Ο Άγγελος Τερζάκης τον είχε χαρακτηρίσει «σπάνια και προικισμένη ιδιοφυΐα, με όλα τα εφόδια περιεχομένου και μορφής», ενώ η Κατίνα Παξινού τον θεωρούσε «τον μεγαλύτερο Έλληνα ηθοποιό ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες». Μάλιστα, σε μια εποχή που ο γραπτός (και ο προφορικός) λόγος δεν ήταν στη σημερινή γηπεδική του υπερβολή, τον είχαν αποκαλέσει «Βεάκαρο».
Δυστυχώς το θέατρο είναι η τέχνη του εφήμερου, και έτσι ελάχιστα ντοκουμέντα έχουν μείνει για να μάθουν οι νεότερες γενιές την αξία του Αιμίλιου Βεάκη. Ενός ηθοποιού στο μεγαλείο του οποίου υποκλίθηκε και ο σερ Λόρενς Ολίβιε.
Μπορεί να ήταν από πολύ καλή οικογένεια με καλλιτεχνικές ρίζες –ο παππούς του ήταν εκτός από λόγιος και νομομαθής επιστήμων, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, ενώ η μητέρα του Αιμιλία ήταν βαρόνη στην Τεργέστη και μια από τις πιο φωτισμένες γυναίκες της εποχής της–, αλλά η ζωή δεν του έδειξε το καλό της πρόσωπο.
Η μητέρα του πέθανε το 1885, σαράντα μόλις μέρες από τη γέννησή του και έτσι πήρε το όνομά της. Σε ηλικία 3 ετών έχασε και τον πατέρα του και έτσι ανατράφηκε στον Πειραιά από τους θείους του που τον προόριζαν για διάδοχό τους στο ξυλεμπόριο.
Το θέατρο και ο πόλεμος
Παρακούοντας αυτά που ήθελαν οι συγγενείς του, στα 16 του χρόνια πέτυχε στις εξετάσεις της Δραματικής του Βασιλικού Θεάτρου, αλλά σύντομα η σχολή έκλεισε. Συνέχισε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, όμως το 1901 διέκοψε τις σπουδές του και βγήκε στο σανίδι.
Σε ηλικία 17 ετών έκανε θεατρικό ντεμπούτο σε παράσταση στον Βόλο, ενώ τα επόμενα χρόνια συνέχισε με περιοδείες, μέχρι την επιστράτευσή του στους Βαλκανικούς (1912-1913) – κατά τη διάρκεια του πολέμου προήχθη σε λοχία λόγω «ανδραγαθίας».
Με την επιστροφή του, το 1914 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ξεκίνησε να συνεργάζεται με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, αργότερα με την Κυβέλη και με άλλους εκλεκτούς θιάσους, με εξαιρετικές αποδόσεις σε όλα τα είδη του θεάτρου.
Αλλά την οριστική καθιέρωση ως ο «πρώτος τραγωδός» της εποχής του την απέκτησε το 1919 στον Οιδίποδα Τύραννο που παρουσίασε η Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου.
Η χρυσή του δεκαετία ήταν από το 1932 έως το 1942, με ρόλους σε σχεδόν από όλα τα είδη του θεάτρου, ενώ το 1939 που υποδύθηκε τον Βασιλιά Ληρ τον εξύμνησε ο Λόρενς Ολίβιε. Για τη συγκεκριμένη ερμηνεία έγραψε ο Μάριος Πλωρίτης: «Όσοι δεν είχαν την τύχη να δουν τον Βεάκη στη σκηνή, ρωτάνε εμάς τους τυχερούς, γιατί λέμε πως ο Βεάκης ήταν τόσο μεγάλος. Πώς να τους εξηγήσεις όμως; Πώς να περιγράψεις με λόγια τους καταρράχτες του Νιαγάρα ή την έκρηξη του ηφαίστειου της Σαντορίνης;».
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αλλά και μετά τα Δεκεμβριανά οργανώθηκε στο ΕΑΜ, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν διώξεις που τον ταλαιπώρησαν και του στοίχισαν. Αυτά θα τα δούμε πιο κάτω, γιατί τώρα έχουμε ραντεβού με το σινεμά και την ιστορία…
Η φωνή της καρδιάς
Είναι η ταινία με την οποία στην ουσία ξεκίνησε ο ελληνικός κινηματογράφος. Και μπορεί η Φωνή της καρδιάς να είναι ένας μύθος, όμως γυρίστηκε κάτω από αντίξοες συνθήκες και χρειάστηκαν δύο χρόνια για να γίνει.
Ο Βεάκης, αν και με προβλήματα υγείας, επιθυμούσε διακαώς να παίξει. Ο Φιλοποίμην Φίνος δεν μπόρεσε να του αρνηθεί, αλλά η φωνή του είναι ντουμπλαρισμένη από τον Τζαβάλα Καρούσο. Μόνο σε μια σκηνή με τη Νίτσα Τσαγανέα και την Καίτη Πάνου ακούγεται να λέει μία λέξη: «Εγώ».
Η δεύτερη και τελευταία του εμφάνιση σε ταινία της Φίνος Φιλμ ήταν το 1946, στα Πρόσωπα λησμονημένα, ένα σπουδαίο και πολύ μπροστά για την εποχή του φιλμ, που όμως έπεσε θύμα των Δεκεμβριανών και της τόλμης του.
Το 1950, έναν χρόνο πριν πεθάνει, ο Βεάκης πρωταγωνίστησε και στην ταινία Αρραβωνιάσματα της Νόβακ Φιλμ, αλλά και στους Απάχηδες των Αθηνών.
Το 1951 συζητούσε να παίξει στην Αγνή του λιμανιού, μόνο που τον πρόλαβε ο θάνατος.
Οι αγώνες και το δραματικό φινάλε
Ξαναγυρνάμε στην περίοδο της Κατοχής. Ο Βεάκης εξοστρακίστηκε από το Εθνικό Θέατρο. Συνεργάζεται με ιδιωτικούς θιάσους. Το 1944, όπως συνέβη και με άλλους ΕΑΜίτες ηθοποιούς, συνελήφθησαν τα παιδιά του, Γιάννης και Μαίρη.
Με εντολή του πρωθυπουργού Ιωάννη Ράλλη, οι Γιάννης Βεάκης, Γιώργος Γληνός και Πέλλος Κατσέλης κλείστηκαν στα γερμανικά κρατητήρια της οδού Ελπίδος. Με αίτημα πολλών γνωστών καλλιτεχνών (μεταξύ τους και η Μαρίκα Κοτοπούλη) και οι τρεις αποφυλακίστηκαν στα τέλη του Μάη.
Μετά την απελευθέρωση, ο Βεάκης και τα παιδιά του συμμετείχαν στον ΕΑΜικό θίασο «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες», στον οποίο, όπως και σε άλλους –και πριν από τον Δεκέμβρη του 1944– επιτέθηκαν Χίτες. Ο Βεάκης τραυματίστηκε.
Κατά την ανάκριση δήλωσε: «Ως δημοκράτης και ανθρωπιστής δεν μπορούσα να λείψω από την Αντίσταση στον κατακτητή».
Μετά τον Δεκέμβριο του 1944, με πολλούς ΕΑΜίτες καλλιτέχνες το ζεύγος Βεάκη, τα παιδιά του Γιάννης και Μαίρη και η 8χρονη κόρη της Μαριάννα (ο δεύτερος γιος, ο Δημήτρης, είχε επιστρατευτεί στην Εθνοφυλακή), ακολούθησαν την υποχώρηση του ΕΛΑΣ και έδιναν δωρεάν παραστάσεις στις περιοχές της ελεύθερης ακόμη Ελλάδας. Λόγω του δολοφονικού οργίου και στην ύπαιθρο, η οικογένεια επέστρεψε στην Αθήνα.
Ακολούθησαν χρόνια δύσκολα. Η Μαίρη εξόριστη από το 1947. Ο Γιάννης στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και μετά στην πολιτική προσφυγιά. Και ο πατέρας «έφυγε» χωρίς να τον ξαναδεί. Για την επιβίωση της οικογένειας έπαιξε σε δυο-τρεις παραστάσεις. Το 1947, πικραμένος, αποσύρθηκε με μια σύνταξη πείνας.
Τον Μάιο του 1951 ερμήνευσε ραδιοφωνικά την τελευταία σκηνή του Οιδίποδα Τυράννου» και το Κύκνειον Άσμα του Τσέχοφ.
Παράλληλα, το Εθνικό Θέατρο ως «ελεημοσύνη» τον κάλεσε να παίξει δυο μικρούς ρόλους – ο ένας ήταν σχεδόν βουβός. Όμως, ακόμη και βουβός ο Βεάκης «έκλεψε» την παράσταση. Συντάραξε το κοινό, αποδεικνύοντας για έσχατη φορά, πόσο σπουδαίος ήταν.
Ο Αιμίλιος Βεάκης πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο σε ηλικία 67 ετών. Την περίοδο εκείνη ετοιμαζόταν να παίξει τον Τειρεσία στον Οιδίποδα, σε μια παράσταση που θα ήταν αφιερωμένη σε εκείνον στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, όμως δεν πρόλαβε.
Τουλάχιστον το θεατρικό και πολιτικό κατεστημένο της εποχής το… έσωσε τελευταία στιγμή.
Σπύρος Δευτεραίος