«Στη μνήμη μου υπάρχει έντονα η παιδική μου ηλικία στη Δόξα Διδυμοτείχου. Είχα το προνόμιο να ζήσω σε επαφή με τη φύση, με τις εποχές και με παιχνίδια. Ήμασταν άνθρωποι φτωχοί, χωρίς ανέσεις, ο χειμώνας ήταν δύσκολος, δεν είχαμε τρεχούμενο νερό και ηλεκτρικό, ούτε τηλεόραση. Στο καφενείο του πατέρα μου, στην πλατεία, ερχόταν συχνά ένας κινητός κινηματογράφος, όσοι δεν είχαν χρήματα για εισιτήριο μας έδιναν αυγά».
Σαν σήμερα λοιπόν έρχεται στον κόσμο ένα κοριτσάκι που μεγαλώνοντας έγινε μια σπουδαία ηθοποιός, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη.
Με πολύ κόπο, πολλές στερήσεις και με γενναίες αποφάσεις που στην πορεία λειτούργησαν υπέρ της. Έστω κι αν φάνταζαν τολμηρές τη συγκεκριμένη περίοδο που πάρθηκαν.
Και μπορεί να πέρασε δύσκολα χρόνια σε οικονομικό επίπεδο, όμως από την ώρα που γεννήθηκε είχε γύρω της μεγάλη αγάπη: «Οι γονείς μου –απλοί άνθρωποι, δεν είχαν τελειώσει το Δημοτικό– είχαν μια σοφία ζωής, έμφυτη καλοσύνη και πολύ μεγάλη αγάπη. Όταν ακούω ιστορίες κακοποίησης παιδιών ή γυναικών, θλίβομαι και εξοργίζομαι. Κάποτε μια δημοσιογράφος με ρώτησε “δεν έχετε οικογένεια;”. Μα πώς δεν έχω οικογένεια, πώς ήρθα στον κόσμο; Μπορεί να μην έκανα παιδί, αλλά έχω ανίψια».
Ο δρόμος για την Αθήνα
Όταν η Καρυοφυλλιά ήταν 12 χρόνων, οι γονείς της πήραν τη μεγάλη απόφαση να φύγουν από το χωριό για να δώσουν στα παιδιά τους καλύτερες συνθήκες ζωής και παιδείας. Έτσι πήγαν στη Θεσσαλονίκη. Τα ανέμελα παιδικά χρόνια στο χωριό τελειώνουν, αλλά το νεαρό κορίτσι έχει αρχίσει να ακούει θεατρικά έργα στο ραδιόφωνο και να ονειρεύεται την υποκριτική. Ως άριστη μαθήτρια –με απολυτήριο 19,5– είναι σίγουρο ότι θα σπουδάσει. Δηλώνει ως πρώτη επιλογή το Πολυτεχνείο στην Αθήνα, με απώτερο σκοπό να δώσει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Αλλά…
«Όσο όμως περίμενα τα αποτελέσματα, διάβασα στον Τύπο της Θεσσαλονίκης για τη Δραματική του ΚΘΒΕ. Έμαθα έναν μονόλογο της Ηλέκτρας σε μετάφραση Κ.Χ. Μύρη, πήγα και πέρασα. Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα, είχα μπει στο Πολυτεχνείο στην Αθήνα. Δεν ήθελα όμως να αφήσω τη σχολή, που είχε ξεκινήσει» είχε δηλώσει σε συνέντευξή της.
«Οι γονείς μου δυσκολεύονταν οικονομικά. Η μητέρα μου δούλευε σε εργοστάσια ή καθαρίστρια σε σπίτια στη γειτονιά, και ο πατέρας μου είχε μια αναπηρία από ατύχημα. Έτσι αποφάσισα να μείνω, έκανα αμοιβαία μεταγραφή στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης, αλλά στο τρίτο έτος τα παράτησα. Ήξερα ότι θα ακολουθήσω το θέατρο. Ήταν ένας μαγικός κόσμος για μένα».
Πώς αντέδρασαν όμως οι γονείς της σε αυτήν την απόφαση; «Οι γονείς μου δεν αντέδρασαν καθόλου. Ήταν άνθρωποι καλοί, με μια ευγένεια, μια καλοσύνη και μια χαρά της ζωής. Οι ταινίες, τα τραγούδια, το τζουκ-μποξ στο καφενείο, η Αλίκη που την αγαπούσαν, η Καρέζη. Ο πατέρας μου αισθανόταν ότι η κόρη του θα γίνει Βουγιουκλάκη, Αλικάκι».
Τελειώνει πρώτη και της προτείνουν να συμμετάσχει στην Πειραματική Σκηνή της σχολής. Εκείνη δέχεται, αλλά δεν υπάρχει χρηματική ανταμοιβή γι’ αυτό. Οπότε για να ζήσει αρχίζει να δουλεύει ως καθηγήτρια σε ιδιαίτερα, σερβιτόρα σε μπαρ, αλλά και μπέιμπι σίτερ σε μια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου, που είχε μωρό. Αυτό το θυμάται ιδιαίτερα έντονα καθώς: «Είχε τεράστια βιβλιοθήκη και όλα τα τεύχη του περιοδικού Ζυγός, για τα εικαστικά. Όσο κοιμόταν το μικρό, διάβασα όλη την ιστορία της τέχνης».
Σιγά-σιγά χτίζει όνομα στη θεατρική Θεσσαλονίκη, και γύρω στο 1983 η δασκάλα της, η Μάγια Λυμπεροπούλου, της προτείνει να κατέβει στην Αθήνα όπου μαζί με τον Κώστα Αρζόγλου στήνουν ένα φιλόδοξο project, το «Αεικίνητο», το οποίο στη δεύτερη δουλειά ναυάγησε οικονομικά.
Για καλή της τύχη, εκεί γνωρίζει τον Μηνά Χατζησάββα, ο οποίος όχι μόνο γίνεται φίλος ζωής, αλλά την προτείνει και στον σκηνοθέτη Γιώργο Μιχαηλίδη που τότε έστηνε το «Ανοιχτό Θέατρο» στου Γκύζη. Από εκεί και πέρα η Καραμπέτη γίνεται η αγαπημένη και της θεατρικής Αθήνας, με ουρές στο Κρίμα που είναι πόρνη και το Λούλου που θα ζήλευαν και τα εμπορικά θέατρα της εποχής.
Πατάω ένα κουμπί
«Όταν ο Κουτσομύτης μου πρότεινε τον “Κίτρινο Φάκελο”, έκανα έναν μήνα να του απαντήσω. Ρωτούσα τους πάντες – τη Μάγια, τον Μηνά. Πήγα μετά φόβου Θεού. Αλλά ναι, άξιζε», είχε δηλώσει για την πρώτη της τηλεοπτική σειρά η ηθοποιός. Αμέσως μετά της πρότεινε ο Νίκος Φώσκολος να παίξει στη «Λάμψη» όμως εκείνη αρνήθηκε λόγω ιδιοσυγκρασίας. Ευτυχώς, γιατί ακολούθησε ο μεγάλος θρίαμβος στο «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» που την εκτόξευσε στην κορυφή, και μέχρι και η Αλίκη Βουγιουκλάκη είχε πει στην τηλεόραση τα καλύτερα για τη νεαρή ηθοποιό.
Η αναγνωρισιμότητα όμως φέρνει και άλλα θέματα, όπως την έκθεση στα ΜΜΕ. Για λίγα χρόνια ζει το –ξένο προς αυτήν– να ασχολούνται έντυπα και εκπομπές όχι με την τέχνη της, αλλά με τη ζωή της. Όμως εκείνη δεν πτοείται.
Όπως έχουν πει καλλιτεχνικοί συντάκτες που δούλευαν εκείνα τα χρόνια σε έντυπα, η Καραμπέτη δεν πήρε ποτέ τηλέφωνο να διαμαρτυρηθεί για όσα της έχουν γράψει για τα προσωπικά της.
Όσον αφορά το θέατρο, συνεχίζει να κτίζει μια καριέρα αξιοθαύμαστη με απόλυτη ισορροπία μεταξύ κλασικού και μοντέρνου ρεπερτορίου. Και φυσικά αρχαίο δράμα. Το μόνο «πρόβλημα» είναι ότι δεν της είχαν προτείνει σχεδόν ποτέ να παίξει σε κωμωδία.
Μύθοι και αλήθειες
Για την Καραμπέτη δύο μύθοι κυκλοφορούν τις τελευταίες δεκαετίες: Ο ένας ότι είχε εισβάλει στο γραφείο ενός παραγωγού για να διεκδικήσει χρήματα που της όφειλε παρά πολύ καιρό. Ο άλλος ότι έχει αρνηθεί να κάνει διαφημίσεις. Αλήθεια ή ψέμα, ουδείς γνωρίζει. Ούτως ή άλλως η ίδια δεν έχει διστάσει να δηλώσει: «Η πορεία μου χτίστηκε με πολύ κόπο και οικονομικές δυσκολίες. Δυστυχώς στην Ελλάδα το να υπηρετείς την τέχνη δεν αμείβεται το ίδιο καλά με τα εμπορικά θεάματα. Πάντα αισθανόμουν κι εγώ και οι άλλοι τον ασφυκτικό κλοιό τού “θα τα βγάλω πέρα;”».
Η Καραμπέτη δεν επαναπαύτηκε στις δάφνες της μεγάλης ηθοποιού που ζει μακριά από τον κόσμο. Δεν δίστασε να μιλήσει για την άνοδο της Ακροδεξιάς, τον σεξισμό, την ενδοοικογενειακή βία, αλλά και την οικονομική κρίση. Και βέβαια να κάνει την αυτοκριτική της: «Είναι μεγάλη η ανάγκη μου να αφεθώ αλλά έχω έναν μεγάλο εχθρό, τον εαυτό μου. Ο Ανδρέας Βουτσινάς μού έλεγε “έχεις το σύνδρομο της καλής μαθήτριας και πρέπει να το αποβάλεις. Κάποια στιγμή να γίνεις κι εσύ δασκάλα”. Δεν έγινα ποτέ, είναι τεράστια η ευθύνη».
Όσον αφορά την τέχνη, έχει πει: «Η τέχνη δεν σε προδίδει ποτέ, εσύ μπορεί να την απογοητεύσεις. Είναι ένας δύσκολος χώρος. Σαφώς και υπήρχαν δύσκολες στιγμές. Ποτέ δεν παράτησα δουλειά. Τιμούσα πάντα το λόγο μου, ακόμα κι όταν έβλεπα ότι η παράσταση πάει σε ναυάγιο. Δεν γίνεται να είσαι χάλια στις σχέσεις και τη συμπεριφορά σου και να θέλεις να κάνεις καλό θέατρο. Μα το θέατρο είναι σχέσεις ανθρώπινες».
Τι έχει πει όμως για το πέρασμα του χρόνου;
«Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ το χρόνο που περνάει. Όταν ήμουν νέα περισσότερο φοβόμουν την έννοια της φθοράς, του γήρατος και του θανάτου, το υπαρξιακό μου ήταν πολύ πιο οξυμένο σε σχέση με μια σχετική συμφιλίωση που υπάρχει τώρα. Βλέπεις γύρω σου ότι η γενιά σου μεγαλώνει, γερνάει, βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη. Φεύγουν οι αγαπημένοι σου άνθρωποι, φεύγουν οι γονείς σου, οι φίλοι σου, οι δάσκαλοί σου, ένας ολόκληρος κόσμος. Αυτό, πέρα από τον πόνο και την οδύνη, σε κάνει να σκεφτείς ότι έρχεται και η δική σου σειρά, κάπου το φιλοσοφείς το πράγμα και εύχεσαι το ταξίδι να κρατήσει όσο γίνεται πιο πολύ, αλλά να κρατήσει καλά…».
Την τελευταία πενταετία κατέκτησε και έναν χώρο που λίγο τον είχε αμελήσει, αυτόν του κινηματογράφου. Με δύο τρανταχτές επιτυχίες, την Ευτυχία και τη Φόνισσα, βίωσε και αυτήν τη χαρά –περνώντας και στη νέα γενιά–, ενώ για τη δεύτερη ταινία βραβεύτηκε και στο εξωτερικό. Μάλιστα πριν από λίγες ημέρες έδειξε το μεγαλείο της προσωπικότητάς της, όταν υπερασπίστηκε τη Βίκυ Καγιά για την επίθεση που δέχτηκε ως υποψήφια για βραβείο ερμηνείας. Και όχι μόνο μπροστά στις κάμερες, αλλά όπως αποδείχθηκε την πήρε τηλέφωνο να της δηλώσει την συμπαράστασή της.
Θα μπορούσαμε να γράψουμε σεντόνια για το πόσο σπουδαία είναι η Καραμπέτη. Οπότε κρατάμε μόνο την αλήθεια της και της ευχόμαστε τα καλύτερα: «Είμαι 64 χρόνων και το δηλώνω ως τύχη και ευλογία που έφτασα έως εδώ».
Σπύρος Δευτεραίος