Ένα μνημειώδες έργο το οποίο έφτιαξε χρησιμοποιώντας τα γράμματα ως εργαλείο ελευθερίας υπό από την κομμουνιστική τυραννία του Εμβέρ Χότζα, μιας από τις χειρότερες δικτατορίες του 20ού αιώνα, αφήνει πίσω του ο διακεκριμένος Αλβανός συγγραφέας Ισμαήλ Κανταρέ, ο οποίος πέθανε νωρίτερα σήμερα σε νοσοκομείο των Τιράνων σε ηλικία 88 ετών.
Εθνογράφος και μυθιστοριογράφος, ο Κανταρέ, άλλοτε με σαρκασμό και άλλοτε χρησιμοποιώντας το γκροτέσκο και το επικό, εξερεύνησε τους μύθους και την ιστορία της χώρας του, για να ‘διαμελίζει’ τους μηχανισμούς ενός παγκόσμιου κακού, του ολοκληρωτισμού.
«Η κομμουνιστική κόλαση, όπως και κάθε άλλη κόλαση, είναι ασφυκτική», είχε δηλώσει ο Κανταρέ στο Γαλλικό Πρακτορείο σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του, τον Οκτώβριο, λίγο πριν τιμηθεί με το παράσημο του Μέγα Αξιωματικού της Λεγεώνας της Τιμής από τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν.
«Αλλά στη λογοτεχνία, αυτό μεταμορφώνεται σε δύναμη ζωής, μια δύναμη που σε βοηθά να επιβιώσεις, να νικήσεις τη δικτατορία κατά μέτωπο».
Η λογοτεχνία «μου έδωσε όλα όσα έχω σήμερα, ήταν το νόημα της ζωής μου, μου έδωσε το κουράγιο να αντισταθώ, την ευτυχία, την ελπίδα να ξεπεράσω τα πάντα», είχε πει, ήδη αδύναμος, από το σπίτι του στα Τίρανα, την πρωτεύουσα της Αλβανίας.
Η «Κόχη της Ντροπής» (1978) βρίσκεται στη κεντρική πλατεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι το μέρος όπου εκτίθενται τα κεφάλια των ηττημένων εχθρών ή των μεγάλων αξιωματούχων του κράτους που έτυχε να πέσουν σε δυσμένεια. Το 1822 η «Κόχη της Ντροπής» περιμένει το κεφάλι του Αλή Πασά του Τεπελενλή, του αντάρτη, ο οποίος στη μακρινή Αλβανία επαναστάτησε ενάντια στο Σουλτάνο: αυτή η υπενθύμιση της οθωμανικής κατοχής επαναλαμβάνεται σε πολλά έργα του Κανταρέ όπως στα «Ταμπούρλα της βροχής» (1970).
«Η Αλβανία έχασε την Ευρώπη δύο φορές»
«Ανήκω σε έναν από τους λαούς των Βαλκανίων, τον αλβανικό λαό, που έχασε την Ευρώπη δύο φορές: τον 15ο αιώνα, κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κατοχής και μετά τον 20ο αιώνα, κατά την κομμουνιστική περίοδο», είχε δηλώσει στη γαλλική εφημερίδα Le Monde ο συγγραφέας τον Ιανουάριο του 2015 μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι.
Το πλούσιο συγγραφικό έργο του, που αριθμεί περίπου 50 μυθιστορήματα, δοκίμια, διηγήματα, ποιήματα, θεατρικά και έχει μεταφραστεί σε 40 γλώσσες, γράφτηκε εν μέρει υπό τον Χότζα, ο οποίος μέχρι τον θάνατό του, το 1985, κυβέρνησε με σιδηρά πυγμή την ασφυκτικά καταπιεσμένη χώρα του.
Για τον Ισμαήλ Κανταρέ, ο ζυγός δεν θα μπορούσε να αποτελεί δικαιολογία: ο συγγραφέας έχει καθήκον να παραχωρήσει στον εαυτό του απόλυτη ελευθερία, να «βρίσκεται στην υπηρεσία της ελευθερίας».
«Η αλήθεια δεν βρίσκεται στις πράξεις αλλά στα βιβλία μου που είναι μια αληθινή λογοτεχνική διαθήκη», έλεγε ο Κανταρέ στο Γαλλικό Πρακτορείο το 2019.
Η αρχή και η σχέση με τον Χότζα
Γεννημένος στο Αργυρόκαστρο (όπως και ο Χότζα), που πρωταγωνιστεί στο «Χρονικό της Πέτρινης Πόλης» (1970) στη νότια Αλβανία, εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα το 1963: «Ο στρατηγός της στρατιάς των νεκρών»: ένας Ιταλός αξιωματικός πηγαίνει στην Αλβανία για να ξεθάψει τους συμπατριώτες του που σκοτώθηκαν εκεί κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.
Ο Κανταρέ άρχισε να γράφει από την παιδική του ηλικία, όταν ανακάλυψε σε βιβλιοθήκη της οικογένειάς του τον «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ, έναν από τους ήρωές του μαζί με τον Αισχύλο, τον Θερβάντες, τον Δάντη και τον Γκόγκολ.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, σπούδασε στο Ινστιτούτο Μαξίμ Γκόρκι στη Μόσχα, μια εστία του σοβιετικού ρεαλισμού, ένα λογοτεχνικό είδος που αποστρεφόταν καθώς «δεν υπήρχε μυστήριο, ούτε φαντάσματα, τίποτα».
Ο,τι διδάχτηκε εκεί, τα αφηγείται στο έργο του «Το λυκόφως των θεών της στέππας» (1978).
Η απόφαση του Χότζα να κόψει τους δεσμούς με την ΕΣΣΔ του Νικίτα Χρουστσόφ φέρνει τον Ισμαήλ Κανταρέ πίσω στην Αλβανία.
Από αυτή τη ρήξη προέκυψε «Ο Μεγάλος Χειμώνας» (1973), όπου κάνει την εμφάνισή του ο Χότζα.
Το βιβλίο είναι μάλλον ευνοϊκό για τα Τίρανα, αλλά οι πιο ένθερμοι θαυμαστές του Χότζα το θεωρούν ανεπαρκώς εγκωμιαστικό και απαιτούν το κεφάλι του «αστού» συγγραφέα.
Ο Χότζα, που υπερηφανευόταν ότι είναι λάτρης της λογοτεχνίας, σπεύδει να τον βοηθήσει. Στα απομνημονεύματά της, η χήρα του, η Νεσμιγιέ Χότζα, αφηγείται πώς ο σύζυγός της, συχνά εξοργισμένος, έσωσε πολλές φορές τον Κανταρέ, ο οποίος διετέλεσε για μικρό διάστημα βουλευτής στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Προστατευμένος από τη φήμη του, όταν άλλοι καταδικάζονταν σε καταναγκαστική εργασία ή ακόμα και εκτελούνταν, ο Κανταρέ δέχτηκε επικρίσεις γι’ αυτή την ιδιότητα του «επίσημου αντιφρονούντος».
Ο ίδιος αρνούνταν ανέκαθεν οποιαδήποτε ιδιαίτερη σχέση με τη δικτατορία. «Από ποιόν με προστάτευε ο Εμβέρ Χότζα; Από τον Εμβέρ Χότζα», είχε πει στο AFP το 2016.
Ο Ισμαήλ Κανταρέ θεωρούσε τον εαυτό του συγγραφέα που «προσπάθησε να δημιουργήσει κανονική λογοτεχνία σε μια ανώμαλη χώρα».
Το ποίημά του, «Κόκκινος Πασάς» (1975), τον υποχρέωσε σε δημόσια αυτοκριτική και τα αρχεία της εποχής του Χότζα δείχνουν ότι πολλές φορές λίγο έλειψε να συλληφθεί. Κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη του αστυνομικού μηχανισμού, υπό διαρκή και ασφυκτική παρακολούθηση, στάλθηκε στην εξορία το 1990–αυτό που εξιστορεί στην «Αλβανική Άνοιξη» (1997).
Μέχρι το τέλος του, ο Κανταρέ έγραφε «συνεχώς». «Γράφω ιδέες, γράφω διηγήματα, έχω σχέδια», έλεγε στο Γαλλικό Πρακτορείο με κουρασμένη φωνή τον Οκτώβριο. «Γιατί η λογοτεχνία είναι η μεγαλύτερη αγάπη μου, η μοναδική, η μεγαλύτερη, ασύγκριτη με οτιδήποτε άλλο στη ζωή μου. Και όπως και εκείνη, ο συγγραφέας δεν έχει ηλικία».
Αν η Αλβανία ήταν το αποκλειστικό του σκηνικό, η καταδίκη του για την τυραννία ήταν καθολική – όπως εξήγησε στη «Διαφωνία» (2013): «Αν αρχίζαμε να ψάχνουμε για ομοιότητα μεταξύ των λαών, θα τη βρίσκαμε στα λάθη τους».