Είμαστε η ίδια πάντα παρέα, ο Γιώργος Στεφανίδης, ο Χάρης Καλλιφατίδης, ο Γιώργος ο Καλλίνικος κι εγώ, κολυμβητές γενναίοι και ατρόμητοι που αψηφούσαμε και κίνδυνο και κούραση!
Ευλογημένη ηλικία! Σήμερα καθώς κολυμπώ στη Βουλιαγμένη, πέντε ή δέκα μέτρα από την παραλία, μια μαρίδα και μόνο να μ’ αγγίξει, ανατριχιάζω σαν να ήρθα σ’ επαφή με καρχαρία κι επιστρατεύω τις δυνάμεις μου για να σωθώ. Σε ηλικία 14 χρονών μπορούσα να ξανοιχτώ με την παρέα μου σε τόσο βάθος που δεν φαινόταν πια ο γιαλός μας παρά μονάχα τα υψώματα της πόλης. Και σε ποια θάλασσα; Σε κείνην, ακριβώς, που την τρόμαξαν από αρχαιοτάτων χρόνων ακόμα και οι ποντοπόροι πρόγονοί μας και την βάφτισαν εύξεινη –αυτήν την τόσο άξενη– για να την καλοπιάσουν και να μη θυμώνει τους άγριους θυμούς της.
Πόσο την αγαπούσα εκείνη τη θάλασσα! Ώρες‐ώρες ήταν τόσο γαλανή και τόσο ήσυχη, που έλεγες πως είναι η πιο αθώα και η πιο καλοσυνάτη θάλασσα του κόσμου, η πιο όμορφη, προ πάντων όταν την χρύσωνε τα πρωινά ο ήλιος ή την κοκκίνιζε τα δειλινά.
Έτσι ασάλευτη που στεκόταν δεν άκουγες τίποτα, ούτε το πλιφ πλαφ για να πεις, τουλάχιστον, ότι κοιμάται κι ανασαίνει. Μόνο κανένα χελιδονόψαρο πηδούσε πού και πού έξω απ’ τα νερά της και τα τσαλάκωνε, ή πιο μακριά κοπάδια δελφινιών σηκώνανε αφρό, καθώς κυλιόντουσαν χαρούμενα μέσα στην γαλανή της απεραντοσύνη.
Άλλοτε, όμως, λες και την έπιανε μανία κι αναταραζόταν, θύμωνε, μαύριζε, ούρλιαζε και σήκωνε βουνά τα κύματά της, που σπάζανε στα βράχια όλο λύσσα –σαν κανονιές– κι όχι μονάχα χιμούσανε και φτάναν μέχρι ψηλά στο δρόμο, αλλά μπορούσαν να σπάσουν και τις πόρτες των σπιτιών μας και να πλημμυρίσουν τις αυλές μας.
Αγαπούσα εκείνη τη θάλασσά μας, προπάντων έτσι άγρια όπως ήταν, κι όχι μονάχα δεν την φοβόμουν –κανένα απ’ τα παιδιά δεν την φοβόμαστε– παρά χαιρόμουν να την βλέπω στους θυμούς της, κι όσο πιο αγριεμένη ήταν, τόσο με γοήτευε. Άκουγα να λένε ότι μια χρονιά –χειμώνα– την είχε σπάσει την πόρτα του σπιτιού όπου καθόμαστε και λαχταρούσα:
— Θεέ μου, πότε θα την ξανασπάσει πάλι;
Εκείνη τη χρονιά –λέγαν οι μεγάλοι– ήταν μεγάλο το κακό που είχε γίνει στον γιαλό και οι άνθρωποι ξυπνώντας το πρωί τρόμαξαν και τα χάσαν καθώς είδαν τα νερά ν’ αφρίζουν και να σφυρίζουν μέσα στις αυλές τους απειλώντας να ρίξουν τα σπίτια.
Ω, τι ωραία που θα ήτανε, αλήθεια!
Αν, όμως, δεν αξιώθηκα να δω την πόρτα μας σπασμένη και τη φουρτούνα μέσα στην αυλή μας –τι κρίμα!– είχα, ωστόσο, τη χαρά ν’ απολαμβάνω άλλα θεριέματα της θάλασσάς μας, έστω και μικρότερα, και ν’ ακούω συνεπαρμένος το βουητό της. Πόσες και πόσες νύχτες του χειμώνα δεν με νανούρισε το άγριο ούρλιασμά της και το βροντολόγημα στα βράχια του γιαλού μας.
Δεν αγρίευε, όμως, η θάλασσά μας μόνο το χειμώνα. Μέσα στο ντάλα καλοκαίρι καμιά φορά, την εποχή που κάναμε τα μπάνια μας, άφριζε ξαφνικά και τότε τρέχαμε τα παιδιά με μεγαλύτερη χαρά να κολυμπήσουμε, να παίξουμε, να τρυπάμε με κεφαλιές τα κύματα ή να τα καβαλάμε και να κυλάμε επάνω στους αφρούς. Μας άρπαζαν, βέβαια, συχνά και μας χτυπούσαν με οργή σαν χταποδάκια πάνω στην άμμο, αλλά αυτό δεν πείραζε.
Σε μέρες πιο ήσυχες ξανοιγόμαστε βαθιά, προπάντων όταν πέρα μακριά φερμάραμε κανέναν μεγάλο κορμό δέντρου, από κείνους που κατέβαζε το ποτάμι του Ντερμέν ντερέ, σαν τύχαινε καλοκαιριάτικα να φουσκώνει από βροχές και μπόρες. Ήταν μεγάλη η χαρά μας, όταν το πετυχαίναμε ένα τέτοιο κελεπούρι, γιατί το καβαλούσαμε και κάνοντας κουπιά τα χέρια μας, φτάναμε θριαμβευτικά στην παραλία με ύφος ποντοπόρων.
Έναν τέτοιο κορμό, λοιπόν, –θεόρατο– είχαμε πετύχει εκείνο το απόγευμα οι τέσσερις γενναίοι κολυμβητές. Αλλά το κακό ήταν ότι είχε σηκώσει αέρα κι όλο το κυνηγούσαμε κι όλο μας έφευγε. Λαχανιασμένοι απ’ το πολύωρο κολύμπι αρχίσαμε ν’ ανησυχούμε τούτη τη φορά, γιατί ο ήλιος είχε πέσει κι η θάλασσα σκοτείνιαζε. Βάρκα καμιά τριγύρω, έρημο το πέλαγος. Άλλη ελπίδα, επομένως, δεν έμενε παρά εκείνο το μονόξυλο, μοναδική σανίδα σωτηρίας.
— Κουράγιο!
— Α και το φτάσαμε!
Το φτάσαμε κάποτε πραγματικά – δόξα Σοι ο Θεός που αγαπά τα θαρραλέα κι ανόητα παιδιά! Με πολύ κόπο καταφέραμε ν’ ανεβούμε επάνω σαν ναυαγοί κι αρχίσαμε απεγνωσμένο αγώνα για να το κουμαντάρουμε, γιατί δεν ήταν ευκολοκυβέρνητο το άθλιο εκείνο κι ατίθασο μονόξυλο! Πότε ο ένας μας έπεφτε στα κύματα και το ’σπρωχνε, ενώ οι άλλοι κωπηλατούσανε με τα χέρια, πότε ανέβαινε εκείνος και πέφταμε δυο μαζί και σπρώχναμε για να του δώσουμε την κατάλληλη πορεία.
— Κουράγιο, παιδιά. Λίγο ακόμα… Άντε και ζυγώνουμε.
Ζυγώναμε όμως; Η πόλη φαινόταν κατάφωτη απέναντι, αλλά ο γιαλός μας ήταν θεοσκότεινος –ψυχή δεν βλέπαμε– και μόνο ύστερα από πολλή ώρα αρχίσαμε ν’ ακούμε μάκρυνες φωνές που μας τις έφερνε ο αέρας:
— Μίμηηηηη!
—Γιώργοοοοο!
Όταν φτάσαμε στον γιαλό, ψόφιοι στην κούραση, μας υποδέχτηκαν οι δικοί μας, πρώτα με δάκρυα και χαρές κι ύστερα με κατσάδες:
— Ανάθεμά σας παλαλά! Ανάθεμά σας αφορισμένα!
Όμως εμείς είμαστε περήφανοι, γιατί φέραμε σε αίσιο πέρας ένα τέτοιο κατόρθωμα.