Όπως κάθε καλοκαίρι, έτσι και αυτό που διανύουμε έχουμε το μοναδικό προνόμιο να καθίσουμε στα διαζώματα των ανοιχτών θεάτρων, πολλές φορές αρχαίων, στις ίδιες θέσεις που κάθονταν οι πρόγονοί μας 2.500 χρόνια πριν, για να απολαύσουμε το κλασικό ρεπερτόριο της αρχαίας ελληνικής δραματουργίας. Γελάμε με τα ίδια αστεία και συνειδητοποιούμε πως παρόλο που έχουν περάσει χιλιάδες χρόνια, τα ίδια θέματα και οι ίδιες συμπεριφορές εξακολουθούν να ταλανίζουν την κοινωνία μας.
Έτσι και φέτος, δεκάδες παραστάσεις θα ανέβουν από θεατρικά σχήματα, θα χειροκροτηθούν ή θα κριθούν με αυστηρότητα, όπως ακριβώς και στην αρχαιότητα, στην πρώτη τους αυθεντική εκτέλεση.
Οι Όρνιθες του Αριστοφάνη διδάχτηκαν στο αθηναϊκό κοινό το έτος 414 π.Χ. και απέσπασαν το 2ο βραβείο των Διονυσίων. Είχε προηγηθεί το καλοκαίρι του προηγούμενου έτους η λεγόμενη Σικελική Εκστρατεία. Πριν από αυτήν η Σικελία φάνταζε ως «νέα Εδέμ» για τους τυχοδιώκτες Αθηναίους.
Ο φιλόδοξος Αλκιβιάδης έπεισε εύκολα τους πρόθυμους για νέες ευκαιρίες Αθηναίους για την εκστρατεία αυτή, λίγες όμως μέρες πριν από τον απόπλου των αθηναϊκών πλοίων ενεπλάκη το όνομά του σε μια ιερόσυλη πράξη, τον αποκεφαλισμό των Ερμών κεφαλών, και αυτομόλησε στην αντίπαλη πόλη Σπάρτη. Η Αθήνα είχε μετατραπεί τότε σε ένα απέραντο δικαστήριο, ο ένας κατηγορούσε τον άλλον, δημιουργώντας ένα κλίμα δύσκολο για να ζήσει κανείς στο Κλεινόν Άστυ.
Η υπόθεση του έργου είναι φανταστική· ο κωμικός ποιητής για ακόμη μια φορά επινοεί το μύθο. Δύο φίλοι, ο Πεισθέταιρος¹ (υποψιασμένος) και ο Ευελπίδης² (αγαθός) αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την πόλη τους την Αθήνα εις αναζήτηση μιας ιδανικής πολιτείας. Βρίσκουν την ειδυλλιακή αυτή χώρα στο σύνορο μεταξύ γης και ουρανού, δηλαδή κάπου στα σύννεφα, και την ονομάζουν Νεφελοκοκκυγία³.
Τότε μια στρατιά από ανεπιθύμητους, από αυτούς που τους έκαναν να φύγουν από την Αθήνα, τους επισκέπτονται για ιδιοτελείς σκοπούς. Οι δύο φίλοι όμως τους ξεφορτώνονται τον ένα μετά τον άλλον, μη επιτρέποντάς τους να μιάνουν την καινούργια τους πόλη. Οι χαρακτήρες αυτοί αντιπροσωπεύουν πραγματικούς χαρακτήρες που δυσκόλευαν την ζωή των έντιμων και φιλήσυχων Αθηναίων πολιτών.
Στην συνέχεια επισκέπτεται την πόλη ο «αντιεξουσιαστής» Προμηθέας, θέλοντας να συμβουλεύσει τους ιδρυτές της. Ακολουθεί η θεά Ίριδα, η οποία απαιτεί «γη και ύδωρ» από την καινούργια πόλη, αλλά διώχνεται κακήν κακώς από τον Πεισθέταιρο.
Στο τέλος καταφθάνει η τριανδρία των Ποσειδώνα-Ηρακλή-Τριβαλλού. Ο Πεισθέταιρος με την πανουργία του καταφέρνει να υποβάλλει τις απόψεις του στον λαίμαργο Ηρακλή και τον βάρβαρο Τριβαλλό (δημιουργώντας ξεκαρδιστικές καταστάσεις), και έτσι επιβάλλεται και στον τρίτο, τον θεό Ποσειδώνα.
Το έργο του Αριστοφάνη κλείνει με έναν γάμο, αυτόν του πρωταγωνιστή Πεισθέταιρου με τη Βασίλεια, την κόρη που είναι υπεύθυνη για τη φύλαξη των κεραυνών του Δία.
Η αλληγορία του οξύνου ποιητή είναι πρόδηλη. Ο Αριστοφάνης ονειρεύτηκε μια ουτοπική πολιτεία όπου θα βασίλευε η ειρήνη, και από την οποία κάθε είδους παρασιτικό στοιχείο, όπως οι δημαγωγοί, οι συκοφάντες και οι τυχοδιώκτες θα εξοβελίζονταν. Η Βασίλεια είναι το σύμβολο της βασιλείας. Νυμφευόμενος ο Πεισθέτερος μαζί της γίνεται γαμπρός του Δία⁴.
Στην πραγματικότητα η Βασίλεια αντικαθιστά τη θεά Αθηνά. Ο Αριστοφάνης δεν τολμά να προχωρήσει στο ανοσιούργημα να παντρέψει την παρθένο θεά (και μάλιστα με έναν θνητό), λόγω του φόβου της αντίδρασης του ευλαβούς αθηναϊκού κοινού.
Οι Όρνιθες ξεκινούν από τον πρώτο κιόλας στίχο με μια σαφή θεατρική αναφορά στη σκηνική παρουσία. Οι δυο πρωταγωνιστές, κατάκοποι αφού έχουν διασχίσει πάνω από χίλια στάδια (στίχος 7), εισέρχονται στη σκηνή κρατώντας μια καλιακούδα και μια κουρούνα αντίστοιχα, που τους οδηγούν στα τυφλά ανάμεσα σε δέντρα και δίπλα σε γκρεμούς (στ. 23).
Έτσι ο σύγχρονος αναγνώστης της αριστοφανικής ποίησης αντιλαμβάνεται πως η αρχαία σκηνή ήταν διακοσμημένη με μεγάλους πίνακες που λειτουργούσαν για την οικονομία της σκηνογραφίας.
Στην συνέχεια (στ. 12) γίνεται διπλή αναφορά στο «εδώ και τώρα» της αθηναϊκής κοινωνίας. Πρώτον, με το κωμικό σχόλιο σχετικά με το όνομα του Εξηκεστίδη, ο οποίος καταγόταν από την Καρία αλλά διεκδικούσε μετά μανίας το δικαίωμα του Αθηναίου πολίτη επιχειρηματολογώντας για τη μακρινή αθηναϊκή του καταγωγή, κάτι τελικά που του δόθηκε από την πολιτεία, όμως ποτέ δεν συναίνεσε η κοινή γνώμη.
Δεύτερον, με την αναφορά στον Σάκα⁵ τον Σκύθη (στ. 32) γίνεται υπαινιγμός του Αριστοφάνη στον ομότεχνό του Ακέστορα, τον οποίο οι Αθηναίοι θεωρούσαν βάρβαρο.
Στους στίχους 39 και 42-43 γίνεται άλλη μια αναφορά στη σύγχρονη πραγματικότητα της πόλης του ποιητή που έχει την προσφιλή συνήθεια να «φορτώνει» πρόστιμα στους πολίτες της, αλλά στηλιτεύεται και η φιλοδικία των συμπολιτών του Αριστοφάνη που αρέσκονται να «λαλούν» όλη τους τη ζωή στα δικαστήρια⁶.
Οι στίχοι 45-46 έχουν διπλό ενδιαφέρον. Αφενός μεν μας δίνουν πληροφορίες για την παράδοση της ίδρυσης μιας πόλης (μυρτιές κρατώντας, κάνιστρο και χύτρα), αφετέρου μας πληροφορούν έμμεσα για την ύπαρξη δύο δούλων (βουβών προσώπων), οι οποίοι ακολουθούσαν τους πρωταγωνιστές και κουβαλούσαν τα παραπάνω απαραίτητα εξαρτήματα.
Η εμφάνιση του Τσαλαπετεινού (στ. 100) είναι άλλη μια αναφορά στο σκηνικό, αφού διατάζει (τον υπηρέτη του σκλαβοπούλι) να του ανοίξουν τα χόρτα (σαν να πρόκειται για πόρτα) για να βγει από τη φωλιά του (οικία του). Λίγο παρακάτω (στ. 104-105) γίνεται λόγος για την κωμική σκευή του Έποπα (Τσαλαπετεινού), η οποία αποτελούνταν από φτερά.
Στους στίχους 109-110 γίνεται μνεία στον ομότεχνο Σοφοκλή –απ’ όπου δανείστηκε τον μύθο για τον Τηρέα (414 π.Χ.)–, ενώ ο Πεισθέτερος εμφανίζεται να ομολογεί πως ο τόπος του έχει «ωραία καράβια πολέμου», σχόλιο διφορούμενο που αφορούσε την καύχηση των Αθηναίων για τη ναυσιπλοΐα τους αλλά και τον πολεμοχαρή χαρακτήρα τους.
Ένα ακόμη σχόλιο για τη σύγχρονη πραγματικότητα της Αθήνας είναι οι στίχοι 139-143 που αφορούν στις συνήθειες των Αθηναίων (να μην συνοδεύουν οι γυναίκες τους άντρες τους σε τραπέζια), αλλά και οι στίχοι146-151 (οι Αθηναίοι πατέρες προστάτευαν ιδιαιτέρως τα αγόρια τους από τις ορέξεις ανήθικων ανδρών).
Μια ακόμη αναφορά σε ομότεχνο συναντάμε στους στίχους 161-162, όπου ο Αριστοφάνης χωρίς κανένα πρόσχημα μαρτυράει μέσα από το λόγο του Ευελπίδη πως «σιχαίνεται» τον ομότεχνό του τραγικό ποιητή Μελάνθιο.
Στη συνέχεια στους στίχους 163-164 κάνει το ίδιο για τον Αθηναίο συκοφάντη Οπούντιο (σαφής αναφορά στις «πληγές» της Αθήνας του 5ου αιώνα). Η μη υπογραφή της «ειρήνης του Νικία» από τους Βοιωτούς μάς γίνεται γνωστή στους στίχους 207-209, αφού σύμφωνα με τον ποιητή οι Αθηναίοι πλήρωναν φόρο προκειμένου να τους επιτραπεί η διέλευσή τους για τους Δελφούς, αναφορά στη σύγχρονη πραγματικότητα του ποιητή.
Λίγο παρακάτω ο στίχος 225 μάς δίνει άλλη μια οπτική εικόνα του σκηνικού, αφού ο Έποπας μπαίνει στο σύδεντρο (φωλιά του) για να ξυπνήσει την αηδόνα του και να άδουν μαζί.
Στην «Πάροδο» ο Έποπας δηλώνει (στ. 311) πως ένας τσαλαπετεινός που προσήλθε για να κατοικήσει στην Νεφελοκοκκυγία έχει τις ίδιες ρίζες με αυτόν, και γίνεται αναφορά στον όνομα του Φιλοκλή, αρχαίου τραγικού ποιητή και ανιψιού του Αισχύλου, ο οποίος είχε δραματοποιήσει το μύθο του Τηρέα.
Ο Αριστοφάνης κάνει σαφή υπαινιγμό για την ομοιότητα του έργου του Φιλοκλή με αυτό του Σοφοκλή, καθώς χαρακτηρίζει το πουλί ως γιο του Φιλοκλή αλλά εγγονό του Σοφοκλή, διακωμωδώντας την ποιητική αυθεντία και πρωτοτυπία του έργου του Φιλοκλή.
Κατόπιν γίνεται αναφορά στο όνομα του Κλεωνύμου (στ. 319), ηγέτη των δημοκρατικών, του οποίου η φήμη ως ριψάσπιδος είχε αποτυπωθεί στην κοινή γνώμη. Στον στίχο 395 ο Αριστοφάνης διακωμωδεί τον Νικία, αφού τον παρουσιάζει δειλό λόγω της αρνητικής του στάσης για την πραγματοποίηση της Σικελικής Εκστρατείας.
Αναφορές στα «εξαρτήματα» (τσουκάλι, σκουτέλες, σούβλες) γίνονται στους στίχους 419-422, δίνοντάς μας μια ζωντανή εικόνα της σκηνής την ώρα της επίθεσης του χορού των πουλιών. Στους στίχους 475-476 γίνεται αναφορά σε κάποιον μαχαιροποιό, μάλλον γνωστό σύγχρονο πρόσωπο της τότε αθηναϊκής κοινωνίας, που εικάζεται ότι προκάλεσε το αυθόρμητο γέλιο των θεατών.
Αξιοσημείωτο είναι πως ενώ ο Αριστοφάνης κατακρίνει τους άλλους ποιητές για την αθυροστομία τους, χρησιμοποιεί και ο ίδιος «χυδαία πυροτεχνήματα» προκειμένου να κερδίσει τον γέλωτα και τη συμπάθεια του κοινού με τον ίδιο ευτελή τρόπο.
Λίγο παρακάτω, στους στίχους 482-485, στον όρκο των πουλιών γίνεται σαφής αναφορά στους κριτές των δραματικών αγώνων. Ο Αριστοφάνης εκδηλώνει την επιθυμία του να νικήσει στους αγώνες, έστω και με διαφορά μίας ψήφου, και χρησιμοποιεί αυτό το ωραίο και ευφάνταστο εύρημα ειπωμένο από τον κορυφαίο του χορού του (επιθυμία που δεν πραγματοποιήθηκε, αφού έλαβε τη δεύτερη θέση).
Στην συνέχεια η αναφορά των ονομάτων του Λυσικράτη (στ. 552) και του Λάμπωνα (στ. 557) αποτελεί μια σύνδεση με τη σύγχρονη πραγματικότητα του Αριστοφάνη, αφού ο πρώτος ήταν Αθηναίος στρατηγός επιρρεπής στις δωροδοκίες (κατ’ άλλους, ατάλαντος τραγικός ποιητής), και ο δεύτερος έμεινε γνωστός ως λαίμαργος, αγύρτης και φιλοχρήματος (οι δυο τελευταίοι χαρακτηρισμοί ίσχυαν για όλους τους μάντεις στη συνείδηση του αθηναϊκού λαού).
Στο στίχο 679 γίνεται ξανά αναφορά στον Νικία, αυτή τη φορά για την αναβλητικότητά του, χαρακτηριστικό που σύμφωνα με την κοινή γνώμη την οποία εκπροσωπεί ο Αριστοφάνης δεν προσιδιάζει σε έναν στρατηγό.
Στην αρχή της «Παραβάσεως» ο ευρηματικός Αριστοφάνης δίνει πραγματικά ένα show, αν θέλουμε να μιλήσουμε με σημερινούς θεατρικούς όρους. Με τις βασικές αρχές της Θεογονίας του Ησιόδου δημιουργεί μια νέα «πουλο-Θεογονία» (Θεογονία δοσμένη από το οπτικό πρίσμα των πουλιών), κάνοντας παράλληλα αναφορά και στον Πρόδικο, έναν σοφιστή⁷.
Στο στίχο 791 συναντάμε το όνομα του ποιητή Φρύνιχου, ο οποίος τύχαινε μεγάλης αποδοχής εκ μέρους του Αριστοφάνη (σπάνιο πράγμα για τον ποιητή).
Στους στίχους 828-829, σε μια αποστροφή του κορυφαίου του χορού, γίνεται σχολιασμός στο φιλοθεάμον κοινό. Το εύρημα αυτό ήταν σύνηθες στα έργα του Αριστοφάνη, όταν ο χορός αποτελούνταν από άνδρες (στην συγκεκριμένη περίπτωση πουλιά), ενώ όταν το χορό αποτελούσαν γυναίκες (π.χ. στις Εκκλησιάζουσες) δεν γινόταν κάτι τέτοιο.
Ενώ λίγο παρακάτω, στο στίχο 845, δίνονται πληροφορίες για τη σκευή του Ευελπίδη, ο οποίος παρομοιάζεται από τον Πεισθέτερο με «πανάθλια χήνα». Σε απάντησή του ο Ευελπίδης τον χαρακτηρίζει κοτσύφι κακοκουρεμένο.
Στους στίχους 849-850, εκτός από την αναφορά του ονόματος του Αισχύλου, γίνεται και παράθεση ενός στίχου από τις τραγωδίες του. Έτσι ο κωμικός ποιητής μιμείται το ύφος της τραγικής ποίησης. Το ίδιο γίνεται στους στίχους 957-960, αυτή τη φορά για τον Όμηρο και τα έπη του, και στον 985 για τον Πίνδαρο.
Η αναφορά του Φαρνάκη (στ. 1.077, Πέρσης σατράπης στη ΝΔ Μικρά Ασία) είναι ιστορικής αξίας και αναφέρεται στην προσπάθεια των Αθηναίων να τον προσεγγίσουν. Παρακάτω ο Διαγόρας ο Μηλιός (στ. 1.123) και ο Φιλοκράτης ο Στρουθιός (στ. 1.127), οι προσωποποιημένες απειλές για τους παλιούς (Δωδεκάθεο) και νέους (πουλιά) θεούς, αποτελούν αναφορές του κωμικού ποιητή σε ομότεχνούς του.
Η «Σαλαμινία» και η «Πάραλος» (στ. 1.255-1.266) υπήρξαν οι δυο ιερές αθηναϊκές τριήρεις των οποίων τα πληρώματα αναλάμβαναν ειδικές αποστολές· η αναφορά τους μέσα στο έργο, εκτός από επικαιρικό χαρακτήρα ,έχει και μια τιμητική για το καύχημα των Αθηναίων (το στόλο) αξία.
Στους στίχους 1.340-1.341 ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί την εξωτερική εμφάνιση του Σωκράτη⁸ για να περιγράψει μια διόλου κολακευτική κατάσταση.
Στο στίχο 1.410 κάνει την εμφάνισή του ο χαρακτήρας του πατροκτόνου. Το θέμα της πατροκτονίας μοιάζει να απασχολεί πολύ τον Αριστοφάνη, αφού κάνει λόγο γι’ αυτό και στις Νεφέλες. Ίσως να είναι μια έμμεση μνεία στον Σοφοκλή και στο έργο του Οιδίπους Τύραννος – άλλο ένα σχόλιο στον σύγχρονό του ποιητή.
Στους στίχους 1.467-1.469 γίνεται αναφορά στον ποιητή Κινησία και στους κυκλωτικούς διθυραμβικούς χορούς του, που δεν τυχαίνουν της αποδοχής του Πεισθέτερου, και κατ’ επέκταση του Αριστοφάνη.
Το όνομα του Πείσαντρου, Αθηναίου πολιτικού γνωστού για την αποστασία του (πρώτα δημοκρατικός μετά πρωταγωνίστησε σε ολιγαρχικό πραξικόπημα το 411 π.Χ.), διακωμωδείται από τον ποιητή στους στίχους 1.629-1.631, με το σχόλιο πως έχασε την ψυχή του προτού παραδώσει το πνεύμα του.
Τέλος οι «Γοργίες και Φίλιπποι» –σε πληθυντικό αριθμό προκειμένου να υποτιμηθούν περισσότερο–, σχολιάστηκαν από τον ποιητή ως ρήτορες, άρα και διαφθορείς των νέων, δηλαδή εχθροί του Αριστοφάνη που εκπροσωπούσε την αθηναϊκή κοινή γνώμη.
Είναι οφθαλμοφανές πως το κείμενο των Ορνίθων είναι γεμάτο από αναφορές της σύγχρονής του πραγματικότητας, της Αθήνας του 5ου αιώνα.
Μιας Αθήνας υπεροπλισμένης, τόσο σε πολεμικά εφόδια και στρατό, όσο και σε θράσος που φτάνει στο βαθμό της ύβρεως. Η Αθηναϊκή Συμμαχία είχε εξελιχθεί σε Αθηναϊκή Ηγεμονία, οι σοφιστές διέφθειραν τους νέους, οι συκοφάντες έκαναν περιουσίες εκμεταλλευόμενοι έντιμους πολίτες και οι Αθηναίοι «αγρόν ηγόραζαν» μη βλέποντας τους πραγματικούς κινδύνους και αναλώνοντας το χρόνο και τις δυνάμεις τους σε δικανικούς λόγους περιφερόμενοι στα δικαστήρια.
Όλα αυτά αποτελούσαν «σημεία των καιρών» για τον κορυφαίο κωμικό ποιητή, ο οποίος προβληματισμένος για την κατάσταση στην πόλη του, ονειρεύεται μια πατρίδα που θα λείπουν όλοι αυτοί οι παράγοντες που υποβαθμίζουν τη ζωή στην Αθήνα. Παράλληλα οι ενσυνείδητες αναφορές του στην τέχνη του και η επιθυμία του για έναν τόπο ιδανικό όπου θα αναγνωριστεί το μεγαλείο του έργου του, γίνονται η αφορμή να μας κληροδοτήσει ένα από τα ωραιότερα έργα του.
Αλεξία Ιωαννίδου