Για τους συμπατριώτες της ήταν η Τζίνα Λολομπρίτζιντα (Luigia «Gina» Lollobrigida), στη χώρα μας η Τζίνα Λολομπριγκίτα. Τελικά της κόλλησαν το χαριτωμένο «Λολό» και ησυχάσαμε. Όχι ότι μια σταρ του μεγέθους της είχε ανάγκη από τέτοια τερτίπια. Γιατί η Τζίνα είτε με το πεντασύλλαβο επίθετό της είτε με το χαριτωμένο δισύλλαβο, ήταν κορυφαία σταρ – όχι μόνο στην Ιταλία αλλά σε όλο τον πλανήτη. Και στο Χόλιγουντ τα πήγε καλά, απλώς λόγω εικόνας και «μυαλών» της εποχής δεν της δόθηκε το κάτι παραπάνω σε ρόλους. Όμως και εκεί θριάμβευσε.
Και όταν ήρθε η χρυσή ηλικιακή ωριμότητα, είπε ένα ωραιότατο arrivederci και επέστρεψε στην πρώτη της αγάπη: Τα εικαστικά.
Ναι, η Τζίνα δεν ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός, αλλά η ζωή –και αρχικά η ανέχεια– την πήγε αλλού. Και συγκεκριμένα στην κορυφή.
Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά, και μετά πάλι ψηλά
Θα μπορούσε η ζωή της να ήταν ένα καραμπινάτο μελό από αυτά που έβγαζε ο ιταλικός κινηματογράφος. Ωραίο κορίτσι μεγαλώνει αρχικά στα πλούτη, αλλά ο μπαμπάς τα χάνει όλα. Προκύπτει και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και άσ’ τα να πάνε.
Στη μεταπολεμική Ιταλία, η 20χρονη Τζίνα θέλει να ασχοληθεί με τα εικαστικά. Προκύπτουν ωστόσο αρχικά τα τοπικά καλλιστεία και μετά τα μεγάλα, τα εθνικά, κι εκείνη συμμετέχει λόγω χρηματικού επάθλου. Ξεχωρίζει και γίνεται γνωστή, κι από το πουθενά προκύπτει και ο κινηματογράφος. Από το 1946 ως το 1953 εμφανίστηκε σε 27 ιταλικές και γαλλικές ταινίες, οι περισσότερες από τις οποίες διέγραψαν παγκόσμια επιτυχία. Σειρά είχε το Χόλιγουντ.
Η Σοφία, η Σιλβάνα και η Μελίνα
Το μελό συνεχίστηκε, γιατί η Λολό –όπως την αποκαλούσαν αρχικά οι συμπατριώτες της και μετά όλος ο πλανήτης– τα κατάφερε μόνη της και χωρίς τις ξένες πλάτες (βλ. θεά –και ίδια κλάση– Σιλβάνα Μάνγκανο με άντρα παραγωγό τον Ντίνο Ντε Λαουρέντις ή Σοφία Λόρεν με τον Κάρλο Πόντι). Και εδώ προκύπτει ο διχασμός, γιατί ως φαίνεται κυλάει στο αίμα των μεσογειακών λαών: Σοφία ή Τζίνα; Γιατί και οι δυο τους πέρασαν και από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Υπήρξε όμως και άλλη κόντρα, και δη ελληνική. Με τη Μελίνα. Όταν ο Ντασέν γύρισε την ταινία La Loi (ελληνικός τίτλος: Θηλυκός δαίμων), οι χρηματοδότες ήθελαν για πρώτο όνομα την Ιταλίδα και ο ρόλος της Μελίνας μίκρυνε.
Η κατάσταση στο πλατό ήταν μονίμως ηλεκτρισμένη, και οι δυο τους μετά το τέλος των γυρισμάτων δεν μίλησαν ποτέ ξανά.
Λίγα χρόνια αργότερα η δικιά μας πήρε μια μίνι εκδίκηση, καθώς με την επιτυχία τού Ποτέ την Κυριακή η ταινία κυκλοφόρησε ξανά σε επανέκδοση, και στα διαφημιστικά το όνομα της Μελίνας ήταν πρώτο. «Η Τζίνα Λολομπρίτζιντα ήταν μια τρομερή εμπειρία για μένα. Ξέρω ότι είμαι ζηλιάρα, αλλά δεν μπορώ να συμπεριφέρομαι με αυτόν τον τρόπο – να σταματώ το γύρισμα μιας ταινίας απαιτώντας κοντινά πλάνα», είχε δηλώσει η Μελίνα αργότερα.
Και μπορεί στα ντουζένια της η Λολό να ήταν πανέμορφη και ερωτική, όμως ερωτικά σκάνδαλα δεν προέκυψαν. Μια σχέση-εξπρές με τον Γιουλ Μπρίνερ στα γυρίσματα του φιλμ Ο Σολομών και η βασίλισσα του Σαβά – μια ταινία που είχε κακό κάρμα, καθώς στα γυρίσματα σκοτώθηκε ο Τάιρον Πάουερ, που ήταν ο αρχικός πρωταγωνιστής, και αντικαταστάθηκε από τον Μπρίνερ.
Πολλά χρόνια αργότερα ακούστηκαν διάφορα για κάποιους αστέρες, αλλά ήταν… πταίσματα.
Στην προσωπική της ζωή, είχε παντρευτεί τον Ιανουάριο του 1949 τον Σλοβάκο γιατρό Μίλκο Σκόφιτς. Τον Ιούλιο του 1957 απέκτησαν έναν γιο, τον Αντρέα Μίλκο Σκόφιτς, ο οποίος τους χάρισε έναν εγγονό, τον Δημήτρη, που γεννήθηκε το 1994. Το 1971 η Τζίνα χώρισε τον σύζυγό της, με τον οποίον ζούσαν τουλάχιστον πέντε χρόνια χωριστά, καθώς εκείνος είχε ήδη αρχίσει μια σχέση με Αυστριακή τραγουδίστρια της όπερας. Ναι, η εκρηκτική Ιταλίδα έχασε από την Αυστριακή – συμβαίνουν και αυτά.
Τη δεκαετία του ’70 άρχισε σιγά-σιγά να εγκαταλείπει το σινεμά, ενώ στις αρχές της επόμενης γύρισε στην Αμερική για το τηλεοπτικό «Φάλκον Κρεστ» που της χάρισε υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα.
Και όταν άρχισε τους αποχαιρετισμούς στο σινεμά, γύρισε εκεί όπου άνηκε: Στα εικαστικά. Ως φωτογράφος μάλιστα έφτασε ως την Κούβα, επί Φιντέλ Κάστρο. Ασχολήθηκε επίσης με τη γλυπτική, αλλά και με την πολιτική και τη δημοσιογραφία.
Φυσικά δεν ξεχάστηκε ως ηθοποιός. Απλώς απείχε.
Η άλλη πλευρά του μύθου
Στη νέα της ζωή η Λολό ήταν σαν να άφησε τον εαυτό της να ξεφύγει. Ήταν κοινό μυστικό ότι μεγαλώνοντας είχε αδυναμία στους νεαρούς άνδρες, τώρα γνωρίζουμε ότι αυτό της κόστισε ακριβά. Μοιραίος άντρας της ζωής της αποδείχθηκε ο 37χρονος Αντρέα Πιατσόλα.
Ο Πιατσόλα είχε μετακομίσει στο σπίτι της αναζητώντας δουλειά σε ηλικία 21 ετών, και πριν από το θάνατό της καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκιση καθώς κρίθηκε ένοχος για κλοπή εκατομμυρίων από τη σταρ. Η κατάσταση με τον νεαρό είχε γίνει ανεξέλεγκτη, τόσο που το 2017 ο γιος της έκανε για δεύτερη φορά αίτηση νόμιμης κηδεμονίας η οποία χορηγήθηκε δύο χρόνια αργότερα, και ειδοποίησε τις Αρχές για τη χειραγώγηση της μητέρας του από τον νεαρό φίλο της.
Μια ψυχιατρική αξιολόγηση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε «εξασθένηση στη σωστή αντίληψη της πραγματικότητας» και ότι η σταρ βρισκόταν σε κατάσταση «ευαλωτότητας».
Όταν ανοίχτηκε η διαθήκη της, η περιουσία είχε μοιραστεί στον γιο και τον Πιατσόλα, μόνο που το μεγαλύτερο μέρος της είχε χαθεί. Μαντεύετε από ποιον.
Ναι, αυτή η εικόνα ήταν θλιβερή. Από την άλλη, ό,τι και αν συνέβη, για τους γείτονες ήταν η μία και μοναδική Τζίνα. Και όταν έφυγε, τον Ιανουάριο του 2023, οι Ιταλοί πένθησαν. Όχι γιατί περίμεναν κάποια επιστροφή στα 96 της, αλλά γιατί ήταν η ιστορία μιας εποχής που έχει φύγει ανεπιστρεπτί.
Οι μνήμες ωστόσο μένουν, σαν το Ραντεβού κάθε Σεπτέμβρη, όπου ήταν μαγικό ζευγάρι με τον Ροκ Χάντσον. Και το πρόβαλε κάθε Σεπτέμβριο ένας θερινός κινηματογράφος στην Κυψέλη, που έχει κλείσει εδώ και 30 χρόνια. Άλλος κόσμος, άλλος πλανήτης. Αλλά με τέτοια ιστορία και τέτοια ομορφιά αξίζει να την θυμάσαι.
Σπύρος Δευτεραίος