«Ερωτικά, ήταν αδύνατο να συνυπάρξω με άλλον άνθρωπο. Δεν μπορούσα να παίζω πιάνο, να φτιάχνω μουσική και να τ’ ακούει από το δίπλα δωμάτιο ένα άλλο άτομο. Βίωσα συνειδητά τη μοναξιά μου επ’ αυτού. Βγαίνοντας, όμως, είχα μαζί μου όλο τον κόσμο, και μέχρι το πρωί μάλιστα»!
Με λίγα και μεστά λόγια ο Γιάννης Σπανός είχε δώσει το στίγμα για την προσωπική ζωή του. Και ήταν από τις ελάχιστες φορές που μίλησε για κάτι πέρα από το έργο του.
Άνθρωπος χαμηλών τόνων, επιβλήθηκε σε μια περίοδο που το είδος το οποίο έγραψε ιστορία, ήταν από ένα σημείο και μετά ολίγον εκτός. Ενίοτε –όταν άρχισε η πολιτικοποίηση της Μεταπολίτευσης–, αντιμετωπίστηκε με καχυποψία. Όχι όμως το δικό του, που όχι μόνο βρήκε διαύλους να επικοινωνήσει με τον κόσμο αλλά και να επιβληθεί. Γιατί τελικά η μελωδία, ο λυρισμός και η μοναδικότητα του ταλέντου του, δεν επηρεάστηκαν ποτέ από μόδες και πολιτικές καταστάσεις.
Από το Κιάτο στο Παρίσι
Σαν σήμερα, 26 Ιουλίου 1934, γεννήθηκε στο Κιάτο το τρίτο παιδί ενός οδοντιάτρου. Αν και λόγω πολέμου που καιροφυλακτούσε υπήρχαν δυσκολίες, οι γλυκές και όμορφες αναμνήσεις ήταν κυρίαρχες στην μνήμη του μετέπειτα συνθέτη. Όπως βέβαια και η ύπαρξη ενός πιάνου που υπήρχε στο σπίτι τους.
Αρχικά έπαιζε η μεγαλύτερη αδελφή του, αλλά ο μικρός Γιάννης είχε μαγευτεί.
Όπως είχε πει ο συνθέτης: «Δεν το είχα συνειδητοποιήσει, οι άλλοι κατάλαβαν την κλίση μου προς τη μουσική. Δεν είναι και πολύ καλό αυτό, γιατί μπορεί να νομίζεις ότι ξέρεις πολλά, αλλά στην ουσία να ξέρεις ελάχιστα. Είναι σαν το σχολείο όπου “πηδάς” τάξεις, χωρίς να έχεις ωριμάσει στη γνώση».
Λίγο αργότερα από τη συνειδητοποίηση, αρχίζει να φοιτά στο Ελληνικό Ωδείο στην Κόρινθο, ενώ αγόραζε συνέχεια παρτιτούρες κι έπαιζε μετά μανίας κοντσέρτα ολόκληρα του Τσαϊκόφσκι. Κόντεψε να πάθει αγκύλωση, και όπως είχε εξομολογηθεί: «Σε νεαρή ηλικία, αφού έπαιζα δύσκολα πράγματα και τα χέρια μου δεν είχαν ωριμάσει –δεν ήμουν δηλαδή παιδί-θαύμα, σαν τον Σγούρο, που έπαιζε καταπληκτικά από 5 ετών–, σύντομα είπα να περιοριστώ σε αυτά που μπορώ να κάνω κι έτσι στράφηκα στο τραγούδι».
Και μετά ακολούθησε η «επανάσταση».
Αρχίζει και δουλεύει ως πιανίστας σε σχολή χορού. Του άρεσε μεν, αλλά εκεί έπαθε το πρώτο ατύχημα με τα χέρια του, από το πολύωρο παίξιμο. Ακολουθεί η στρατιωτική θητεία και γύρω στα 20 βρίσκεται στο Παρίσι. Ευγενική μεν χορηγία του πατρός, αλλά ο νεαρός πιανίστας δουλεύει στην πόλη του φωτός για να μπορέσει να επιβιώσει.
Αρχίζουν οι γνωριμίες και οι παρέες. Ονόματα που έγραψαν ιστορία στη γαλλική κουλτούρα συνεργάστηκαν με τον Έλληνα δημιουργό. Μέχρι και η Μπριζίτ Μπαρντό τραγούδησε δημιουργίες του. Μόνο που δεν συναντήθηκαν ποτέ. Ήταν σταρ η Μπριζίτ τότε.
Έρχεται το Νέο Κύμα
Γνωρίζει κανείς πότε γράφει ιστορία; Όχι βέβαια, ειδικά όταν μιλάμε για εποχές όπως οι αρχές του ’60, όπου λες και άνοιξε ένα παράθυρο και μπήκαν μέσα ταλέντο και δημιουργία. Η πρώτη ελληνική δουλειά του Γιάννη Σπανού προέκυψε από μια συνάντηση για συνέντευξη με τον Γιώργο Παπαστεφάνου. Γίνονται φίλοι και ο δεύτερος τον γνωρίζει με έναν άνθρωπο που λίγο αργότερα αφήνει τη δική του σφραγίδα στο χώρο: Τον Αλέκο Πατσιφά. Το πρώτο ελληνικό τραγούδι του Σπανού, το τραγουδάει μια νέα κοπέλα, η Καίτη Χωματά, και λέγεται «Μια αγάπη για το καλοκαίρι». Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Ο Σπανός βάζει το λίθο για το «Νέο Κύμα» που άλλαξε την ιστορία του εγχώριου τραγουδιού. Τι ήταν; Τραγούδια απλά που θα μπορούσαν να ακουστούν και με μια κιθάρα. Λιτές μελωδίες, με διαφορετική σκέψη στους στίχους και λυρισμό στη σύνθεση και την ερμηνεία. Και επειδή δεν μπορούσαν να τραγουδηθούν σε χώρους όπως τα λαϊκά κέντρα που κυριαρχούσαν τότε, προκύπτουν οι μπουάτ. Κυρίως στην ευρύτερη περιοχή της Πλάκας. Στην αρχή ξενίζουν τον κόσμο, αλλά και το χώρο. Μάλιστα γίνονται μέχρι και θέμα σάτιρας κυρίως στις επιθεωρήσεις.
Όμως το Νέο Κύμα δεν ήταν μια μόδα της εποχής. Κράτησε, έβγαλε δημιουργούς, ερμηνευτές, και με τα χρόνια εξελίχτηκε.
Ο Γιάννης Σπανός δεν ήταν μόνο ο θεμελιωτής αυτού του κινήματος αλλά και ο νονός του. Το όνομα είναι η μετάφραση στα ελληνικά του Nouvelle Vague, του κινηματογραφικού είδους που σάρωνε τότε στη Γαλλία.
Και μια και μιλάμε για… βαφτίσεις, υπάρχει και μια χαριτωμένη ιστορία για το «Μια αγάπη για το καλοκαίρι», όπου τους στίχους υπέγραφε ο Παπαστεφάνου ως… Στεφάνου. «“Καλά”, του έλεγα, “εμένα δεν με λένε Παπασπανό για να κρατήσω το Σπανός, εσύ γιατί αφαίρεσες τον… παπά;”».
Η ελληνοποίηση
Μέχρι το 1975 ο δημιουργός μοιράζεται μεταξύ Αθήνας και Παρισιού. Και ήταν φυσικό η κουλτούρα και η αισθητική που έφερνε να ήταν πιο πολύ γαλλική παρά ελληνική. Έτσι προσπαθούσε να βρει και τις ελληνικές του συνιστώσες. Όπως είχε πει σε συνέντευξή του, «Δεν άφηνα κουτούκι για κουτούκι. Ήθελα να γνωρίζω με τι διασκεδάζει ο λαός. Ήθελα να ακούσω ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα, ειδικά από ανθρώπους που κανείς δεν ήξερε τότε. Όπως ακόμη και τον Τσιτσάνη, που δεν τον λογάριαζαν τότε… Δεν ήμουν άνθρωπος που καθόμουν.
»Ο λαός δεν μπαίνει σε κανένα κλισέ, όπως λένε μερικοί διανοούμενοι. Αγάπησα το λαϊκό τραγούδι από όλα τα κουτούκια. Ακόμη και στα “σκυλάδικα” πήγαινα. Σε όλα τα μέρη».
Αρχίζει σιγά-σιγά να μπαίνει και στα παπούτσια του λαϊκού τραγουδιού. Φυσικά με τη δική του αισθητική και οπτική. Και συνεργάζεται με όλα τα μεγάλα ονόματα των τεσσάρων δεκαετιών. Και όταν λέμε όλα, εννοούμε από Μαρινέλλα μέχρι Κατερίνα Κούκα. Το «Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο», έχει κι αυτό την ιστορία του. Το τραγούδι μπήκε στο δίσκο της ερμηνεύτριας Να ’χα δυο καρδιές να σ’ αγαπώ, που κυκλοφόρησε το 1992.
Την ίδια χρονιά είχε κυκλοφορήσει ο δίσκος της Χριστιάνας Σπασμένα κομμάτια φιλιά, όπου υπάρχει το ίδιο τραγούδι, με άλλους στίχους και άλλο τίτλο («Την παγωνιά μου εγώ την ξεμυαλίζω»).
(Και) καλός κηπουρός
Σε έναν χώρο και μια χώρα όπου η αυτοαναφορικότητα δίνει και παίρνει, ο Γιάννης Σπανός ήταν πάντα όχι μόνο χαμηλών τόνων, αλλά και εν γνώσει του μακριά από όλα αυτά. «Δεν θέλω να λέω ποιος είμαι και τι είμαι, τι έχω κάνει και τι δεν έχω κάνει. Νομίζω ότι ο κόσμος έχει καταλάβει το χαρακτήρα μου και τον δέχεται έτσι όπως είναι. Εμένα οι συνεντεύξεις μου όλα αυτά τα χρόνια είναι τα τραγούδια μου. Είναι τα πάντα για μένα» είχε δηλώσει.
Και φυσικά δεν μπήκε ποτέ κάτω από πολιτικές ή κομματικές σημαίες. «Οι μόνοι που δικαιούνται να λένε ότι γράψανε πολιτικό τραγούδι, όμως, είναι ο Λοΐζος, ο Μαρκόπουλος και ο Θεοδωράκης» είχε πει σε συνέντευξή του.
Όσον αφορά την έτερη πατρίδα της καρδιάς του, το Παρίσι, είχε πει: «Εξακολουθώ να λατρεύω το Παρίσι, και μια φορά που πήγα στη Νέα Υόρκη κόντεψα να πάθω αυχενικό, γιατί συνέχεια κοίταζα ψηλά τα κτήρια».
Τα τελευταία χρόνια μοιραζόταν μεταξύ Αθήνας και Κιάτου. Ειδικά στο δεύτερο, είχε αφιερωθεί στην τελευταία του αγάπη, την κηπουρική. Ήταν πολύ περήφανος για τα φυτά του, που όπως έλεγε ξεπερνούσαν τα 1.000. Μάλιστα τους είχε βάλει και ταμπελάκια για να τα ξεχωρίζει, ενώ αστειευόμενος έλεγε ότι θα έβαζε και εισιτήριο για τον κόσμο να τα δει και να τα θαυμάσει.
Ο Γιάννης Σπανός «έφυγε» στις 30 Οκτωβρίου 2019 σε ηλικία 85 χρόνων, στο μέρος όπου γεννήθηκε, το Κιάτο. Και έφυγε δικαιωμένος και αναγνωρισμένος για το έργο και το ήθος του. Και όλα διακριτικά, σε έναν χώρο και μια χώρα που δεν φημίζεται γι’ αυτό.
Πριν από λίγους μήνες προβλήθηκε στις αίθουσες το ντοκιμαντέρ Πίσω από τη μαρκίζα του Άρη Δόριζα , με θέμα άγνωστες και σπάνιες στιγμές του συνθέτη. Μια τρανή απόδειξη ότι οι σπουδαίοι δημιουργοί δεν ξεχνιούνται ποτέ.
Σπύρος Δευτεραίος