Ολοένα και περισσότεροι αναρωτιούνται αν η Ελλάδα έχει πολιτική και γιατί συμπεριφέρεται τόσο ήπια ενώ προκαλείται. Η διεθνής ρευστότητα που δημιουργεί επικίνδυνες ανισορροπίες, η οικονομική και κοινωνική κρίση που δεν έχουν υποχωρήσει αισθητά από την κορύφωσή τους την προηγούμενη δεκαετία, τα ανοιχτά ζητήματα με μια Τουρκία που μπαίνει εύκολα σε περιπέτειες, η αίσθηση ότι η Αθήνα δεν θα τα βγάλει πέρα με τους αναθεωρητισμούς των Σκοπίων και τους τυχοδιωκτισμούς των Τιράνων, είναι προκλήσεις εξωτερικής πολιτικής τις οποίες η κυβέρνηση δεν δείχνει να μπορεί να διαχειριστεί.
Υπάρχει ένα μέρος της κοινής γνώμης που αισθάνεται άβολα και συστήνει να μην επισημαίνονται αδυναμίες στην κρατική οργάνωση ή στην ικανότητα πειστικής αποτροπής, ωσάν η απόκρυψη των αδυναμιών να ισχυροποιεί τη χώρα. Κανείς ιθύνων δεν το πιστεύει πια.
Η χώρα δεν δείχνει να έχει απαντήσει πειστικά στο ερώτημα πώς θα προασπίσει την ακεραιότητά της και θα διασφαλίσει τα δικαιώματά της.
Θα αφεθεί στις συμμαχίες και στις συνεργασίες της (κάτι που δεν δείχνει να είναι αποδοτικό), ή θα βασιστεί στον εαυτό της (κάτι που απαιτεί πολύ χρήμα και συνεχή ετοιμότητα;). Ως γνωστό, ούτε το χρήμα περισσεύει, ούτε στην ψυχολογία του Νεοέλληνα είναι η διαρκής ετοιμότητα.
Το πρόβλημα όμως της ανασφάλειας, της αβεβαιότητας, της απαξίωσης της χώρας διεθνώς και της αδυναμίας υπεράσπισης κυριαρχίας και δικαιωμάτων επιδεινώνεται.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η καθόλου πειστική αντίδραση της Αθήνας στη σκοπιανή πρόκληση να ακυρώσει στην πράξη τη Συμφωνία των Πρεσπών. Τίποτε από όσα διαλαμβάνει η συμφωνία δεν τηρείται από τη γειτονική χώρα. Υποτίθεται ότι διεθνείς δυνάμεις είναι πολιτικά –όχι νομικά– εγγυητές για την εφαρμογής της. Οι ΗΠΑ μάλιστα εξέδωσαν και προεδρική απόφαση, ότι θα υποστεί κυρώσεις η χώρα που δεν θα την τηρήσει.
Είδατε κάποια αμερικανική αντίδραση σε όσα προκλητικά δηλώνει η πολιτική και πολιτειακή ηγεσία των Σκοπίων; Είδατε τον πρωθυπουργό να θέτει με κάποια αποφασιστικότητα το θέμα στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Ουάσινγκτον;
Ο λόγος της ήπιας αθηναϊκής στάσης είναι ότι η ελληνική ηγεσία δεν πιστεύει πως ο διεθνής παράγων θα θελήσει να παρέμβει. Παρενέβη όταν ο ίδιος (ο διεθνής παράγων) θέλησε να αρθούν οι ελληνικές επιφυλάξεις στην ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ. Η δουλειά τελείωσε, τώρα βρείτε τα μεταξύ σας.
Για τα κενά στο στράτευμα γίνεται επίκληση της οικονομικής κρίσης, αλλά ο προβληματισμός άρχισε να αναπτύσσεται μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ. Θεωρήθηκε πως η ΟΝΕ αποτελεί σοβαρή διασφάλιση για την άμυνα της χώρας. Η εκτίμηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη γενική χαλάρωση, και ίσως την αδράνεια ως προς την τουρκική απειλή. Μέχρι που η Άγκυρα επανέφερε την Αθήνα στη σκληρή πραγματικότητα.
Το ερώτημα όμως παραμένει: Πόσο βασιζόμαστε στη συμμαχία –και στις συνεργασίες της χώρας–, και πόσο στις δυνάμεις μας;
Η ροπή είναι προς την πρώτη επιλογή, διότι δείχνει οικονομικότερη αλλά προπαντός αποτελεσματικότερη με τα σημερινά ελληνικά κοινωνικά δεδομένα. Σε αντίθεση με την Τουρκία, όπου η εγρήγορση περί του εθνικού είναι υψηλή, στην Ελλάδα υπάρχει μια παραίτηση μέχρι γελοιοποίησης του ενδεχομένου.
Το αμυντικό ερώτημα όμως παραμένει. Τι κάνουμε; Πώς υπερασπίζουμε την ακεραιότητα της επικράτειας που ζούμε και τα δικαιώματα που μας παρέχει το διεθνές δίκαιο;
Δεν υπάρχει προβληματισμός, ούτε στην κυβέρνηση ούτε στην αντιπολίτευση. Και σε επίπεδο κοινωνίας ο σχετικός διάλογος και οι ανησυχίες προβάλλονται σε ορισμένα ιστολόγια του διαδικτύου.
Ανησυχητικό είναι και το διεθνές περιβάλλον. Η Ευρωπαϊκή Ένωση μπόρεσε να καταστεί ήπια δύναμη χάρη στην ανάπτυξη που της παρείχαν τα αποτελέσματα της αποικιοκρατίας που πλέον δεν υφίστανται, η φθηνή ρωσική ενέργεια που και αυτή έχει εκλείψει, και η ειρηνική περίοδος που διήγε επί πολλές δεκαετίες. Ούτε αυτό το κλίμα επικρατεί στην Ευρώπη. Όλα έχουν ανατραπεί.
Αν συνεχίσει να περνά οικονομική κρίση ή όταν δεν θα έχει τα κεφάλαια για να ασκήσει την ήπια πολιτική της, τότε θα πάψει να είναι δελεαστική. Και χωρίς το οικονομικό στοιχείο το οποίο ήταν το δέλεαρ των χωρών που αναζητούσαν την ένταξη στην Ένωση, εκλείπει και το βασικό εργαλείο πολιτικής.
Θέλετε ένα παράδειγμα; Ο κ. Μητσοτάκης επανειλημμένως έχει δηλώσει πως ο δρόμος των Σκοπίων προς την ΕΕ περνά από την Αθήνα. Όταν θα έρθει η ώρα θα δούμε πόσο ο κ. Μητσοτάκης –ή ο όποιος διάδοχος του Μητσοτάκη– θα επιμείνει στη θέση αυτή. Αλλά τώρα που τα Σκόπια χρειάστηκαν χρήματα τα βρήκαν από δάνειο της Ουγγαρίας. Δεν αναζήτησαν τα 500 εκατομμύρια στην Ευρώπη (η οποία δεν είναι σίγουρο αν είχε να τα δώσει), αλλά στον Όρμπαν. Τώρα, από πού περίσσεψαν στον Όρμπαν 500 εκατομμύρια είναι απορίας άξιο.
Την Ουγγαρία –και μέσω αυτής την Τουρκία και τη Ρωσία– θα τις δούμε με σημαντική παρουσία στα Σκόπια, ιδιαιτέρως αν στις ΗΠΑ εκλεγεί ο Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος δεν θα έχει και ιδιαίτερη ανησυχία με την παρουσία τους στην περιοχή. Λεπτομέρεια: Στην Ουγγαρία έχει καταφύγει ο πρώην πρωθυπουργός των Σκοπίων Νίκολα Γκρούεφσκι, ο οποίος λογικό είναι να διαμορφώνει την πολιτική στην οποία αναφερθήκαμε.
Ενδεχόμενη επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ θα αλλάξει το παγκόσμιο σκηνικό· έχει εκφράσει τον ένα από τους δύο παγκόσμιους πολιτικούς πόλους, με έναν ιδιαίτερο τρόπο που θα μπορούσε να αποκληθεί «τραμπισμός». Βλέπει τη χώρα του σαν Διεθνή Ασφαλιστική Εταιρεία η οποία για να παράσχει ασφάλεια πρέπει να πληρωθεί. Το δήλωσε ο ίδιος στο Bloomberg όταν ρωτήθηκε για την Ταϊβάν, και είπε πως δεν δίνει χρήματα για την προστασία της.
Με τον Τραμπ στην ηγεσία των ΗΠΑ δεν είναι σαφές αν υπάρξει και ποιο είδος ΝΑΤΟ. Από τώρα οι χώρες προετοιμάζονται για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού ΝΑΤΟϊκού πυλώνα ο οποίος θα συνεργάζεται με το σύνολο του ΝΑΤΟ.
Σε μια νέα δομή και έναν νέο ρόλο της Συμμαχίας είναι άγνωστο αν και πόσο μπορεί μια χώρα-μέλος να βασιστεί για την άμυνά της σε αυτή.
Προετοιμάστηκε η Αθήνα για ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Η Διακήρυξη Φιλίας δεν συνιστά πράξη αποτροπής. Η αποτροπή προϋποθέτει σκληρή ισχύ.
Ενδεχόμενη επικράτηση του Τραμπ θα φέρει προ αδιεξόδου και την Ευρώπη (θα δούμε την Ουάσινγκτον να συγκλίνει με τη Μόσχα και την Ευρώπη να πολεμά τα φαντάσματα), και τους δεδηλωμένους δεδομένους.
Η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν και συνεχίζει να παραμένει παιδαριώδης.