Η Ποντοηράκλεια, η Βασιλίτσα του Βορρά, το δυναμικό ποντιοχώρι του νομού Κιλκίς, γιορτάζει τα 100 χρόνια από την ίδρυσή της. Με αφορμή τις 4ήμερες εκδηλώσεις που διοργανώνει φέτος ο Σύλλογος Ποντίων Ποντοηράκλειας «Διγενής Ακρίτας», το pontosnews.gr συνάντησε δύο Ποντοηρακλιώτες –τον Κώστα Χαρτοματσίδη (Κ.Χ.) και τον Παύλο Λορκίδη (Π.Λ.)– που μας μιλούν για την ιστορία του χωριού αλλά και του Συλλόγου. Ακολουθεί το Β’ μέρος του αφιερώματος στο όμορφο ποντιοχώρι (διαβάστε εδώ το Α’ μέρος).
Υπάρχει κάποια οικογενειακή ιστορία από τον Πόντο που θέλετε να μοιραστείτε;
Π.Λ.: Για τα 60 χρόνια της εγκατάστασης κάναμε και το ’84 εκδηλώσεις. Είχαμε καλέσει τον Δημήτρη τον Αθανασιάδη τον λυκειάρχη που έγραψε βιβλίο για τον Πυρρίχιο. Μας έφερε έκθεση φωτογραφίας, περιελάμβανε και φωτογραφίες από τα χωριά μας στον Πόντο. Ο Αθανασιάδης ήξερε πολλά πράγματα και ήθελε να μιλάει με τους ανθρώπους της πρώτης γενιάς για να παίρνει πληροφορίες. Έτσι ήρθε και στο σπίτι μας να γνωρίσει τον πατέρα μου.
Ο πατέρας μου διάβαζε πολύ, ήταν φιλομαθής αν και είχε τελειώσει μόλις την τρίτη δημοτικού στον Πόντο, σε ελληνικό σχολείο. Εάν πήγαινα στο Πολύκαστρο και ξεχνούσα να του φέρω εφημερίδα, δεν μου μιλούσε για μέρες! Είχε διαβάσει άρθρα και βιβλία του καθηγητή.
Αφού μίλησαν για αρκετή ώρα ο πατέρας μου του είπε: «Δημήτρη, αυτά που λες και που γράφεις είναι πολύ σωστά και συμφωνώ. Υπάρχει όμως μια παράλειψη». «Τι παράλειψη μπαρμπά-Κώστα» τον ρωτάει ο Αθανασιάδης. «Να, ξεχνάς να γράψεις στο τέλος κάθε γραπτού σου ο Τούρκος φίλος κι’ ίνεται». Του λέει τότε ο καθηγητής «γιατί βρε μπαρμπα-Κώστα να το γράψω αυτό, εδώ λέμε να προάγουμε την ελληνοτουρκική φιλία». Τότε άκουσα για πρώτη φορά τον πατέρα μου Κωνσταντίνο Λορκίδη, να διηγείται αυτήν την ιστορία:
Όταν οι Ρώσοι μπήκαν στον Πόντο το ‘16-‘17 έστελναν στην εξορία όσους δεν είχαν εικονοστάσι στο σπίτι τους. Στο χωριό μας είχαμε έναν μαχαλά τουρκικό. Ο μπαμπάς μου ήταν 10 χρονών όταν ο παπάς του χωριού πήγε στον παππού μου Ισάακ που ήταν επίτροπος στην εκκλησία και του είπε «αβούτο την μαχαλάν πρεπ’ να γουρταρεύουμ’ ατό» (αυτό τον μαχαλά πρέπει να τον σώσουμε). «Και πώς να γουρταρεύομ’ ατς πάτερ;» (και πώς να τον σώσουμε πάτερ;) ρώτησε ο παππούς μου ο Ισάακ.
Το σχέδιο του ιερέα ήταν απλό και όλοι συμφώνησαν, κάθε χριστιανικό σπίτι θα έδινε μια εικόνα του σε ένα μουσουλμανικό, με τον όρο να επιστραφεί η εικόνα αυτή αβλαβής μετά το πέρασμα των Ρώσων.
Το πρότειναν στον χότζα και εκείνος τρομοκρατημένος μπροστά στον κίνδυνο που αντιμετώπιζε το μιλέτι του δέχτηκε. Πέρασε λοιπόν ο ρώσικος στρατός μέσα από το χωριό [Χορτοκόπι Ματσούκας] και δεν πείραξε τους μουσουλμάνους, αφού είδε να έχουν χριστιανικές εικόνες στα σπίτια τους.
«Εμείς ατότε εγουρτάρεψαμεν ατούς. Ατό την καλοσύνεν ατοίν ενέσπαλαν ατό, και όντες έρθαν οι τσετέδες’ κι εποίκαν γιαγμάν σο χωρίον και εσκάλωσαν να παίρνε τ’ αγούρτς, κανείς κι εξέβεν να λέει ατοίν εγουρτάρεψαν εμάς, μη κρούτε απάν’ ατουν. Ατοίν είναι οι Τουρκάντ’». (Αυτήν την καλοσύνη την ξέχασαν, κι όταν ήρθαν οι τσέτες και λεηλάτησαν το χωριό κι άρχισαν να παίρνουν τους άντρες για να τους σκοτώσουν, κανείς δε βγήκε να πει «αυτοί μας έσωσαν, μην τους αγγίζετε». Αυτοί είναι οι Τούρκοι).
Πήραν τον παπά του χωριού με την επιτροπή, 73 άτομα σε σύνολο στο Καρά ποτάμ και τους έσφαξαν, ούτε σφαίρα δεν χάλασαν, με τα μαχαίρια τούς σκότωσαν όλους. Όταν το πρωί μαθεύτηκε το έγκλημα στο χωριό έγινε πανικός, όλοι σηκώθηκαν και έφυγαν για να σωθούν. Βγήκαν στη θάλασσα και πήραν το καράβι «Παναγία» που τους έφερε στο Καραμπουρνάκι. Ο πατέρας μου λοιπόν είπε στον Αθανασιάδη «ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλω να τους βλέπω τους Τούρκους, από όλη την οκταμελή οικογένειά μου μόνο εγώ γλίτωσα» και εκείνος χαμογέλασε πικρά και έδειξε να καταλαβαίνει τον πόνο του γέροντα.
Πώς «πάτησαν στα πόδια τους» οι Ποντοηρακλειώτες;
Λορκίδης-Χαρτοματσίδης: Το 1932 οι γονείς μας πήρανε έναν μικρό κλήρο, όμως ήμασταν πολυμελείς οικογένειες, οι πιο πολλοί πολύτεκνοι, πού να φτάσει; Το 1962 υπήρχαν περίπου 200 νέες οικογένειες που δεν είχαν στο όνομά τους ένα στρέμμα χωράφι. Οι πιο πολλοί νέοι ξενιτεύτηκαν, πήγαν να δουλέψουν στα ανθρακωρυχεία της Γερμανίας και του Βελγίου.
Όσοι έμειναν διεκδίκησαν τότε ως ακτήμονες 1.500 στρέμματα του Δημοσίου, για να μπορέσουν να ζήσουν αξιοπρεπώς, να έχουν λίγη γη στην κατοχή τους και να τους μείνει κάτι από τον κόπο τους για να θρέψουν τις οικογένειές τους. Είχε γίνει η αποξήρανση της λίμνης Αρτζάν-Αματόβου και είχαν προλάβει οι Σαρακατσαναίοι να οικειοποιηθούν τις εκτάσεις. Οι Σαρακατσάνοι ήταν κτηνοτρόφοι, μετακινούμενοι σκηνίτες. Παρουσίασαν ταπιά ότι είχαν αγοράσει από έναν αγά της περιοχής την έκταση αυτήν, όχι όμως την λίμνη αλλά το αμυγδαλοβούνι, γιατί είχαν πρόβατα και τους ενδιέφεραν τα βοσκοτόπια. Εμείς προς Θεού δεν θέλαμε να έρθουμε σε σύγκρουση με άλλες κοινότητες. Το φταίξιμο ήταν της πολιτείας. Στο τέλος οι Σαρακατσάνοι κράτησαν τις εύφορες εκτάσεις της αποξηραμένης λίμνης και εμείς πήραμε τα βοσκοτόπια.
Έγιναν αγώνες για να τα καλλιεργήσουμε. Αυτή η ιστορία άρχισε από το 1962 όπως είπα. Ξεχερσώσαμε λοιπόν τα βουνά, τα κάναμε εύφορα και αυτά με την εργατικότητα και την αξιοσύνη μας, φυτέψαμε φουντουκιές και δημιουργήσαμε απέραντους αμυγδαλεώνες. Όλα αυτά τα χρόνια είχαμε την εντύπωση πως χύναμε τον ιδρώτα μας στα δικά μας χωράφια. Τόσα χρόνια δεν μας έδωσε το κράτος τίτλους κυριότητας. Πληρώναμε ένα μικρό αντίτιμο για τα χωράφια μας και ήμασταν ευχαριστημένοι με αυτά τα λίγα που είχαμε. Τώρα μετά την «κρίση» οι εκτάσεις αυτές από το υπουργείο Οικονομικών πέρασαν στο ταμείο που πληρώνει το χρέος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Καλούμαστε τώρα να πληρώσουμε πρόστιμα και υψηλό ενοίκιο για τα χωράφια μας. Αυτό είναι εμπαιγμός! Οι περισσότεροι αδυνατούν να ανταπεξέλθουν.
Μιλήστε μας για τον ομολογουμένως πολύ δραστήριο Σύλλογό σας με την ονομασία «Διγενής Ακρίτας».
Κ.Χ.: Ο Σύλλογος ιδρύθηκε την δεκαετία του 1980, αλλά η ιδέα ξεκίνησε από το ’77-’78. Ο λόγος που τον ονομάσαμε έτσι είναι προφανής, κι εδώ ακρίτες είμαστε. Ο πρώτος πρόεδρος ήταν ο Γιάννης Δεμερτζίδης. Πρωτεργάτης για να ιδρυθεί ήταν ένα πολύ έξυπνο παιδί, ήταν φοιτητής στην Ικάρων τότε, λεγόταν Κουρτίδης Κωνσταντίνος. Έτρεξε πολύ, μάζεψε υπογραφές γιατί έπρεπε για να γίνει το καταστατικό να εγγραφούν 22 μέλη. Όλοι ασχολούνταν με τις αγροκτηνοτροφικές τους εργασίες, πού χρόνος για τα πολιτιστικά. Κι όμως ιδρύσαμε το Σύλλογο.
Το χορευτικό βέβαια προϋπήρχε γιατί δεν νοείται ποντιακό χωριό χωρίς χορευτικό! Ο χορός είναι πολύ σημαντικός για εμάς τους Ποντίους.
Πηγαίναμε και χορεύαμε καλεσμένοι και εκτός της περιφέρειας, θυμάμαι χορέψαμε στο Παλέ ντε Σπορ, μέχρι και στην Καρδίτσα στα «Καραϊσκάκεια» πήγαμε, κάτι που για εκείνα τα χρόνια ήταν μεγάλη υπόθεση.
Με το που ιδρύουμε το σύλλογό μας, δημιουργούμε τη θεατρική ομάδα και ανεβάζουμε το έργο Ζητείται ψεύτης του Δημήτρη Ψαθά. Είχε μεγάλη επιτυχία. Το ανεβάσαμε στην αίθουσα του συνεταιρισμού που την είχαμε μετατρέψει σε ωραιότατο θέατρο με μόνιμη σκηνή. Χτίσαμε παγκάκια με ξύλο και τούβλα, κάναμε σκηνή με πατάρι και αυλαία, το είχαμε διαμορφώσει τόσο όμορφα και δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από ένα πραγματικό θέατρο…
Χορεύατε Σέρρα;
Κ.Χ.: Αν χορεύαμε…! Όταν χορεύαμε Σέρρα έκλαιγαν οι «παλαίοι εμούν». Θυμάμαι έπαιζε λύρα ο μακαρίτης ο Γιώργος ο Μιχαηλίδης που ήρθε λυράρης από τα μέρη μας στον Πόντο. Ξέρεις πόσο γρήγορα έπαιζε; Δεκαοχτώ χρονών παλικάρια και δυσκολευόμασταν να τον ακολουθήσουμε. Την πρώτη φορά που χορέψαμε στην αίθουσα του σχολείου μας, ένας παππούς, ο Φωτιάδης Κωνσταντίνος ο επονομαζόμενος Χουσούρτς, σηκώθηκε επάνω δακρυσμένος και φώναζε «κι άλλο κι άλλο». Συνέχιζε να παίζει ο λυράρης για να του κάνει το χατίρι. Εκείνη η Σέρρα κράτησε 10 λεπτά, μας φάνηκε αιώνας, όταν τελείωσε ήμασταν όλοι μας ξεθεωμένοι!
Ήμασταν ωραία ομάδα, ο Γιάννης Μιχαηλίδης, ο Μιλτιάδης (Μίμης) ο Ευθυμιάδης ο λεγόμενος σερίφης, ο Μαυρίδης ο Χαράλαμπος και εγώ που ήμουν και ο χοροδιδάσκαλος. Άλλοι χορευτές που δεν χόρευαν όμως Σέρρα ήταν ο Νίκος ο Κοσμίδης, ο Παυλίδης ο Αριστοτέλης και ο Χαρτοματσίδης ο Γιώργος. Είχαμε βέβαια και τα κορίτσια, την Λένα την Μιχαηλίδου την Χριστίνα την Ευθυμιάδου, την Ντίνα την Ανδρεάδου και την Άννα την Μαυρίδου. Όταν χορεύαμε, πετούσαμε!
Ο κόσμος ενθουσιαζόταν κι αυτό μας γέμιζε ηθική ικανοποίηση. Με τον καιρό μαζέψαμε κάποια χρήματα και ράψαμε και τις φορεσιές μας, όλες κεντημένες στο χέρι, τέσσερις αντρικές και τέσσερις γυναικείες.
Πού μάθατε τη Σέρρα και ποιες φιγούρες χορεύατε;
Εγώ τη Σέρρα την έμαθα στο Κιλκίς όπου και φοιτούσα στο εξατάξιο Γυμνάσιο. Πήγαινα χόρευα τότε στον σύλλογο των Αργοναυτών. Χορεύαμε τη Σέρρα του Ξυμύτ’,1 έτσι την λέγαμε. Αυτά το ’72 και ’73.
Πώς φτιάξατε το επιβλητικό αυτό κτήριο του Συλλόγου σας;
Κ.Χ.: Το κτήριο του ποντιακού μας συλλόγου χτίστηκε στις αρχές του 2000 σύμφωνα με το σχέδιο της βίλας του Καπαγιαννίδη. Έγινε με προσωπική εργασία και αυτό. Άλλος δούλευε στον σουβά, άλλος στα τούβλα, ό,τι μπορούσε ο καθένας. Είχαμε απευθυνθεί σε Κιλκισιώτη υφυπουργό οικονομικών τότε, σημερινό υπουργό της κυβέρνησης, για να εξασφαλίσουμε μια μικρή χρηματοδότηση του έργου. Πήγαμε επιτροπή με τον πρόεδρο του συλλόγου μας Κώστα Στεφανίδη που ήταν και πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Πολυκάστρου όπως λεγόταν ο δήμος μας τότε.
Του βγάλαμε λοιπόν του υφυπουργού τα σχέδια πάνω στο τραπέζι για να του δείξουμε τι θέλαμε να χτίσουμε και εκείνος μας είπε: «Είστε με τα καλά σας; Τέτοιο κτήριο δεν έχει ούτε το Κιλκίς. Κάντε ένα μικρότερο να βολευτείτε». Τότε του απάντησε ένα μέλος της επιτροπής μας στα ποντιακά (αν και ο υφυπουργός δεν ήταν Πόντιος το κατάλαβε) «εμείς θα χτίζομ’ ατο και εσύ θα τριφτς τα ομμάτεα σ’». Έτσι και έγινε! Με πολλή προσωπική δουλειά και ίδιους πόρους καταφέραμε και κάναμε ένα κτήριο για να στεγάσουμε την ιστορία και τον πολιτισμό μας αντάξιο των προσδοκιών μας.
Π.Λ.: Ό,τι μπορούσε ο καθένας έκανε. Όποιος ήταν χτίστης έχτιζε, όποιος ήταν σιδεράς σιδέρωνε, όποιος είχε οικονομική άνεση αγόραζε τα υλικά. Έτσι το χτίσαμε, με προσωπική εργασία. Και ήρθε η στιγμή που το καμαρώσαμε τελειωμένο. Για εμένα ξέρεις ποια ήταν η μεγαλύτερη στιγμή; Όταν έφερα τον πατέρα μου στο πανηγύρι μας του Προφήτη Ηλία και εκεί που καθόμασταν στο τραπέζι σήκωσε το βλέμμα του και είδε το κτήριο. Τότε γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε: «αβούτο το σχέδιο ο τάι ΄μ ο Δημήτρης εποίκεν ατό» (αυτό το σχέδιο ο θείος μου ο Δημήτρης το έκανε). Αυτό ήταν η μεγαλύτερη ικανοποίηση για εμένα, ο σκοπός μας είχε πετύχει!
Ο θείος μου Δημήτρης Λορκίδης είναι αγνοούμενος. Ήταν εργοδηγός στο επάγγελμα, μάλιστα δούλεψε και στην κατασκευή της γνωστής οικίας του τραπεζίτη Καπαγιαννίδη. Συμμετείχε στην επιτροπή που συνάντησε τον Βενιζέλο στην Αθήνα. Τότε πρότειναν στον πρωθυπουργό να στείλει στρατό στον Πόντο παρέχοντας τις εγγυήσεις πως οι Έλληνες του Πόντου θα πολεμούσαν δίπλα τους και θα βοηθούσαν με κάθε τρόπο. Ο Βενιζέλος όμως απάντησε «μην ανακατεύεστε εσείς».
Μια ιστορία από τα παλιά
Πρώτος γιατρός της Βασιλίτσας ήταν ο Γιάννης Καραβέλας που καταγόταν από την Κρήτη και έμενε στον Άγιο Αθανάσιο Θεσσαλονίκης με την ευρύτερη οικογένειά του. Ο γιατρός που είχε πολεμήσει στο Μικρασιατικό μέτωπο και είχε συνδεθεί με τον προσφυγικό πληθυσμό, διατηρούσε στενή φιλία με τον πρόεδρο της κοινότητας Ευζώνων η οποία αποτελούνταν από έξι χωριά ένα από αυτά και η Βασιλίτσα. Ο πρόεδρος, ο «δέσκαλον» Αλέξης Ιωαννίδης ήταν γνωστός για τα φιλοβενιζελικά του φρονήματα, το ίδιο και ο φίλος του ο Καραβέλας.
Ένα απόγευμα που έπιναν μαζί στο καφενείο του χωριού τις ρακές τους, συζητούσαν βροντόφωνα για το τι έφταιξε και προκλήθηκε η Μικρασιατική Καταστροφή. Κάποιοι φιλοβασιλικοί τους συκοφάντησαν στην Αστυνομία ότι τάχα έβριζαν τον βασιλιά. Οι δύο άντρες για το φόβο μην συλληφθούν στο πλαίσιο του αυτοφώρου κατέφυγαν σε φιλικό τους σπίτι στο χωριό Μικρόδασος για να ηρεμήσουν τα πνεύματα και να σχεδιάσουν την υπερασπιστική τους γραμμή.
Ο νοματάρχης λαμβάνοντας υπόψιν τις προσωπικότητες των δύο αντρών, τη μόρφωσή τους και πιθανόν την αντίδραση του κόσμου, δεν τους αναζήτησε. Οι ίδιοι όμως που έστησαν αυτή την σκευωρία εις βάρος τους, βασιλικότεροι του βασιλέως, έψαχναν διακαώς για να τους βρουν και να τους οδηγήσουν στο τμήμα. Έτσι μπήκαν και στο μαντρί ενός σπιτιού στο Μικρόδασος.
Η νοικοκυρά, ακούγοντας τα ζώα της αναστατωμένα να μουγκρίζουν, έτρεξε να δει τι συμβαίνει. Είδε κάποιους αγνώστους να ανακατεύουν τα άχυρα. «Ντο αραεύτε;» (τι ψάχνετε;) τους ρώτησε. «Τον Αλέξη και τον Καραβέλα» απάντησαν εκείνοι. «Δεβάτε, δεβάτε, ο πρόεδρον και ο διατρόν ‘κ’ είναι άμον εσάς για τα μαντρία» (πηγαίνετε, πηγαίνετε, ο πρόεδρος και ο γιατρός δεν είναι για τα μαντριά σαν εσάς) τους απάντησε η σοφή γυναίκα, και τους έδιωξε από το μαντρί της.
Αλεξία Ιωαννίδου