«Φώναζα τα ονόματα της Εβίτας, του Ανδρέα και του Γρηγόρη, αλλά δεν απαντούσε κανείς! Δεν υπήρχε κανείς να μας απαντήσει. Σαν να ήμασταν φαντάσματα, σε ένα νεκρικό τοπίο. Μαύρα όλα, και μύριζε καμένη σάρκα. Μέσα στα αυτοκίνητα κάποιοι όγκοι. Είδα ανθρώπους καμένους και ανθρώπους ξαπλωμένους, κι εγώ ήλπιζα να μην δω και τους δικούς μου έτσι…
»Έμαθα ότι βρίσκονταν στο οικόπεδο όπου κάηκαν 26 άνθρωποι! Ήταν από τους τελευταίους που κατέφυγαν στο κτήμα Φράγκου».
Εν μέσω απόλυτης σιωπής, σήμερα κατέθεσε στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων, ανάμεσα σε άλλους μάρτυρες, η Βαρβάρα Βουκάκη, η γυναίκα που το απόγευμα της φωτιάς που κατέκαψε το Μάτι έχασε την οικογένεια της: τον σύζυγό της Γρηγόρη Φύτρο, την 13χρονη κόρη της Εβίτα και τον 11 ετών γιο της Ανδρέα.
Η μάρτυρας περιέγραψε την «κόλαση του Δάντη» που αντίκρισε όταν έφθασε, μετά το πέρασμα της φωτιάς στο Μάτι, αναζητώντας τους δικούς της, αλλά και τις συγκλονιστικές στιγμές που έζησε όταν κλήθηκε να αναγνωρίσει από μία φωτογραφία τη νεκρή κόρη της και λίγες ώρες μετά όταν κλήθηκε να δώσει γενετικό υλικό για να αναγνωριστούν ο σύζυγος και ο γιος της.
Και στη σημερινή διαδικασία προβλήθηκαν ιδιαίτερα οι ευθύνες της Πυροσβεστικής αλλά και της Αστυνομίας, που διοχέτευε όλα τα αυτοκίνητα στο Μάτι, «σε αυτήν τη φάκα» όπως είπε χαρακτηριστικά η Β. Βουκάκη, η οποία είδε τις απίστευτες εικόνες από τα καμένα, μποτιλιαρισμένα μέσα στον οικισμό αυτοκίνητα, που έψαχναν διαφυγή.
Μάρτυρες επίσης αναφέρθηκαν και στον κατηγορούμενο, τότε δήμαρχο Ραφήνας, Ευάγγελο Μπουρνούς, που αθωώθηκε σε πρώτο βαθμό και δικάζεται ξανά μετά την έφεση του εισαγγελέα.
Ο Μπουρνούς καταγγέλλεται από κατοίκους του Ματιού ότι ουσιαστικά τους καθησύχασε όταν δήλωσε σε τηλεοπτικό σταθμό, την ώρα που η φωτιά κατέβαινε με σφοδρότητα, πως «το Μάτι δεν κινδυνεύει». Σύμφωνα με τον μάρτυρα Θεοφάνη Χατζησταματίου –ο ανήλικος γιος του οποίου υπέστη σοβαρότατα εγκαύματα–, ο Ευ. Μπουρνούς σε εκείνη την δήλωση προέτρεπε τους κατοίκους του Ματιού «να μην βγουν στους δρόμους για να μην εμποδίζουν τα οχήματα της Πυροσβεστικής».
Η Βαρβάρα Βουκάκη τόνισε στην κατάθεσή της πως ελπίζει ότι αυτήν την «τελευταία φορά» που στέκεται απέναντι σε δικαστήριο για να αναβιώσει όσα την στιγμάτισαν για πάντα, να γίνει κάτι καλύτερο. «Θέλω να δικάσετε δίκαια όσους έχουν ευθύνες» είπε στους δικαστές, συμπληρώνοντας πως ελπίζει πως «όταν ξανασυναντήσω τους ανθρώπους μου να μπορώ να τους αγκαλιάσω και να τους πω, πως αφού δεν τους ακολούθησα στο δρόμο που πήραν εκείνο το απόγευμα, εδώ που έμεινα έκανα ό,τι μπορούσα. Να τους πω πως πέτυχα την παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων. Για να μην ξαναγίνει».
Είπε χαρακτηριστικά ότι «δεν είναι πλημμέλημα όλη αυτή η ιστορία. Είναι ένα τραγικό κακούργημα, μία δολοφονία» όσα έγιναν στο Μάτι, ενώ σημείωσε πως ελπίζει «να σταματήσει το κακό στη χώρα».
Όσοι παρακολουθούσαν τη δίκη άκουγαν με μεγάλη συγκίνηση τη γυναίκα να περιγράφει κάθε συναίσθημα που ένιωσε εκείνο το απόγευμα που προσπαθούσε να φθάσει στο Μάτι, ελπίζοντας πως οι δικοί της θα είναι καλά. Ωστόσο κάποιοι από τους παριστάμενους δυσαρεστήθηκαν, όταν κατά την κατάθεση της γυναίκας ακολούθησε ο εξής διάλογος με την πρόεδρο:
Μάρτυρας: Ζητώ συγγνώμη αν μακρηγορώ, αλλά αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου…
Πρόεδρος: Το καταλαβαίνω. Πολλοί θέλουν να πουν την ιστορία της ζωής τους, αλλά λίγο πιο σύντομα…
Η μάρτυρας τόνισε πως η οικογένειά της θα ζούσε αν ο σύζυγός της δεν είχε υποχρεωθεί από περιπολικό να επιστρέψει στο Μάτι με το αμάξι που ο ίδιος και τα παιδιά ήθελαν να πάνε προς Ραφήνα όταν είδαν τη φωτιά να πλησιάζει το σπίτι τους. «Δεν υπήρχε καμία επικοινωνία μεταξύ των φορέων, κάποιος… κάτι… Κανείς δεν ενημέρωσε τους ανθρώπους μας να φύγουν. Κινήθηκαν κατά βούληση. Ο Γρηγόρης μου έριξε τη ζαριά του και θα είχε σωθεί, αν δεν τον είχε γυρίσει πίσω στη φάκα, στην οδό Δημοκρατίας κοντά στο κτήμα Φράγκου, η αστυνομία» είπε.
Η μάρτυρας περιέγραψε τη στιγμή που στο λιμάνι της Ραφήνας μία λιμενικός της είπε για μια φωτογραφία με ένα κορίτσι «που μοιάζει με την Εβίτα και με ρώτησε αν αντέχω να την δω. Είδα το κοριτσάκι και ήταν η Εβίτα μου. Φορούσε τα ίδια ρούχα, όπως είχε στείλει ένα βίντεο το μεσημέρι που τραγουδούσε. Αυτήν τη φορά όμως δεν είχε ζωή, δεν ήταν καμένη, ήταν με τα ρούχα και τα βραχιολάκια της. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να σας περιγράψω τι ένιωσα, ήθελα να χαθεί και η δική μου ζωή. Έμαθα ότι βρισκόταν στο οικόπεδο. Ήταν από τους τελευταίους στο Φράγκου.
»Ο Γρηγόρης βρέθηκε καμένος, λίγο πιο πίσω ο Ανδρέας. Και η Εβίτα, στην τελευταία προσπάθεια, έφυγε προς τα βράχια. Υπήρχαν άνθρωποι που την είδαν: σε μια τελευταία προσπάθεια πήδηξε και έπεσε στα βράχια, στην παραλία. Και ένας από αυτούς έτρεξε να δει, να δώσει μια βοήθεια, και είδε το παιδί μου και κάλεσε την Πυροσβεστική, αλλά δεν ήρθε κανείς. Και η Εβιτούλα μου ζούσε και της κρατούσε το χέρι, μέχρι που ξεψύχησε εκεί. Θα μπορούσα να είχα έστω ένα παιδί αν είχε πάει κάποιος! Αν υπήρχε ενημέρωση, αν ένας λιμενικός, ένας πυροσβέστης… δεν ξέρω. Θα είχα το παιδί μου όπως κι αν ήταν, ζωντανό».
Στην κατάθεση της η Βασιλική Κατσαργύρη, που ο σύζυγός της απανθρακώθηκε μαζί με τη γειτόνισσά τους στον Νέο Βουτζά, είπε πως όταν έψαχνε την επομένη τον άντρα της στο σπίτι τους και ρώτησε έναν πυροσβέστη αν υπάρχουν νεκροί και στον Νέο Βουτζά, εκείνος της είχε απαντήσει «θα μάθετε από τα Μέσα». Είπε επίσης πως όταν ξέσπασε η φωτιά, η γειτόνισσά της επικοινώνησε με την Πυροσβεστική να δει τι συμβαίνει και της είπαν για την φωτιά. «Όταν όμως ρώτησε αν πρέπει να φύγουν ή όχι της απάντησαν “κάντε ό,τι νομίζετε”».
Ο Θ. Χατζησταματίου στην κατάθεσή του τόνισε πως «η τραγωδία στο Μάτι παίχτηκε σε πολλές φάσεις» και πως από την επομένη της τραγωδίας «σχεδιάστηκε ένα σενάριο» ώστε να πέσει το φταίξιμο στους κατοίκους:
«Ακούγαμε για άναρχη δόμηση, για αδιέξοδους δρόμους, για ρυμοτομία… Ακούσαμε για παράνομη δόμηση, αλλά οι περισσότεροι πέθαναν σε κομμάτι εντός σχεδίου πόλεως. Κανείς δεν ανέλαβε την ευθύνη για αυτή την αυτόβουλη απομάκρυνση… Ήταν μια μη οργανωμένη απομάκρυνση, 3.000 κόσμος σώθηκε γιατί έτρεξαν να ξεφύγουν. Δεν ζητήσαμε οργανωμένη απομάκρυνση, αλλά για αυτή τη μη οργανωμένη απομάκρυνση θέλαμε να μας ενημερώσουν νωρίτερα για το πού βρίσκεται η φωτιά».
Η Γεωργία Μοσχού, κάτοικος του Νέου Βουτζά, έχασε τη μητέρα της και την αδελφή της σχεδόν έξω από το σπίτι τους. «Η απουσία των εναέριων μέσων… δεν υπήρξε ούτε για δείγμα βοήθεια. Ακούω τους προηγούμενους μάρτυρες που είναι τόσο ήπιοι και τρελαίνομαι. Αυτά που περάσαμε… η αδιαφορία… Μέχρι 11 παρά δεν υπήρξε τίποτα, κανείς… Η αδελφή και η ανιψιά μου βγήκαν να φύγουν και κάηκαν έξω από το σπίτι. Η αδελφή μου άντεξε 11 ημέρες και η ανιψιά μου 51 ημέρες…
»Όταν ήρθαν οι πυροσβέστες ζητούσαμε να σβήσουν τη φωτιά που σιγόκαιγε και μας έλεγαν πως δεν είχαν εντολή. Δεν είχαν εντολή για τίποτα! Λες και είχαν έρθει για βόλτα!».