνό σου. Εσύ μου πρότεινες. Αλλά και να με ξέθαψες όπως λες, και εσένα ο ΑΝΤ1 σε ξέθαψε μετά από 20 χρόνια».
Μακριά από το αγριεμένο πλήθος
Κάνοντας την αυτοκριτική του είχε πει: «Είμαι ένας άνθρωπος που αν μου αρέσει η δουλειά, δουλεύω. Αν δεν μ΄ αρέσει δεν δουλεύω. Προτιμούσα να δουλέψω περισσότερο τη μια χρονιά και να καθίσω την άλλη. Έπειτα, εγώ δεν είχα ποτέ ούτε χόμπι, ούτε πάθη. Πληρωνόμουν καλά και κρατούσα τα χρήματά μου. Τα μόνα χρήματα που χαλούσα ήταν στα ρούχα. Σε κάθε μου εμφάνιση φορούσα άλλα». Και συνεχίζοντας είπε: «Δεν δίστασα να μείνω άνεργος… Είναι πιο τίμιο να πάω να δουλέψω στα μπουζούκια από το να βγω στη σκηνή και να πω ασυναρτησίες, ανοησίες. Να κοροϊδέψω τον κόσμο», είχε αναφέρει σε μια από τις πολύ σπάνιες συνεντεύξεις του στο παρελθόν.
Μετά το τέλος της συνεργασίας του με τον Νίκο Φώσκολο, φεύγει οριστικά από το χώρο. Έκτοτε ο ίδιος δηλώνει «παλαίμαχος ηθοποιός» και ζει πλέον στην Πελοπόνησσο, στο ησυχαστήριό του. Και απόλυτα συμφιλιωμένος με τον εαυτό του.
Σπύρος Δευτεραίος