Τα παιδιά στον Πόντο (όπως όλα τα παιδιά, άλλωστε) έπαιζαν όπου έβρισκαν ευκαιρία: στις ακροποταμιές, στις πλατείες, μέσα στα σπίτια, πάνω στα δώματα, στα βοσκοτόπια. Έπαιζαν κάθε φορά που ξέκλεβαν λίγη ώρα από τις δουλειές, είτε για δική τους ευχαρίστηση είτε και για να τα καμαρώνουν οι σεϊρτζήδες (φιλοθεάμονες).
Τα παιχνίδια τους ήταν συνήθως αυτοσχέδια, όπως π.χ. η τζιρτιχτέρα.
Η λέξη προέρχεται από το ουσιαστικό τζίρτα (το ρήμα είναι τζιρτίζω), που κατά τον Άνθιμο Παπαδόπουλο και το Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου είναι το σάλιο που εκτοξεύει κανείς ανάμεσα από τα δόντια, και μεταφορικά η ελάχιστη ποσότητα ενός πράγματος – έναν τζίρταν ψωμίν, για παράδειγμα, ή (κατά Γ.Μ. Κωνσταντινίδη), «Έναν τζίρταν ας ση Αίσωπου τα μεσελόπα».
Η τζιρτιχτέρα, λοιπόν, ήταν το νεροπίστολο της εποχής, και για να την κατασκευάσουν τα παιδιά έφτιαχναν έναν σωλήνα από ίσια κλαδιά κουφοξυλιάς, αφού αφαιρούσαν το χώρ’, δηλαδή την εσωτερική εντεριώνη. Στο ένα άκρο τοποθετούσαν ένα μικρό κομμάτι ξύλου με μια τρυπούλα, ενώ στο άλλο έβαζαν ένα πρόχειρο έμβολο που κατασκεύαζαν από ξύλο σχεδόν ισόπαχο με τη διάμετρο του σωλήνα, και που στην άκρη του έφερε κομμάτι από ύφασμα.
Σχημάτιζαν δηλαδή μια αναρροφητική αντλία, με την οποία καταβρέχανε τους συνομηλίκους τους, αφού την γεμίζανε με νερό.
Παρόμοιο ήταν και το πατλαγκούτσ’, μόνο που το έμβολο εκτόξευε βόλια φτιαγμένα από την γέμιση του ξύλου, δηλαδή το χώρ’.