Όταν ο Κυριακίδης* επισκέφτηκε τη Σάντα, φρόντισε να βρη τους πιο εγγράμματους, τους οποίους και κατήχησε και άναψε το ζήλο τους προς τα γράμματα. Στην ενορία Κοσλαράντων κατήχησε τον παπα-Γεώργιο Μωυσιάδη (κατόπιν Γεράσιμο), στην ενορία Ισχανάντων τον Σπύρο Μαντίδη (Φαλτσή)· το ίδιο και στις άλλες ενορίες.
Την εποχή της Τουρκοκρατίας τα σχολεία χτίζονταν πλάγι στην εκκλησία για να φανή ο δεσμός εκκλησίας και σχολείου, για να είναι το σχολείο μπροστά στα μάτια της εκκλησίας που το συντηρούσε, για να γίνη οικονομία χώρου, ίσως και για άλλους λόγους.
Κοντά στην εκκλησία Κοσλαράντων ήταν το σπίτι του Μουρατχάν· αυτό έπρεπε να φύγη, για να ανεγερθή στη θέση του το σχολείο· ο Παπα-Γεώργιος κατέπεισε τον Μουρατχάν να μη φέρη αντίρρηση όταν η Κοινότης θα μετέφερε το σπίτι του λίγο μακρύτερα· έτσι μια Κυριακή άρχισε η κατεδάφιση.
Μόλις όμως το έμαθαν οι συγγενείς του Μουρατχάν ωπλίστηκαν, ήρθαν και κακοποίησαν τον Παπά, του οποίου και έσπασαν το χέρι. Τότε όμως έτρεξαν και οι οπαδοί του Παπά, τους έδιωξαν και έτσι συνεχίστηκε η κατεδάφιση και στη θέση εκείνη χτίστηκε το πρώτο σχολείο της Σάντας (κατά την αφήγηση του Θεοδόσιου Χειμωνίδη), στο οποίο και δίδαξε πρώτος ο ιδρυτής του Παπάς.
Στην ενορία Ισχανάντων ο δάσκαλος Σπύρος Μαντίδης έπεισε μερικούς να ανεγείρουν σχολείο στο πλάγι της εκκλησίας. Η εργασία άρχισε.
Εκείνοι όμως που είχαν την ιδέα «Τα πολλά τα γράμματα τη διαβόλ’» και «Τα γράμματα-φαντάσματα υιέ μ’ τη λύρα σ’ παίξον» κυνήγησαν το Μαντίδη να τον κακοποιήσουν και τον ανάγκασαν να φύγη στο Βατούμ.
Ο σπόρος όμως που έσπειρε ο Κυριακίδης και οι οπαδοί του καρποφόρησε και σιγά-σιγά όλες οι ενορίες απόκτησαν σχολεία, κτήρια μεγάλα, διώροφα που κόστισαν εκατοντάδες εκατομμύρια σημερινές δραχμές. Πώς τώρα οι φτωχοί εκείνοι άνθρωποι κατώρθωσαν να χτίσουν τόσο μεγάλα και ωραία για την εποχή τους διδακτήρια, είναι από τα μεγαλουργήματα του υπόδουλου ελληνισμού.
Ε.Χ. Αθανασιάδης