Μπήκε πιτσιρικάς στο τραγούδι, και φέτος συμπληρώνει 60 χρόνια προσφοράς σε αυτό. Μάλιστα τον Σεπτέμβριο θα το γιορτάσει με μια μεγάλη συναυλία στο Ηρώδειο. Κι επειδή πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τους χώρους και ποιοι πρέπει να εμφανίζονται εκεί, ο Χρήστος Νικολόπουλος είναι ικανός να μεγαλουργήσει είτε είναι στο Ηρώδειο είτε στη βεράντα του σπιτιού του.
Τρανή απόδειξη τα πολλά, σπουδαία και κυρίως διαχρονικά τραγούδια που έχει δημιουργήσει, και που ακούγονται –και καταναλώνονται– από την εποχή των τζουκ μποξ μέχρι την σημερινή των i-pad, spotify και όλα τα συναφή.
Μάλιστα, πολλές γνωστές δημιουργίες μερικοί –όχι σκόπιμα– ξεχνάνε ότι ανήκουν στον Νικολόπουλο. Κι αυτό γίνεται κυρίως γιατί ο ίδιος παραμένει ένας σεμνός δημιουργός, που δεν επιδίωξε την προβολή ούτε την «εκμετάλλευση» της επιτυχίας, με ό,τι μπορεί να φανταστεί ο καθένας.
Ο Χρήστος Νικολόπουλος, που γεννήθηκε σαν σήμερα, είναι ένας άνθρωπος που ενδιαφέρεται για το έργο και την οικογένειά του. Αλλά και όπως είχε γραφτεί: «Είναι ο δημιουργός που γλυκαίνει την απόδοση του λαϊκού τραγουδιού, σε μια περίοδο που είχε αρχίσει να ξεχνάει την καταγωγή του και την ευπρέπειά του».
Η συνάντηση-σταθμός
Γεννήθηκε στο Καψοχώρι Ημαθίας και από μικρός έδειξε την αγάπη του για την μουσική. Αυτοδίδακτος μουσικός, έζησε ως το 1963 στο χωριό του, παίζοντας μπουζούκι και μετέχοντας σε ορχήστρες πανηγυριών. Η μουσική ήταν η αγάπη του αλλά και ο βιοπορισμός του. Άλλωστε και η οικογένειά του ασχολιόταν και επαγγελματικά με αυτήν. Το 1963 κατεβαίνει στην Αθήνα για ν’ αναζητήσει το όνειρό του, έχοντας εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του σε μία εποχή άνθησης του λαϊκού τραγουδιού. Είναι μόλις 16 χρόνων, και με όλο το θάρρος της ηλικίας του βρίσκει αρχικά δουλειά στο Κέντρο «Μανωλιά», στην περιοχή της Ακαδημίας Πλάτωνος.
Ακολουθεί συνεργασία με τον σταρ της εποχής, τον Μανώλη Αγγελόπουλο, και λίγο μετά περνάει από ακρόαση στην «Τριάνα του Χειλά» μπροστά σε δυο μεγάλους του Ελληνικού τραγουδιού: Τον Γιάννη Παπαϊωάννου και τον Στέλιο Καζαντζίδη.
Με τον τελευταίο, για περίπου δύο χρόνια συνεργάζονται και στη χώρα μας και σε τουρνέ στο εξωτερικό. Είναι όμως η περίοδος που ο Καζαντζίδης, μετά το τέλος του γάμου του με τη Μαρινέλλα, αποφασίζει να φύγει από την νύχτα. Ήταν και η εποχή που άλλαζε η διασκέδαση, με την είσοδο των πιάτων σαν τρόπο εκτόνωσης – κάτι που ήταν απωθητικό για τον Καζαντζίδη.
Ο δεύτερος γύρος και η σύγκρουση
Με τον μεγάλο Στέλιο συναντιούνται ξανά, κι αυτήν τη φορά έχουν αλλάξει πολλά. Ο Νικολόπουλος, παρά το νεαρό της ηλικίας του, έχει αρχίσει να γίνεται όνομα, ενώ η σύνθεσή του «Νυχτερίδες κι αράχνες» γίνεται σχεδόν σαν εθνικός ύμνος.
https://www.youtube.com/watch?v=HbK330vToyQ
Ο δρόμος έχει ανοίξει για τα καλά, και ο νεαρός συνθέτης υπογράφει τη μια επιτυχία μετά την άλλη. Και όχι βέβαια με τον Στέλιο Καζαντζίδη, αλλά και με τα μεγάλα ονόματα της εποχής. Δημιουργός και τραγουδιστής, το 1975 βρίσκονται στην κορυφή με ένα τραγούδι-ορόσημο: Το «Υπάρχω».
Το συγκεκριμένο τραγούδι ήταν η αρχή μιας κόντρας μεταξύ τους που ξεκίνησε το 1979. Στην αρχή ήταν ένα μπέρδεμα που είχε ο Στέλιος Καζαντζίδης με κάποιους χρηματοδότες εταιρείας οινοπνευματωδών ποτών στον Βόλο, που είχε αναλάβει την παραγωγή του ούζου «Υπάρχω». Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι ο Χρήστος Νικολόπουλος τον ίδιο καιρό είχε πει στον Στέλιο Καζαντζίδη –που στο μεταξύ είχε αποχωρήσει από τη δισκογραφία– ότι πρέπει να κάνει μια προσπάθεια και να τα ξαναβρεί με την εταιρεία «Μίνως Μάτσας», για να αρχίσει να ξανατραγουδά. Ο Καζαντζίδης το θεώρησε προσβολή, κι από τότε χάλασαν οι σχέσεις τους.
Ύστερα από μια δεκαετία όχι μόνο ξαναμίλησαν, αλλά συνεργάστηκαν και σε ένα άλμπουμ, ενώ το 1992 δημιουργούν άλλη μια τεράστια επιτυχία με το άλμπουμ Βραδιάζει. Τρία χρόνια αργότερα ο Νικολόπουλος γύρισε έναν προσωπικό δίσκο και ζήτησε από τον Καζαντζίδη να συμμετάσχει με ένα τραγούδι.
Αρχικά ο Στέλιος δέχτηκε, αλλά όταν επρόκειτο να μπει στο στούντιο και πληροφορήθηκε ότι η εταιρεία θα ήταν η Μίνως, αρνήθηκε στον Χρήστο Νικολόπουλο, ο οποίος αντέδρασε λέγοντάς του «Σε μένα δεν λες ένα τραγούδι, Στέλιο;», κι ο Στέλιος απάντησε: «στην εταιρεία αυτή, ποτέ»…
Από εκεί και πέρα ξεκίνησε ένας απίστευτος πόλεμος, με μηνύσεις και απαγορεύσεις, που πέρασε –και δη ηχηρότατα– από τα δικαστήρια. Ξέχωρα από την πατρότητα των τραγουδιών, μπήκαν στη μέση και πολλά άλλα, με τον συνθέτη μάλιστα να κερδίζει δύο φορές ασφαλιστικά μέτρα εναντίον του τραγουδιστή, ώστε να σταματήσει ο τελευταίος να αναφέρεται σε εκείνον με χυδαία και υποτιμητικά σχόλια.
Έκτοτε οι δυο τους δεν ξαναμίλησαν ούτε ήρθαν σε επαφή. Όταν ο Καζαντζίδης πλησίαζε προς το τέλος της ζωής του εξέφρασε την επιθυμία να μπει ένα τέλος, θέλοντας ίσως να αφήσει αυτόν τον κόσμο χωρίς έχθρες. Όπως όμως αποκάλυψε ο ίδιος ο Νικολόπουλος, αρνήθηκε να τον συναντήσει κι ας ήταν μια από τις τελευταίες επιθυμίες του.
«Δεν ξαναμιλήσαμε έκτοτε. Λίγο πριν πεθάνει ζήτησε να με δει και δεν πήγα. Πιστεύω πως έκανα λάθος. Άκουσα από έναν φιλόσοφο πως ό,τι κακό αφήνεις πίσω σου, σε ακολουθεί στην υπόλοιπη ζωή σου. Πιστεύω ότι έκανα λάθος που δεν πήγα», είχε πει ο συνθέτης σε συνέντευξη του στον Νίκο Χατζηνικολάου.
Όταν αλλάζει το κύμα
Δεκαετία 1980. Η ορμή των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων έχει καταλαγιάσει, ενώ στο λαϊκό τραγούδι έχει αρχίσει να κυριαρχεί το εύκολο σουξέ και οι στίχοι-σλόγκαν. Ο Χρήστος Νικολόπουλος δεν επαναπαύεται στις δόξες του πρόσφατου παρελθόντος του, και ψάχνει νέες φόρμουλες. Και τα καταφέρνει. Σε μια εποχή που ήταν πολύ εύκολο να υποκύψει κανείς στην ευκολία, ο συνθέτης κάνει μια σειρά από τραγούδια που αρκετά από αυτά μπορεί κάποιος να τα χαρακτηρίσει και αριστουργήματα. Από τις «Νταλίκες» στο «Παίξε Χρήστο επειγόντως», ή στα τραγούδια που ερμήνευσε ο Γιώργος Νταλάρας και που στην ουσία πήγαν την καριέρα του σε άλλους δρόμους.
Το να αναφέρει κάποιος τα σπουδαία και κλασικά τραγούδια του Νικολόπουλου εκείνης της περιόδου θα ήταν σαν ένας μουσικός τηλεφωνικός κατάλογος. Άλλωστε όλοι τα έχουν τραγουδήσει και αγαπήσει. Και θα τα αγαπάνε για πάντα.
Το ίδιο συνεχίστηκε και κατά την πολύχρωμη, ποπ και «εύκολη» δεκαετία του ’90. Και ήταν τότε, το 1993, που κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ σπουδαίο, αξεπέραστο, αλλά και σαν κατάθεση ψυχής.
Κυρίως ορχηστρικό, το Ξημέρωμα 1ης Ιανουαρίου 2000 μ.Χ. ήταν ένα άλμπουμ που ευτυχώς αγαπήθηκε και κλείνει όλη την σοφία αυτού του χαρισματικού δημιουργού.
Ο ήσυχος κύριος της διπλανής πόρτας
«Ποτέ δεν έχω εκθέσει την οικογένειά μου, είμαι παραδοσιακός άνθρωπος, μου αρέσει φοβερά η οικογένειά μου, θέλω να είμαι μαζί τους. Δεν απόλαυσα αυτή την οικογενειακή θαλπωρή, γιατί το διάστημα από το 1970 έως το 1985 εργαζόμουν στο στούντιο. Σε όλες τις μεγάλες επιτυχίες έπαιζα μπουζούκι. Έλειπα συχνά από το σπίτι μου. Τα δύο μου παιδιά μεγάλωναν και τα έβλεπα λίγο, και τώρα έχω δύο εγγόνια». Ο Χρήστος Νικολόπουλος μίλησε πριν από λίγο καιρό για την προσωπική του ζωή. Και ήταν μια από τις ελάχιστες φορές που έκανε λόγο για μια ευτυχία –με προβλήματα λόγω της δουλειάς του, όπως ομολόγησε ο ίδιος– που κρατά σχεδόν μισό αιώνα.
Δεν ήταν εύκολη η ζωή τους. Ο συνθέτης είχε εξομολογηθεί τη μάχη που έδωσε με την κατάθλιψη, τις κρίσεις πανικού αλλά και τα μαχαιρώματα στο χώρο. Αλλά τελικά βγήκε νικητής και απολαμβάνει τους καρπούς της ζωής του.
Ο Χρήστος Νικολόπουλος δεν είναι μόνο σπουδαίος δημιουργός, αλλά και σπουδαίος άνθρωπος. Τρανή απόδειξη ότι είχε δηλώσει για τη σύζυγό του: «Η γυναίκα μου είναι ο ήρωάς μου. Μεγάλωσε τα παιδιά μας, επιβαρύνθηκε όλη τη διαδικασία – από τα φαγητά, τα σχολεία, να τα πηγαίνει, να τα φέρνει, παρελάσεις, γιορτές, σε όλα έτρεχε αυτή… Της χρωστάω πάρα πολλά. Είμαστε μαζί 48 χρόνια και δεν ανταλλάξαμε ποτέ ούτε μία κουβέντα, δεν μαλώσαμε ποτέ. Είμαστε ακόμα ερωτευμένοι».
Σπύρος Δευτεραίος