Η πρώτη… Μικρασιατική Καταστροφή θεωρείται η Μάχη του Μαντζικέρτ (1071), η οποία αποτέλεσε το πρώτο ντόμινο που οδήγησε στην καταστροφή του Βυζαντίου.
Ένα από τα ιστορικά πρόσωπα που έχουν συνδεθεί με αυτή την οδυνηρή ήττα είναι ο Ρωμανός Δ’ Διογένης, ο οποίος έμεινε γνωστός για την αποτυχημένη προσπάθειά του να ανορθώσει τις στρατιωτικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας – άλλοι θα έλεγαν ότι κατάφερε να «θάψει» τις αρετές του σε μια από τις πιο σημαντικές μάχες στην Ιστορία.
Η άνοδος στο θρόνο
Ο Ρωμανός Δ’ Διογένης γεννήθηκε περί το 1025, ηγεμόνευσε από το 1068 έως το 1071 και πέθανε στις 4 Αυγούστου 1072. Καταγόταν από τη γνωστή οικογένεια των Διογενών (ή Διογένηδων) της Καππαδοκίας – πατέρας του ήταν ο στασιαστής στρατηγός Κωνσταντίνος Διογένης.
Σταδιοδρομώντας με επιτυχία στα αξιώματα του βεστάρχη¹ και κατεπάνω², έφτασε επί Κωνσταντίνου Ι’ Δούκα στο αξίωμα του στρατιωτικού διοικητή της Βόρειας Βαλκανικής, δούκα Σαρδικής (Σόφιας). Μετά το θάνατο του αυτοκράτορα (Μάιος 1067) την εξουσία ανέλαβε προσωρινά η χήρα του, Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα, ως επίτροπος των ανήλικων παιδιών της, Μιχαήλ-Ανδρόνικου και Κωνσταντίνου.
Στην πραγματικότητα όμως τις δημόσιες υποθέσεις χειρίζονταν ο αδελφός του Κωνσταντίνου Ι’, καίσαρας Ιωάννης Δούκας, ο πρωθυπουργός Μιχαήλ Ψελλός και ο ποντιακής καταγωγής πατριάρχης Ιωάννης Η’ Ξιφιλίνος.
Εκείνη την εποχή η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση λόγω των αδιάκοπων επιθέσεων των Σελτζούκων Τούρκων, οι οποίοι μετά τη νίκη στη Μελιτηνή προχώρησαν μέχρι την Καισάρεια και στη συνέχεια στράφηκαν προς την Κιλικία.
Ο προστιθέμενος κίνδυνος των Νορμανδών έκανε ακόμα πιο αναγκαία την παρουσία ικανού αυτοκράτορα, ενώ υπήρχε και ο όρκος της Ευδοκίας προς τον νεκρό άνδρα της να μην ξαναπαντρευτεί.
Παρ΄ όλα αυτά, η ερωτευμένη με το Ρωμανό αυτοκράτειρα κατάφερε με τέχνασμα να τον κάνει σύζυγό της αιφνιδιάζοντας τους ιδιοτελείς συμβούλους της.
Ο Ρωμανός ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας την 1η Ιανουαρίου του 1068 και σχεδόν αμέσως άρχισε την ανασυγκρότηση των βυζαντινών στρατευμάτων, με στρατολογήσεις και τοποθετώντας μισθοφορικά στρατεύματα, με σκοπό την αντεπίθεση κατά των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία και τη Βόρεια Συρία.
Επί του πεδίου
Η κατάληψη και λεηλασία της Νεοκαισάρειας ανάγκασε τον αυτοκράτορα να βαδίσει προς τη Σεβάστεια· προχωρώντας προς το Χαλέπι της Β. Συρίας πραγματοποίησε σειρά νικηφόρων επιχειρήσεων κατά των σελτζουκικών στρατευμάτων.
Οι πρόσκαιρες αυτές όμως νίκες δεν εμπόδισαν τις λεηλασίες (ραζζίες) των Σελτζούκων, οι οποίοι στα μέτωπα που δεν παραβρισκόταν προσωπικά ο Ρωμανός, κάθε άλλο παρά με αποτελεσματικότητα αντιμετωπίζονταν.
Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας έπρεπε να αντιμετωπίσει και τις δολοπλοκίες των υπονομευτών του· από αυτούς ο Μιχαήλ Δούκας προσωρινά παραγκωνίστηκε, ενώ ο Μιχαήλ Ψελλός ακολούθησε σε ασήμαντες πολεμικές επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία.
Όταν προς τα τέλη του 1070 το πολεμικό μέτωπο στα μικρασιατικά εδάφη απαιτούσε άμεση επέμβαση, ο Ρωμανός, αδυνατώντας ο ίδιος να παραβρεθεί προσωπικά, ανέθεσε την επιχείρηση κατά των Σελτζούκων στον πρωτοπρόεδρο³ και κουροπαλάτη⁴ Μανουήλ Κομνηνό. Παρασυρμένος όμως από τη ζηλοφθονία του για τις νίκες του Μανουήλ και θέλοντας να τον απομακρύνει, τον διέταξε να φύγει από την Κεντρική Ασία και να σπεύσει στην Ιεράπολη στα δυτικά, που δήθεν κινδύνευε. Έτσι οι Τούρκοι κατέλαβαν τις Χώνες.
Η Μάχη του Μαντζικέρτ
Την άνοιξη του 1071 ο Ρωμανός επικεφαλής των βυζαντινών στρατευμάτων ξεκίνησε νέα εκστρατεία κατά των Τούρκων – τελικά τους αντιμετώπισε στη μοιραία γι’ αυτόν Μάχη του Μαντζικέρτ.
Δίχως να κάνει σωστούς υπολογισμούς, χώρισε σε τρία τμήματα το στρατό του, χωρίς να στείλει κατασκοπευτικά σώματα και ταυτόχρονα εμπιστεύθηκε την οπισθοφυλακή στον γιο του πιο φανατικού εχθρού του, στον Ανδρόνικο Δούκα.
Προχωρώντας προς τη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ) και το Μαντζικέρτ αγνοούσε ότι οι Φράγκοι μισθοφόροι υπό τον Ουρσέλιο και ο διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων του Χλιάτ Ιωσήφ Τραχανειώτης υποχώρησαν δυτικά όταν εμφανίστηκαν τα τουρκικά στρατεύματα.
Στη συνέχεια απέρριψε την ειρηνευτική πρόταση του σουλτάνου Αλπ Αρσλάν, και προχώρησε στη σύγκρουση, χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν ουσιαστικά ακάλυπτος.
Ακολουθώντας το τέχνασμα της προσποιητής υποχώρησης, ο Αλπ Αρσλάν αποδεκάτισε μεγάλο τμήμα των βυζαντινών στρατευμάτων, ενώ παράλληλα ο Ανδρόνικος Δούκας, διαδίδοντας σκόπιμα ότι ο αυτοκράτορας σκοτώθηκε στη μάχη, παρέσυρε σε φυγή και το υπόλοιπο στράτευμα που ως εκείνη τη στιγμή πολεμούσε γενναία.
Ο Ρωμανός δεν σταμάτησε να μάχεται μέχρι που εξαντλημένος από την αιμορραγία (είχε τραυματιστεί στο χέρι) έπεσε στα χέρια του εχθρού. Mετά από συμφωνία αφέθηκε τελικά ελεύθερος.
Στο μεταξύ στην Κωνσταντινούπολη ο Ιωάννης Δούκας και ο Μιχαήλ Ψελλός είχαν κατορθώσει να περιορίσουν την αυτοκράτειρα Ευδοκία και ανακήρυξαν αυτοκράτορα τον Μιχαήλ Ζ’ Δούκα. Τα νέα τα πληροφορήθηκε ο Ρωμανός στην Κολώνεια της Χαλδίας και κατέλαβε αμέσως το φρούριο της Δόκειας (Τοκάτης).
Τότε ο Ανδρόνικος Δούκας ξεκίνησε να τον συλλάβει και πραγματικά κατά τη δεύτερη επιχείρησή του έπεισε τον κουρασμένο πια Ρωμανό, που είχε καταφύγει στα Άδανα, να παραδοθεί και να καρεί μοναχός.
Έτσι, ο Ρωμανός κάνοντας για μια ακόμη φορά λάθος, μιας και εμπιστεύθηκε τις υποσχέσεις των μητροπολιτών ότι δεν κινδύνευε η ζωή του, παραδόθηκε στην Κιουτάχεια της δυτικής Μ. Ασίας και τυφλώθηκε με τον πιο άγριο τρόπο.
Πέθανε στις 4 Αυγούστου 1072 και μόλις που επιτράπηκε στην αυτοκράτειρα Ευδοκία να θάψει το σώμα του τυφλού συζύγου της.