Ο μήνας Ιούλιος πήρε το όνομά του από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Ιούλιο Καίσαρα, ο οποίος μεταρρύθμισε το ρωμαϊκό ημερολόγιο και δημιούργησε το Ιουλιανό το 46 π.Χ. Στην Αρχαία Ελλάδα ήταν ο πρώτος μήνας του αττικού ημερολογίου και ονομάζονταν Εκατομβαιώνας. Στην ελληνική επικράτεια λεγόταν και Αλωνάρης ή Αλωνιστής, επειδή ήταν ο μήνας του αλωνίσματος των σιτηρών.
Με την ίδια ακριβώς λογική στον Πόντο λεγόταν Χορτοθέρτς, από το ουσιαστικό χόρτο και το ρήμα θερίζω.
«Έρθεν ο Χορτοθέρτς, έπαρ’ το καγάν’ σο χέρ ‘τσ’», δηλαδή ήρθε ο Ιούλιος πάρε το δρεπάνι στο χέρι σου, συνήθιζαν να λένε οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας με το που το ημερολόγιο έδειχνε 1η Ιουλίου. Στα Σούρμενα, στη Ματσούκα και στην Κρώμνη τον έλεγαν και Θερ’νό.
Σαν ποιητικός λαός που είμαστε, δεν έλειψαν από την παράδοσή μας τα δίστιχα και γι’ αυτόν το μήνα:
«Ο Μάρτ’ς μαραίν’ τα μάραντα, Απρίλτς τα μανουσάκια,
ο Χορτοθέρτς τα χορτάρα κι Αύγουστον παληκάρα»,
δηλαδή: Ο Μάρτης μαραίνει τα μάραντα ο Απρίλης τα μανουσάκια, ο Ιούλιος τα χόρτα και ο Αύγουστος τα παλικάρια.
Η διαδικασία του θερισμού ήταν μεγάλη υπόθεση στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από τη συγκομιδή των σιτηρών –βασικού στοιχείου της διατροφής μας– εξαρτιόταν η επιβίωση του πληθυσμού. Όπως μας λέει ο Φαίδων Κακουλές, λόγω ακριβώς της μεγάλης σημασίας της συγκομιδής των σιτηρών η πολιτεία απαγόρευε το διάστημα αυτό να δικάζονται οι γεωργοί, όποιο αδίκημα κι αν είχαν διαπράξει – τους έδινε δηλαδή μια ιδιότυπη ασυλία, γιατί έπρεπε να μαζευτεί η σοδειά.
Εξαιτίας του εξωστρεφούς πνεύματος των Ποντίων και της λαχτάρας τους να χαρούν τη ζωή σε όλες της τις εκφάνσεις, η περίοδος αυτή του θερισμού αποκτούσε πανηγυρικό χαρακτήρα, σύμφωνα με τον Δημήτριο Παπαδόπουλο, τον επονομαζόμενο Σταυριώτη. Με το καγάν’ ή δρεπάν’ ή δερπάν’ οι νέοι και οι νέες ξεχύνονταν μέσα στα χωράφια και άρχιζε ο θερισμός. Σπανιότερα χρησιμοποιούσαν την κερεντήν, το δρεπάνι δηλαδή με την μακριά λαβή που χρησιμοποιούνταν όταν ο χειριστής του ήταν σε όρθια στάση.
Όπως μας πληροφορεί η φιλόλογος Έλσα Γαλανίδου-Μπαλφούσια, το θέρισμα ήταν κατ’ εξοχήν γυναικεία υπόθεση. Νεαρές κοπέλες χωρισμένες σε ομάδες θέριζαν τα σιτηρά ή τα τριφύλλια για τα ζώα τους τραγουδώντας, μιλώντας και γελώντας. Η κούραση δεν ήταν ικανή για να τις καταβάλλει. Αυτά τα τμήματα που τελείωναν από τη μια άκρη στην άλλη του χωραφιού, όπως μας λέει η ίδια ερευνήτρια, λέγονταν αμνοί. Όταν ο αμνός άρχιζε με μεγάλο πλάτος και κατέληγε σε μικρό που γινόταν γωνία, λεγόταν ξιφάρ’.
Οι θεριστές κρατούσαν με το ένα χέρι το δρεπάνι και με το άλλο τα στάχυα που έκοβαν για να γίνει ένα χερόβολο. Δύο και τρία χερόβολα μαζί σχημάτιζαν ένα δεμάτ’ και αυτά με τη σειρά τους όταν προσθέτονταν σχημάτιζαν τα θεμώνια.
«Σον Αϊ-Λίαν αφκακέσ’ θερίζ’ τ’ εμόν τ’ αρνόπον
και ντ’ έμορφα και νόστιμα κρατεί το καγανόπον»
τραγουδούσαν οι ερωτευμένοι νέοι όταν αυτή που αγαπούσαν βρισκόταν μέσα στο χωράφι και θέριζε.
Υπήρχε ένα τελετουργικό που το τηρούσαν απαρέγκλιτα σε κάθε αρχή θερισμού. Το πρώτο δεμάτι που σχηματιζόταν στηνόταν όρθιο από τον ιδιοκτήτη του χωραφιού, ο οποίος φώναζε δυνατά «καλή αρχή». Οι υπόλοιποι θεριστές απαντούσαν «Άμποτες και του χρόνου».
Στη θερίστρια που απόθετε στα πόδια του ιδιοκτήτη του χωραφιού το πρώτο χερόβολο, ο νοικοκύρης ανάλογα με τη γαλαντομοσύνη του έδινε κάποιο φιλοδώρημα.
Όταν με το καλό ολοκληρωνόταν η διαδικασία του θερισμού, οι παππούδες μας κρεμούσαν στο κατώφλι της πόρτας του σπιτιού τους το αποθέρ’, το οποίο ήταν ένα μικρό δεμάτι στάχυα με καρπούς καλλιτεχνικά δεμένο που θα το ζήλευαν οι σημερινοί διακοσμητές.
Το στοιχείο του Μώμου, έμφυτο στην ποντιακή γη από την ελληνική Αρχαιότητα, δεν έλειπε από τη διαδικασία του θερισμού. Έτσι ο ιδιοκτήτης του χωραφιού έλεγε τραγουδώντας στους εργάτες του:
«Θερίστ’ αργάτ’, θερίστ΄αργάτ’ θα σπάζω την κοσσάραν,
κι αν ‘κι τελείται’ το χωράφ’, θα σπάζω την κασκάραν»,
δηλαδή: Θερίστε εργάτες και εγώ θα σφάξω την κότα (για να σας ταΐσω), αν όμως δεν τελειώσει το χωράφι (η διαδικασία του θερισμού) θα σφάξω να σας δώσω καρακάξα. [Το κρέας της καρακάξας είναι γνωστό πως δεν το τρώνε ούτε τα άγρια θηρία όσο πεινασμένα και να είναι.]
Αφού τελείωνε ο θερισμός, οι εργάτριες φορτώνονταν τα δεμάτια και τα μετέφεραν στο αλώνιν.
Το αλώνι ήταν ένας κυκλικός χώρος μικρής διαμέτρου, ο οποίος ήταν περασμένος με πηλό. Η διαδικασία για να φτιαχτεί ένα αλώνι ήταν απαιτητική. Καταρχάς δεν θα έπρεπε να έχει καθόλου κλίση, γιατί δεν θα συγκρατούσε το σπόρο. Μετά θα έπρεπε να ήταν καθαρισμένο σχολαστικά από κάθε είδους χόρτο και ζιζάνιο, αλειμμένο με επανωτά στρώματα πηλού, και στο τέλος πατημένο με το κυλιντάρ’, μια κυλινδρική πέτρα, για να γίνει το έδαφος συμπαγές.
Αφού ολοκληρωνόταν η διαδικασία της κατασκευής του, τότε οι γεωργοί έλεγαν «Εκρέμ’ σα σ’ αλών’», δηλαδή άπλωσα τα στάχυα στο αλώνι προκειμένου να αλωνιστούν.
Το αλώνισμα γινόταν με βόδια, και μάλιστα υπάρχει και μια παροιμία για την αποτελεσματικότητά τους που λέει: «Τα καλά τα βούδα αγλήγορα κόφ΄νε τα’ αλών’», δηλαδή τα καλά τα βόδια γρήγορα κόβουν το αλώνι, που σημαίνει ότι γρήγορα αλωνίζουν.
Η ίδια η διαδικασία του αλωνίσματος είχε μεγάλο ενδιαφέρον. Αρχικά περνούσαν στο λαιμό των βοδιών (ζευγάρι συνήθως) το αλωνοζύγονον, για να σύρουν πίσω τους το τοκάν’. Η λέξη τοκάν’ παράγεται από το αρχαίο ελληνικό τυκάνιον που χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει το ίδιο ακριβώς εργαλείο που είχε την ίδια λειτουργία στην Αρχαιότητα.
Τα τοκάνεα ήταν ένα σύστημα δυο παράλληλων σανιδιών που έφεραν στο κάτω άκρο τους κοφτερές σιδερένιες λάμες ή πυριτόλιθους για να γίνει ο διαχωρισμός του καρπού από το στάχυ. Για να γίνει το τοκάν’ πιο βαρύ –και έτσι πιο αποτελεσματικό–, πολλές φορές ανέβαιναν επάνω του παιδιά, στα οποία μάλιστα έδιναν και ένα ραβδί που το χρησιμοποιούσαν σαν βουκέντρα· έτσι η διαδικασία του αλωνίσματος έπαιρνε διασκεδαστικό χαρακτήρα για τα παιδιά, δυστυχώς εις βάρος των ζώων.
Στη συνέχεια σειρά είχε η διαδικασία του βορίσματος, ή το ιβόρισμα. Η φιλόλογος Έλσα Γαλανίδου-Μπαλφούσια μάς πληροφορεί πως η λέξη βόρισμαν παράγεται από το ουσιαστικό βορέας, γιατί οι γεωργοί περίμεναν να φυσήξει ελαφρύ αεράκι για να αρχίσουν το λίχνισμα, τη διαδικασία δηλαδή που ο γεωργός πετάει στον αέρα με το δικράν το γέννημα για να ξεχωρίσει ο καρπός από το άχυρο.
Μάλιστα για να γίνει γρήγορα και επιτυχημένα η δουλειά αυτή, οι γεωργοί συνήθιζαν να «τάζουν» στον αέρα, λέγοντας: «Φύσα αέρα μ’ φύσα και θα εφτάμε σε κολοθόπον», δηλαδή φύσα αεράκι μου, φύσα και θα σου φτιάξουμε ψωμάκι!
Οι παλαιοί εμούν έλεγαν για κάποιον που ανακινεί παλιές υποθέσεις: «Ατός παλαιά αχύρα εβορίζ’»!
Όσο και να έχουν περάσει τα χρόνια και η βιομηχανοποίηση της διαδικασίας παραγωγής αλεύρων να έχει κάνει τη ζωή των αγροτών πιο εύκολη, η αξία όλης αυτής της δουλειάς των προγόνων μας και του μόχθου τους για να παραχθεί το ψωμί, του κυριότερου αγαθού διατροφής που έθρεψε γενιές και γενιές Ελλήνων, όχι μόνο δεν παραγνωρίζεται αλλά και παίρνει τη θέση που της αξίζει.
Ευχόμαστε λοιπόν στους αγρότες μας καλό και πλούσιο αλώνι, και στους αναγνώστες μας το σπίτ’ ν’ εσούν ποτέ ασό ψωμίν να μην απομέν’ (να μην μείνετε ποτέ χωρίς ψωμί)!
Αλεξία Ιωαννίδου