Η ανατολή του 20ού αιώνα βρίσκει τη Σαμψούντα, στην καλύτερη φάση της. Ο Περικλής την ονόμασε «Νέο Πειραιά» λόγω της σημαντικότητας της αλλά και της πολυπληθούς παρουσίας Αθηναίων αποίκων που ήρθαν να ενισχύσουν τον ήδη υπάρχοντα ελληνικό πληθυσμό από τη Μίλητο και τη Φώκαια της Ιωνίας.
Ήταν η «συμπρωτεύουσα» του Πόντου, συναγωνιζόταν σε ζωντάνια και οικονομική ανάπτυξη την Τραπεζούντα η οποία όμως κρατούσε σθεναρά τα πρωτεία.
Κάθε χρόνο όλο και κάποιο νέο υποκατάστημα τραπέζης ξεφύτρωνε στην ακμάζουσα πόλη των νοτίων παραλιών του Εύξεινου Πόντου. Ανάμεσα στις γνωστές τράπεζες υπήρχαν και ιδιωτικές όπως αυτή του Γιουβανάκη Ανταβάλλογλου που έπαιζε σημαντικό ρόλο στην αγοροπωλησία του καπνού, του «πράσινου χρυσού» της εποχής. Οι τράπεζες δάνειζαν χρήμα σε μικροεμπόρους, καπνοπαραγωγούς και μικρομεσαίους, προάγοντας την παραγωγή και την οικονομική ευμάρεια.
Μια νέα τάξη ευπόρων αναδυόταν, αυτή των καπνοκαλλιεργητών που μεγάλωναν τις φυτείες τους κάθε χρόνο προσθέτοντας στην έγγεια περιουσία τους νέα στρέμματα αγορασμένα από Τούρκους κτηματίες οι οποίοι ούτε τη διάθεση να τα δουλέψουν είχαν, ούτε και «ελληνικό δαιμόνιο» διέθεταν. Όλος αυτός ο πλούτος από τους ανθρώπους του καπνού διοχετευόταν στην αγορά. Ταβέρνες, εστιατόρια, ουζερί, λοκάντες έσφυζαν από ζωή και έδιναν στην πόλη έναν αέρα κοσμοπολίτικο.
Οι Έλληνες δεν κρατούσαν μόνο τα πρωτεία στην οικονομική ζωή. Στα πρακτορεία των ξένων ακτοπλοϊκών γραμμών όλοι οι υπάλληλοι ήταν ντόπιοι Ρωμιοί (Πόντιοι δηλαδή) ή οικονομικοί μετανάστες που είχαν έρθει από την Ελλάδα. Το ίδιο συνέβαινε και στη Διοίκηση.
Για του λόγου το αληθές έξι από τα εφτά μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου ήταν Ρωμιοί και μόνο ένας Τούρκος. Το Εμπορικό Επιμελητήριο αποτελούνταν από τέσσερις Ρωμιούς, τρεις Αρμένιους και έναν μόνο Τούρκο. Το Γεωργικό Συμβούλιο απαρτίζονταν από έξι Ρωμιούς και δύο Τούρκους.
Το αξιοσημείωτο είναι πως οι σχέσεις μεταξύ των κοινοτήτων ήταν αγαστές.
Όταν είχαν οι Τούρκοι το ραμαζάνι τους οι Έλληνες τους εύχονταν χρόνια πολλά, και όταν ερχόταν η μεγάλη τους γιορτή το μπαϊράμι που τρεις ολόκληρες ημέρες διασκέδαζαν στους δρόμους με ούτια και σάζια χορεύοντας και τραγουδώντας, οι Ρωμιοί χαίρονταν με τη χαρά τους και αποδέχονταν τη διαφορετικότητα ως στοιχείο συμπερίληψης.
Από την άλλη πλευρά και οι Τούρκοι έμοιαζαν να μην έχουν πρόβλημα με τη σαφή υπεροχή της ελληνικής κοινότητας και έδειχναν ανοχή στις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, ευχόμενοι με τη σειρά τους γι’ αυτές. Τίποτα δεν προμήνυε τα γεγονότα της Γενοκτονίας.
Η πόλη αυτή που θεμελιώθηκε κατά τους μεταβυζαντινούς χρόνους δίπλα στα ερείπια της αρχαίας ελληνικής Αμισού, μέχρι και το πρώτο μισό του 19ου αι., είχε την όψη μιας τυπικής τουρκικής κωμόπολης των παραλίων.
Με την πυρκαγιά του 1886 χτίστηκαν καινούργια μεγάλα δημόσια κτήρια και νέα δυτικότροπα ιδιωτικά, δίνοντάς της μια μοντέρνα όψη.
Έτσι τον 20ό αι., η Σαμψούντα δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από μια ευρωπαϊκή πόλη που προσέλκυε προξενεία, εμπορικές επιχειρήσεις και εργοστάσια, μη θυμίζοντας σε τίποτα την παλιά πόλη με τους τουρκικούς μαχαλάδες. Εκεί έδρευε το προξενείο της Αυστροουγγαρίας με υποπρόξενο τον χερ Σορεντάν, της Αγγλίας, της Γαλλίας με τον Ερντέ Κορτάντζ, της Περσίας με τον πρόξενο Αμπντούλ Μεχμέτ Χαν, της Ρωσίας με τον πρόξενο Σεζβιέφ, της Αμερικής με τον Γ. Στεφόπουλο, της Ελλάδας με τον υποπρόξενο Μιχαήλ, του Βελγίου με τον Ζιρό και των σκανδιναβικών χωρών με τον Πολ ντε Καραβέλ.
Το λιμάνι της Σαμψούντας είχε εξελιχθεί σε διαμετακομιστικό κέντρο αφού ο «πράσινος χρυσός» κατέφθανε εκεί από όλη τη Μ. Ασία με καραβάνια από καμήλες και αραμπάδες αλλά και μουλάρια, για να φορτωθεί πάνω στα πλοία και να ταξιδέψει σε όλη την Ευρώπη και τον αναπτυγμένο κόσμο.
Γρήγορα η Σαμψούντα προσέλκυσε λόγω της αλματώδους ανάπτυξής της επαγγελματίες, τεχνίτες, δασκάλους, επιστήμονες και απλούς εργάτες.
Έτσι το ελληνικό στοιχείο ενισχύθηκε έτι περισσότερο και σε συνδυασμό με τις πολυάριθμες αρμένικες οικογένειες που εγκαταστάθηκαν και αυτές στην πόλη για τους ίδιους λόγους, έκαναν τον χριστιανικό πληθυσμό να υπερτερεί συντριπτικά έναντι του μουσουλμανικού στοιχείου. Οι μουσουλμάνοι περιορίστηκαν σε γεωργικές ασχολίες, στο χαμαλίκι και στη μεταφορά μικρών φορτίων με τις μακριές λάζικες βάρκες τους από τα πλοία στο λιμάνι.
Πανέμορφα νεοκλασικά κτήρια οικοδομούνταν στη συνοικία της Αγίας Τριάδας και του Σαϊτμπέη, μεταξύ αυτών χοροδιδασκαλεία που δίδασκαν μοντέρνους ευρωπαϊκούς χορούς αλλά και αίθουσες για χοροεσπερίδες. Κύριοι και κυρίες με ευρωπαϊκές ενδυμασίες, με μπέρτες, σμόκιν και ψηλά καπέλα είτε έκαναν βόλτες στους πολυσύχναστους εμπορικούς δρόμους είτε κατευθύνονταν σε σουαρέ και άλλου είδους κοινωνικές εκδηλώσεις. Ο μουσικοφιλολογικός σύλλογος του Κατήκιοϊ άρχιζε τις συναυλίες του αυστηρά με κλασσική μουσική.
Συνήθως Πόντιες δεσποινίδες που είχαν σπουδάσει πιάνο ή βιολί στο Ωδείο Αθηνών έπαιζαν κάποια κομμάτια για να επιδείξουν την δεινότητά τους στο αντικείμενο σπουδής του και μετά… άρχιζε το γλέντι και ο χορός.
Βαλς, πόλκα, καντρίλιες και φοξ έδιναν φωτιά στα πόδια των χορευτών. Οι χοροεσπερίδες έκλειναν πάντα, και αυτό ήταν απαράβατος νόμος, με τον ήχο της ποντιακής λύρας και με ζωηρούς ποντιακούς χορούς αποδεικνύοντας με τον πιο περίτρανο τρόπο πως οι Πόντιοι αστοί όχι μόνο δεν είχαν αλλοτριωθεί, τουναντίον τιμούσαν και δεν ξεχνούσαν ποτέ τις ρίζες τους.
Η έντονη πολιτιστική ζωή δεν εξαντλούνταν όμως μόνο στις συναυλίες και τις χοροεσπερίδες. Μεγάλα θεατρικά σχήματα – θίασοι από την Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη επισκέπτονταν την πόλη για να δώσουν παράσταση στα δύο μεγάλα θέατρα της, τον «Αριστοφάνη» και τον «Απόλλωνα». Η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Κυβέλη, ο Παπαϊωάννου και άλλοι ηθοποιοί που μεσουρανούσαν εκείνη την εποχή στο καλλιτεχνικό στερέωμα, ανέβαζαν σχεδόν κάθε τους παράσταση στη Σαμψούντα.
Παράλληλα η παρουσία του Γερμανού Καραβαγγέλη στο ποιμαντικό αξίωμα του μητροπολίτη «Αμασείας και Αμισού, υπέρτιμου και έξαρχου παντός Ευξείνου Πόντου», θωράκιζε πνευματικά όχι μόνο την πόλη αλλά και ολόκληρη την περιφέρεια.
Ο «αντάρτης Μητροπολίτης» όπως χαρακτηριστικά τον αναφέρει ο Κιλκισιώτης συγγραφέας Χρήστος Σαμουηλίδης, διαβλέποντας τον κίνδυνο εξόπλισε τους νέους Ρωμιούς με ντουφέκια τύπου Gras και φρόντισε για την στρατιωτική τους εκπαίδευση. Αργότερα κατάφερε να φέρει από την Ελλάδα τα πιο σύγχρονα «Mannlicher» τα οποία έκρυψε στο καφενείο του Μερτζάνη στο Κατήκιοϊ και τα διένεμε με μεγάλη διάκριση σε νέους αυτού του προαστίου της Σαμψούντας.
Στις 19 Μαΐου ο Μουσταφά Κεμάλ ένας ασήμαντος έως τότε αξιωματικός του τουρκικού στρατού γεννημένος σε ένα μικρό χωριό της επαρχίας Λαγκαδά, κάνει απόβαση με το στράτευμα στο λιμάνι της Σαμψούντας και αρχίζει η πιο σκληρή φάση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Η αντίστροφη μέτρηση της τρεις-χιλιόχρονης ελληνικής παρουσίας στον Πόντο είχε αρχίσει.
Αλεξία Ιωαννίδου