Η πρώτη (βιαστική) απάντηση θα ήταν ότι πρόκειται για την ποντιακή εκδοχή τού «εχθρεύομαι», και μάλιστα με βαρβάτο τυπογραφικό λάθος. Αλλά δεν θα ήταν σωστή!
Το ρήμα εχτρέβω (έτσι, με -β-), προέρχεται από το αρχαιοελληνικό εκστρέφω, που σημαίνει «στρέφω προς τα έξω».
Οι ερμηνείες που παραθέτει ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου για το ρήμα και τα παράγωγά του έχουν ως εξής:
1) Αντιστρέφω, γυρίζω τα μέσα έξω: εχτρέβω το καμίσιν, αλλά και εχτρέβει τ’ ομμάτα τ’ (δλδ. γουρλώνει τα μάτια του). Στην παθητική φωνή (εχτρέβομαι): ανατρέπομαι, αναποδογυρίζομαι.
2) Διανοίγω, μεγαλώνω τρύπα.
Το έχτρεμαν, αντίστοιχα, είναι το να γυρίζει κανείς τα ρούχα του ανάποδα, ενώ μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το εχτρεφτέριν, που είναι το σκέπασμα του τηγανιού, το οποίο χρησιμοποιούσαν για να γυρίσουν τα «ζυμαρικά» ώστε να τα τηγανίσουν και από το άλλο μέρος.
Μιλώντας για ζυμαρικά, βέβαια, ο νους μας θα πρέπει να πάει στην ποντιακή κουζίνα (αλλά και πολλά χρόνια πίσω), όπου με αυτήν τη λέξη εννοούσαν γενικά όλα «τα εκ ζύμης οικιακά παρασκευάσματα».
Σήμερα με το εχτρεφτέριν θα γυρίζαμε τις ομελέτες.