Στις παρυφές του όρους Κουλάτ σε υψόμετρο 1.750 μ. υπήρχε ένα αμιγώς χριστιανικό χωριό με την ονομασία Βαρενού. Ανήκε στην υποδιοίκηση της Αργυρούπολης και απείχε απόσταση 4 ωρών από αυτήν και μόλις μιας ώρας από την Κρώμνη. Πολύ κοντά στη Βαρενού περνούσε ένα ποτάμι με την ονομασία Γιαγλίντερε το οποίο τροφοδοτούσε την ευρύτερη περιοχή με νερό και δημιουργούσε ένα εύφορο πεδίο μέσα στη βραχώδη έκταση. Αν και μικρό χωριό, μόλις 200 ανθρώπων, είχε δύο ναούς, του Αγίου Νικόλαου και των Τριών Ιεραρχών και πολλά παρεκκλήσια μεταξύ των οποίων του Αγίου Ιωάννου, του Γενεθλίου της Παναγίας, της Αγίας Μαρίνας και του Αγίου Στεφάνου.
Ανάμεσα στα κτήρια ξεχώριζε το όμορφο σχολείο το οποίο αναγέρθηκε με δαπάνη του ευεργέτη Ευστάθιου Χατζηπαναγιώτου Σαραντίδη.
Η Βαρενού ήταν γενέτειρα του μητροπολίτη Χαλδίας Γερβάσιου Σουμελίδη (έτη ποιμαντορίας: 1863-1904).
Από αυτό το χωριό κατάγονταν ο μεγάλος μας συγγραφέας Γιώργος Ανδρεάδης. Στο έργο του Το σπίτι μου στον Πόντο μάς διηγείται τα χρόνια που έζησε μικρό αγόρι στους καταυλισμούς της Καλαμαριάς μαζί με τη γιαγιά του Αφροδίτη. Άκουγε όσα είχε να του πει η σοφή γερόντισσα σαν παραμύθι και άναβε μέσα του ο πόθος να επισκεφτεί τον τόπο που γεννήθηκαν και έζησαν οι δικοί του. Όλες αυτές οι πληροφορίες διαμόρφωσαν αργότερα τον χαρακτήρα του και ήταν η αιτία να μας αφήσει το αξιομνημόνευτο έργο του.
Φυσούσε τρελός Βαρδάρης1 κάνοντας τις λαμαρινένιες σκεπές των παραγκών της προσφυγούπολης της Καλαμαριάς να θορυβούν, ενώ μέσα στο σπίτι η κυρά-Αφροδίτη θέρμαινε ένα τούβλο στο μαγκάλι και προσπαθούσε να ζεστάνει τον εγγονό της. Οι γονείς του έλειπαν σε αναζήτηση μεροκάματου και η γιαγιά είχε αναλάβει τον ρόλο της τροφού. Ο μικρός Γιώργος απολάμβανε αυτά τα παρακάθια με τη γιάγιαν ατ’ γιατί του έλεγε ιστορίες από την πατρίδα. Πάντα η διήγηση άρχιζε με αφορμή μια ερώτηση του μικρού. Γιατί γιαγιά; Και η γιαγιά ξεκινούσε να του απαντάει και το μυαλό της έτρεχε πίσω, στον τόπο της με τα κρύα νερά και τις χιονισμένες κορφές των βουνών.
– «Γιατί γιαγιά εμείς δεν έχουμε ένα καλό σπίτι και σόμπα για να ζεσταινόμαστε»;
– «Αχχχχ, πούλι μ’ είχαμεν και παρείχαμεν, αλλά αδά όθεν έρθαμεν οι αλογάντ εγένταν γαϊδουράντ και οι γαϊδουράντ εγένταν αλογάντ», δηλαδή «είχαμε και παραείχαμε αλλά εδώ που ήρθαμε οι άρχοντες (αυτοί που καβαλούσανε άλογα) έγιναν χωρικοί- ταπεινοί (σαν αυτούς που καβαλούσαν γαϊδούρια) και αντιστρόφως».
«Γεννήθηκα στην Κρώμνη, στο χωριό Βαρενού. Τέτοιο όμορφο χωριό δεν είδα πουθενά, ούτε στον Καύκασο που ζήσαμε αργότερα για 45 χρόνια». Και συνέχιζε η γιαγιά Αφροδίτη τη διήγησή της για το όμορφο χωριό της και ο μικρός Γιώργος την κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα στρέφοντας όλη του την προσοχή σε αυτά που έλεγε για να μην του ξεφύγει καμιά λεπτομέρεια.
Άκουγε για το αρχοντικό του προγόνου του Μουλά Σουλεϊμάν, για τη μεγάλη εκκλησία που έκρυβε στα σπλάχνα του όπου ο λυκοπάππους ατ’ τα βράδια έβγαζε το φέσι του Μουλά και έβαζε το καλιμαύκι με το πετραχήλι τελώντας την Θεία Ευχαριστία ως ορθόδοξος Ιερέας που ήταν. Να έστεκε άραγε ακόμα εκείνο το αρχοντικό των προγόνων του; Και πριν προλάβει ακόμα να διατυπώσει την ερώτηση θαρρείς και ήταν στο μυαλό του η γιαγιά του τού απαντούσε: «ούτε τανκς δεν μπορούσαν να το ρίξουν το σπίτι μας, τόσο γερό ήταν. Ο παππούς μου φώναξε τους καλύτερους μαστόρους να το χτίσουν με λαξευτή πέτρα. Οι γωνίες της οικοδομής, τα πλαίσια των παραθύρων και η στήριξη της στέγης με τα κεραμίδια ήταν σκέτο καλλιτέχνημα. Πουθενά όπου κι αν γύρισα, ούτε στη Μαύρη Θάλασσα, ούτε στον Καύκασο και τη Γεωργία δεν είδα τέτοιο καλοφτιαγμένο, μεγαλόπρεπο, στέρεο κονάκι. Όλα τα άλλα σπίτια του χωριού και της περιοχής είχαν δώματα ή χοντρές λαμαρίνες ή χαρτώματα για στέγη».
– «Τι είναι αυτά που λες γιαγιά»;
– «Τα δώματα ήταν από χώμα, πηλός δηλαδή που τον έστρωναν παχύ πάνω στη στέγη και τον κυλίνδριζαν με έναν χειροκίνητο οδοστρωτήρα για να μην τον διαπερνάει η βροχή. Ήταν πολύ δροσερά το καλοκαίρι. Τα πιο πολλά σπίτια έβαζαν λαμαρίνες πάνω από τα δώματα για να γλιστράει το χιόνι τον χειμώνα και να μη βαραίνει την οροφή. Τα χαρτώματα ήταν φλούδες από κορμούς δέντρων που τις κάρφωναν οι τεχνίτες με κλίση ώστε να τρέχει το νερό της βροχής κάτω και να μην ποτίζει η σκεπή. Εγροίξες»;
Και χωρίς να περιμένει την απάντηση του εγγονού της γιατί φοβόταν ότι θα τη διακόψει με ερώτηση πάλι, η κυρία Αφροδίτη η αρχοντοπούλα από τη Βαρενού της Χαλδίας που η μοίρα το έφερε και ξεριζώθηκε από το αρχοντικό της στον Πόντο για να ζήσει στα γεράματά της την ανέχεια της κατοχής στον προσφυγικό οικισμό της Καλαμαριάς συνέχιζε:
«Για να φτάσεις στον σπίτι μας έπρεπε να περάσεις μέσα από έναν πελώριο κήπο που ήταν φυτεμένα λογής-λογής λουλούδια και οπωροφόρα δέντρα. Ανάμεσα σε αυτά ξεχώριζε μια πελώρια μουριά που ξεπερνούσε σε ύψος τον πιο ψηλό τουρκικό μιναρέ! Στο χωριό μας δεν είχαμε τέτοια (σ.σ. εννοεί μιναρέδες). Κάθε χρόνο λέγαμε ότι θα φτιάχναμε και κάθε χρόνο βρίσκαμε μια δικαιολογία για να το αναβάλλουμε και να μην προκαλέσουμε τους Τούρκους. Ο παππούς μου είχε εμβολιάσει τη μουριά και από τη μια πλευρά έβγαζε γλυκά άσπρα μούρα και από την άλλη κατάμαυρα που ξίνιζαν ελαφρώς στην γεύση. Εμένα εάν ρωτάς με άρεζαν τα μαύρα μούρα. Αχχχ, πούλι μ’, να εβρίουμε μίαν κι άλλον αφκά σην εβόρα του τούτ’ ν’ εμούν»!
Ο μικρός Γιώργης ξερογλείφτηκε. Άρεζαν και σε αυτόν τα μαύρα ξινούτσικα μούρα και του έλειψαν μέσα στο καταχείμωνο. Τι ήθελε και του τα θύμισε; «Πες μου κι άλλα για την Βαρενού και το σπίτι μας γιαγιά», κατόρθωσε να ψελλίσει πολεμώντας να ξεχάσει τη λαχτάρα του για μούρα.
«Ντο να λέγω σε πουλόπο ‘μ»! Και συνέχιζε τη διήγησή της λέγοντάς του για το ρυάκι που περνούσε μέσα από τον κήπο τους που έφερνε γάργαρο νερό από το βουνό και πως προχωρούσε παρακάτω διασχίζοντας και άλλους κήπους, άλλων σπιτιών για να καταλήξει στο τέλος του χωριού σε μικρό καταρράκτη. Του είπε ακόμα και για την πέτρινη λαξευτή πλάκα που δέσποζε πάνω από την κεντρική είσοδο του σπιτιού της με τα αρχικά του ιδιοκτήτη και το έτος κατασκευής. Μ.Σ.Γ.Ζ.: Μολάς Σουλεϊμάν Γιαζιτζή- Ζατέ 1196 δηλαδή το έτος 1818!
Του είπε για τους κρυπτοχριστιανούς τους λεγόμενους Κλωστούς και τις συνθήκες της ζωής τους, για το πώς παρίσταναν τους ευσεβείς μουσουλμάνους έχοντας στα χείλη τους το όνομα του Αλλάχ όμως η καρδιά τους φλεγόταν για τον Ιησού Χριστό!
Έτσι περνούσαν τα βράδια στις λασπωμένες γειτονιές της Καλαμαριάς οι πρόσφυγες, με θύμισες από τη λατρεμένη τους πατρίδα και με τον πόθο να γυρίσουν πίσω και αυτά που έζησαν, τους διωγμούς και τα γεγονότα της Γενοκτονίας, να ήταν ένα κακό όνειρο.
Αλεξία Ιωαννίδου