Τη δεκαετία του 1980 άρχισε η «φετιχοποίηση» της Επιδαύρου. Μέχρι τότε όλα πήγαιναν ήρεμα με καλές ή μέτριες στιγμές, και σχεδόν χωρίς καθόλου εξάρσεις. Το 1982 που ανέβηκε η Ελένη από το ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά με τη γυμνόστηθη Λυδία Φωτοπούλου και τα μοντέρνα σκηνικά, και δυο χρόνια μετά η τολμηρή Άλκηστις που ξεσήκωσε την οργή της Άννας Συνοδινού, άρχισε το αρχαίο θέατρο να γίνεται τόπος ενδιαφέροντος για τα ΜΜΕ αλλά και για αρκετές βαρβαρότητες που συμβαίνουν ακόμα και σήμερα.
Από την άλλη, ναι μεν ηρεμία αλλά κάποια στάνταρ υπήρχαν.
Τα μεγάλα αστέρια του κινηματογράφου ήταν κόκκινο πανί για το κοινό και την κουλτούρα της Επιδαύρου. Ήδη το 1980, που ο Κουν ανέβασε την Ορέστεια με τη Μελίνα Μερκούρη στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας, υπήρξαν κάποιες αντιδράσεις. Το ίδιο και το 1985 που κατέβηκε η Τζένη Καρέζη με τη Μήδεια, που ξέχωρα από το εάν ήταν καλή ή κακή παράσταση, και μόνο το όνομα της Καρέζη προκάλεσε κάποιες αντιδράσεις. Αυτές οι κάποιες πολλαπλασιάστηκαν την επόμενη χρονιά που κατέβηκε η Αλίκη Βουγιουκλάκη ως «Λυσιστράτη».
Όλα πήγαν καλά;
Σάββατο 4 Ιουλίου 1986. Η ημέρα πρεμιέρας της Λυσιστράτης με την Αλίκη σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Κάποιους μήνες πριν, όταν ανακοινώθηκε η παράσταση, είχαν αρχίσει τα ειρωνικά και σαρκαστικά σχόλια τύπου «Η Λυσιστράτη στο ναυτικό», ωστόσο η Αλίκη και οι υπόλοιποι συντελεστές ήταν προετοιμασμένοι.
Εκείνη ερχόταν από μια τεράστια επιτυχία, το Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα, όπου είχε σμίξει θεατρικά ξανά με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Ήξερε φυσικά ότι την περίμεναν στη γωνία, αλλά συνηθισμένα τα βουνά από τα χιόνια.
Οι ακροάσεις γίνονταν στο χειμερινό Θέατρο «Αλίκη», και σύμφωνα με ανθρώπους που ήταν στο χώρο εκείνη την εποχή, η Αλίκη αποδείχτηκε πιστή μαθήτρια. Αποτέλεσμα: Μια διαφορετική Αλίκη που για πολλούς ήταν από τις καλύτερες ερμηνείες της αν και υπήρχαν κάποια πρακτικά θέματα, όπως το μέγεθος της φωνής της. Και ναι, τραγούδησε το «Έναν μύθο θα σας πω» που είχε γραφτεί και ακουστεί στο ανέβασμα της Λυσιστράτης το 1958.
Με την ψυχραιμία των σχεδόν τεσσάρων δεκαετιών που έχουν περάσει από τότε, το όποιο πρόβλημα δεν ήταν η πρωταγωνίστρια, αλλά ότι η παράσταση έμοιαζε παλιά.
Υπήρξαν κάποια νεωτεριστικά στοιχεία, όπως η στιγμιαία γυμνή εμφάνιση μιας κοπέλας, αλλά οι ρυτίδες δεν κρύβονταν.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι ήταν κακή παράσταση. Μια χαρά ήταν, και η εθνική μας σταρ απέδειξε ότι πάνω απ’ όλα υπήρξε σπουδαία ηθοποιός.
Ειδικά όταν δεν είχε το φόβο του ταμείου.
Πάντως το τελευταίο για άλλη μια φορά την δικαίωσε, και στο ανέβασμα στην Επίδαυρο και λίγο αργότερα στο Ηρώδειο. Έστω κι αν κάποιοι δημοσιογράφοι, είπαν και έγραψαν ακόμα και για «βεβήλωση». Τα κλισέ και τα κουτάκια που λέγαμε.
«Νιάου-νιάου η Αντιγονούλα»
Αλλαγή δεκαετίας και σκηνικού. 1990. Η σχετικά χαρούμενη και ανέμελη –λέμε τώρα– περίοδος έχει φύγει. Η χώρα ζει το σκάνδαλο Κοσκωτά, ενώ ύστερα από τρεις εκλογικές μάχες, μετά από ένα δεκάμηνο εκλέγεται κυβέρνηση. Από την άλλη, η Αλίκη έχει τολμήσει να υποδυθεί έναν σύγχρονο μονόλογο, τη Σίρλεϊ Βαλεντάιν.
Όσοι τον είδαν έκαναν λόγο για άλλη μια σπουδαία ερμηνεία, όμως το κοινό δεν ανταποκρίθηκε. Για τα μέτρα του ονόματός της φυσικά.
Σε ένα τέτοιο σκηνικό, ανακοινώνεται η νέα κάθοδός της στην Επίδαυρο. Αυτήν τη φορά με την Αντιγόνη. Τα όπλα βγαίνουν με την αναγγελία, τόσο που τα χαριτωμένα σχόλια για τη Λυσιστράτη μοιάζουν με χάδι. Ο δε τίτλος «Νιάου-νιάου η Αντιγονούλα» γίνεται σλόγκαν. Φυσικά πριν καν ανεβαστεί η παράσταση – χρόνιο φαινόμενο στη χώρα μας.
Φυσικά η Βουγιουκλάκη το περίμενε. «Κατεβαίνω στην Επίδαυρο με την υπογραφή του Μίνωα Βολανάκη και δεν φοβάμαι τίποτα!», είχε δηλώσει. Ήταν βέβαιη ότι οι κριτικοί θα την «σταύρωναν», ενώ υπήρχαν μέσα της ενδοιασμοί μέχρι και για την αντίδραση του κοινού.
Μίνως Βολανάκης στη σκηνοθεσία, Μίκης Θεοδωράκης στη μουσική και Λαλούλα Χρυσικοπούλου στα κοστούμια, ενώ από πλευράς ηθοποιών έπαιξαν: Αθηνά Τσιλύρα (Ισμήνη), Πέτρος Φυσσούν (Κρέων), Τίμος Περλέγκας (Φύλακας), Αντώνης Θεοδωρακόπουλος (Αίμωνας), Ηλίας Λογοθέτης (Τειρεσίας), Στέφανος Κυριακίδης (Άγγελος).
Σάββατο 6 Ιουλίου γίνεται η πρεμιέρα. Και μετά κυκλοφόρησαν οι κριτικές: «Το “πακέτο Αλίκη” αποδείχθηκε στην Επίδαυρο ένα τρομερό καλλιτεχνικό φιάσκο, καθώς η εντυπωσιακή και εισπρακτικά αποδοτική αλχημεία “Βουγιουκλάκη-Βολανάκη-Θεοδωράκη” έδωσε ένα σοβαροφανές, εκφραστικά ετερόκλητο, κούφιο και βαθιά αδιάφορο θέαμα», «Μία παράσταση που μέτρησε τα κύτταρα αντοχής του ήθους μας, την έκπτωση σε βαθμό εκφυλισμού του τραγικού στις μέρες μας», «…γιατί, στον Θεό σας, πρέπει να παίξει και την Αντιγόνη ντε και καλά; Δεν της φτάνει το “δικό της” κοινό; Το “δικό της” κοινό τη θέλει και την αγαπάει εξίσου είτε παίζει την “Εβίτα” είτε τη “Μανταλένα”».
Σε σχέση με τα παραπάνω, η κριτική του Κώστα Γεωργουσόπουλου φάνηκε όαση, αφού χρέωσε την παράσταση στον σκηνοθέτη: «Έχεις την εντύπωση πως παρασύρει σαγηνευτικά κάποιους ανθρώπους στο χείλος του γκρεμού και τους σπρώχνει ή παραπλανητικά τους οδηγεί στο αδιέξοδο και από μακριά καγχάζει για το κατόρθωμά του»…
Αυτή την κριτική ενστερνίστηκε η Αλίκη λέγοντας σε συνέντευξή της: «Γοητεύτηκα από τον Βολονάκη, εμπιστεύτηκα τον Θεοδωράκη. Όταν από ένα σημείο και μετά αισθάνθηκα ότι έπρεπε να αντιδράσω, ήμουν αφοπλισμένη. Παγιδεύτηκα, λόγου χάρη, σε ένα κοστούμι που με σαβάνωνε πριν με χτίσει ζωντανή ο Κρέων… Παγιδεύτηκα σε ένα τραγούδι-θρήνο που δεν το έβγαζε ούτε η Μαρία Κάλλας»…
Βέβαια τα παραπάνω η Αλίκη τα δήλωσε δύο χρόνια αργότερα, το 1992. Που σημαίνει ότι μέσα της δεν είχε σβήσει η υπόθεση Αντιγόνη.
Όσο για το κοινό; Η Αντιγόνη ακόμα και σήμερα θεωρείται από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες στο χώρο του αρχαίου δράματος. Και όχι μόνο, αφού έγινε από τις πρώτες παραστάσεις που παρουσιάστηκαν και σε άλλα θέατρα. Κοινώς, για άλλη μια φορά το κοινό αγκάλιασε την Αλίκη.
Ήταν τόσο κακή η παράσταση; Όχι, περισσότερο προς το μέτριο έφερνε. Απλώς σε τόσο μεγάλα ονόματα, η υπερβολή πάντα πουλάει.
Σπύρος Δευτεραίος