Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού της «δ’ της Διακαινησίμου» με τον πλήρη τίτλο «Εις τον χωλόν τον παρά την πύλην του ιερού θεραπευθέντα υπό των Αποστόλων» και ακροστιχίδα: «ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ ΤΟ ΕΠΟΣ». Διαβάστε το Μέρος Α’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ζ’. Ήταν η αναπηρία του πόνος, καημός μεγάλος που ’χε ριζώσει μόνιμα τώρα πια στην καρδιά του.
Την όποια ελπίδα γιατρειάς την είχε πια ξεγράψει.
Γιατί τα χρόνια που ’ζησε μαζί με την αρρώστια ήτανε πια τόσο πολλά…
αφού η αναπηρία του γεννήθηκε μαζί του κι απάνω του είχε γαντζωθεί και πάλευε να μείνει μαζί του ως το τέλος του κι αντάμα να πεθάνουν.
Κι έτσι, άπλωνε τα χέρια του ο ανάπηρος προς όλους.
Όλους που μπαίναν στον Ναό και όλους όσοι βγαίναν
στα μάτια αυτός τους κοίταζε και τους παρακαλούσε
λέγοντας: «όλοι εσείς που το καλό να κάνετε αγαπάτε, κάντε το κι ελεήστε με.
»Δώστε μου κάτι… κατιτίς για σήμερα τουλάχιστον να έχω για να φάω, δώστε μου που με βλέπετε
»να κείτομαι αβοήθητος κι αδύναμος μπροστά σας, ώσπου να ’ρθει για μένα, να έρθει η
»ελπίδα που γεννά η γνήσια η πίστη».
η’. Του Χριστού τους Μαθητές, τους δύο Αποστόλους βλέποντας ο ανάπηρος
‒όπως το γράφει στη Γραφή‒ στο Ιερό να σπεύδουν,
τους λέει και τους παρακαλεί: «Δώστε μου κάτι για να φάω·
»για σας δεν είναι τίποτα, καθώς βλέπω πως μοιάζετε με καρποφόρα δέντρα που δίνουν πλουσιοπάροχα πάντοτε τον καρπό τους και είναι ανεξάντλητα».
Τέτοια, λοιπόν, εφώναζε στους δύο Αποστόλους
κι αυτοί τον ψυχοπόνεσαν και της συμπόνιας το κεντρί κέντριζε την καρδιά τους.
«Θέαμα αξιολύπητο είν’ τούτος ο κατάκοιτος», έλεγαν μεταξύ τους,
«και χρήματα δεν έχουμε πάνω μας,
»για να δώσουμε σε τούτον τον ελεεινό και εξαθλιωμένο.
»Ας μην τον προσπεράσουμε, αδιάφοροι και άπρακτοι, αλλ’ ας τον ελεήσουμε με την
»ελπίδα που γεννά η γνήσια η πίστη.
θ’. »Του Χριστού δυο μαθητές… Πώς να καταφρονήσουμε τώρα αυτόν τον δόλιο;
»Μπρος στον κουτσό αν περάσουμε, το πέρασμά μας μάταιο δεν είν’ καλό να είναι, ούτε τις ικεσίες του ν’ αφήσουμε αναπάντητες μας πρέπει εμάς τους δύο.
»Ας μείνουμε, λοιπόν, εδώ μπροστά του για λιγάκι.
»Κι αν τίποτα δεν έχουμε απ’ όσα ως επαίτης γυρεύει να του δώσουμε,
»ας του δωρίσουμε άλλα, από αυτά που έχουμε σε αφθονία μεγάλη.
»Ας πάρει το λοιπόν κι αυτός, απ’ όσα δίνει απλόχερα η Χάρη του Κυρίου.
»Πριν, όμως, απ’ τη δωρεά, ας τον προετοιμάσουμε χαρίζοντάς του ελπίδα
»με λόγια και με προτροπές.
»Ότι έχει σημασία πρώτα να στυλωθεί η ψυχή κι ακολουθούν τα πόδια,
»για να απολαύσει ο δύσμοιρος έτσι τη θεραπεία με την
»ελπίδα που γεννά η γνήσια η πίστη».
ι’. Καθώς ο πονηρός λαός κάπως το αντιλήφθηκε πως κάτι τρέχει με αυτούς και κάτι πάει να γίνει, τριγύρω τους μαζεύτηκε.
Τότ’ ατενίζει τον κουτσό ο Πέτρος και του λέει:
«Κοίτα μας, άνθρωπε, καλά, εμάς τους δυο και μόνο,
»κι αν θέλεις για λιγάκι απόστρεψε το βλέμμα σου απ’ όλους τους τριγύρω.
»Εδώ, λοιπόν, τα μάτια σου, εδώ κι η προσοχή σου·
»σταμάτα τώρα να κοιτάς ποιοι μπαίνουν και ποιοι βγαίνουν.
»Για λίγο ας μη σε μέλλει, της επαιτείας τους καρπούς το πώς θα τους συλλέξεις·
»πρόσεχε, συγκεντρώσου, και πρόσμενε αποκλειστικά αυτό που εμείς χαρίζουμε.
»Μην ασχολείσαι μ’ άλλους, παράτα τους όλους αυτούς,
»μην τύχει με τη μέριμνα κι όλη την ασχολία χαθεί η ευκαιρία για την
»ελπίδα που γεννά η γνήσια η πίστη.
ια’. »Εσύ που μέχρι τώρα ζητιάνευες λίγο φαΐ από τους μύριους όσους,
»εσύ που αδιακρίτως την προσοχή προσπάθησες όλων να αποσπάσεις ζητώντας λίγους οβολούς,
»έφτασε τώρα η στιγμή, παράτησέ τους όλους· στρέψε το βλέμμα σου σ’ εμάς.
»Τώρα θε να σου δώσουμε πλούσια ανταμοιβή.
»Κι αφού το παραλάβεις αυτό που σου ετοιμάσαμε,
»κόπιασ’ αν θες και σύγκρινε το δώρο το δικό μας με ότι άλλοι σου ’δωσαν, ως τώρα που μιλάμε».
Ακούει, λοιπόν, ο άνθρωπος τον Πέτρο τι του λέει,
μα ότι θα βρει τη γιατρειά από την πάθησή του, ούτε του πήγε στο μυαλό ‒ πού να ελπίζει τέτοια…
Ξεσκόνισε τα χέρια του κι άπλωσε τις παλάμες, γιατί απ’ αυτά που του ’ταζε ο Πέτρος μέχρι τώρα
χρυσό του φάνηκε πολύ πως είν’ να ’κονομήσει· πού να του πάει στο μυαλό κείνη η
ελπίδα που γεννά η γνήσια η πίστη.
ιβ’. Τα λόγια που ’πε ο Πέτρος ήτανε μια υπόσχεση για κάποιο πλούσιο δώρο.
Κι έτσι, βλέποντας τον ανάπηρο με το δεξί απλωμένο,
ένιωσε την ανάγκη κάπως να δικαιολογηθεί, να δώσει απολογία… πριν δώσει θεραπεία.
Κι όπως άλλοι επαίρονται για τα μεγάλα πλούτη, έτσι καυχιότανε κι αυτός για τη μεγάλη φτώχεια.
«Ούτε ασήμι ούτε χρυσό έχω στην κατοχή μου», λέει,
και προβάλλει ένδοξα τη μαύρη του πενία σαν να ’ταν καμιά αμύθητη τάχατες περιουσία.
«Χρυσό δεν είχα εγώ ποτέ, γι’ ασήμι ούτε λόγος,
»τον κόσμο αυτόν τον πρόσκαιρο τον έχω εγκαταλείψει.
»Στα δίχτυα ήμουν άρχοντας και στις ψαριές αφέντης, ψάρευα ψάρια κάποτε…
»μα το παράτησα κι αυτό κι αν έχω κάτι τώρα, αυτό είν’ η
»ελπίδα που γεννά η γνήσια η πίστη.