H γέννηση του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου εορτάζεται στις 24 Ιουνίου με λαμπρότητα από τον ποντιακό ελληνισμό. Η ημερομηνία αυτή εξασφαλίζει τη χρονική αλληλουχία μεταξύ της γεννήσεως του Προδρόμου και των Χριστουγέννων, καθώς έξι μήνες πριν από τον Ευαγγελισμό, όπως αναφέρει ο ευαγγελιστής Λουκάς, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ ανακοινώνει την εγκυμοσύνη της Ελισάβετ στον Ζαχαρία. Έτσι, η γέννηση του Προδρόμου εορτάζεται έξι μήνες πριν από τα Χριστούγεννα.
Η σημασία του εορτασμού έχει βαθιά τις ρίζες της στην αρχαία ιστορία. Και αυτό, όχι μόνο γιατί η θρησκεία μας τιμά με λαμπρότητα τον προφήτη του Κυρίου μας, αλλά γιατί ο λαός –και ιδιαιτέρως οι Πόντιοι–, εκδηλώνουν στην παράδοση της ημέρας τα αρχαία έθιμα της εθιμικής πυράς και του Κλήδονα.
Στις ομώνυμες εκκλησίες πραγματοποιούνται μεγάλα πανηγύρια, στα οποία κυριαρχούν ο χορός και οι κυκλικές φωτιές πάνω από τις οποίες πηδούν οι νέοι, οι νέες και τα παιδιά. Ο χορός δεν σταματούσε μέχρι να φανεί η πρώτη ακτίνα του ηλίου.
Ο Αϊ-Γιάννης λέγεται Κλήδονας (ή Λαμπαδιάρης, ή Λαμπαδιστής, ή Λαμπροφόρος, ή Φανιστής, ή Ριζικάρης, ή Ριγανάς), ή Αγιλοτρούπης για τον Δυτικό Πόντο, και συνδέεται με τα άλματα πάνω από τη φωτιά και με την εκδήλωση μαντικών δεξιοτεχνιών. Άλλωστε, το γενέσιο του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου είναι η καλοκαιρινή εορτή που επισφραγίζει τις μεγάλες σε διάρκεια ημέρες, καθότι ακολουθεί το θερινό ηλιοστάσιο, ενώ ο άγιος θεωρείται ο εποχικός βοηθός των γεωργών για τη συγκομιδή.
Το συνταίριασμα της εθιμικής πυράς και του Κλήδονα διατηρήθηκε μέχρι και σήμερα, παρόλο που η 6η Οικουμενική Σύνοδος είχε καταδικάσει τον Κλήδονα.
Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι η ηλιοτροπική εορτή που συνδυάστηκε από την παράδοση με το Γενέσιο του Προδρόμου και ο Κλήδονας πιθανόν να μην εορτάζονταν κατά αυτό τον τρόπο σε όλο τον Πόντο, ή να είχαν παραπλήσιες ονομασίες. Ίσως να πρόκειται για ένταξη των εθίμων αυτών στο πλαίσιο της πολιτιστικής αφομοίωσης στοιχείων από τους Πόντιους, παρόλο που η ποντιακή παράδοση διατήρησε τον βασικό κορμό της πολιτιστικής ταυτότητας σε βάθος χρόνων, από την Αρχαιότητα έως τουλάχιστον τον 19ο αιώνα.
Ο Κλήδονας και το αμίλητο νερό φαίνεται ότι υπήρχαν ως έθιμα στον Πόντο, όπως επιβεβαιώνουν και οι λαογράφοι (Γ. Κ. Χατζόπουλος, Έλσα Γαλανίδου-Μπαλφούσια).
Οι φωτιές στήνονταν από την παραμονή στην ύπαιθρο, και στις πλατείες στα χωριά και στις συνοικίες. Δεν άναβαν με ξύλα που κόβονταν, αλλά με ξερά χόρτα, εργαλεία και εύφλεκτα παλιά αντικείμενα του νοικοκυριού. Μαζί με αυτά έριχναν τα βάγια και το στεφάνι του Μάη, ώστε να καθαγιαστεί η φωτιά.
Γύρω από τη φωτιά στα πανηγύρια στηνόταν χορός που κρατούσε μέχρι το πρωί. Μέσα στο χορό –οι άνδρες πρώτα αν η φωτιά ήταν ψηλή, και ύστερα οι γυναίκες και τα παιδιά– πηδούσαν πάνω από τη φωτιά. Το τελετουργικό του άλματος με τις επαναλήψεις ήταν καθορισμένο. Για παράδειγμα, οι αριθμοί επτά ή εννιά, δηλαδή επτά ή εννιά πηδήματα σε διαφορετικές φωτιές, σήμαινε καλή παντρειά και καλή τύχη.
Η φωτιά ασκούσε καθαρτικό ρόλο: από τη μια ο καθαρμός επιτελείται στον αγροτικό χώρο και από την άλλη στο ανθρώπινο σώμα, και κατ’ επέκταση στην τύχη του ανθρώπου – του δίνει καλοτυχία και ευζωία.
Ο αγρός καθαρίζεται από τα ξερά χόρτα και τα ζιζάνια και ο άνθρωπος αναγεννάται ψυχικά από τα βάσανα. Η διάβαση αυτή σηματοδοτεί την εορτή ως διαβατήρια ημέρα μεταξύ Ανάστασης και Δεκαπενταύγουστου, σαν μια μικρή κάθαρση στην αλλαγή του εποχικού κύκλου. Γι’ αυτό άλλωστε η ημέρα είναι στενά συνδεδεμένη με την τελετουργική δεξιοτεχνία της μαντικής που επιδιώκει την υγεία και την καλή τύχη, ιδίως για τις νέες κοπέλες. Τρίτος ρόλος, είναι το διώξιμο των δαιμονικών πνευμάτων.
Ο λαός μέσα από τη λαογραφία εκδηλώνει τις ψυχοκοινωνικές του συμπεριφορές και κινείται μεταξύ φυσικού και υπερβατικού κόσμου. Το μεταφυσικό προσεγγίζεται στη λαογραφία από το φυσικό και η μετάβαση από το φυσικό στο μεταφυσικό μπορεί να γίνει μέσα από εκδηλώσεις με καθαρτήριο και εξευμενιστικό χαρακτήρα, όπως είναι στην περίπτωση αυτή οι εθιμικές πυρές που στήνονται την ημέρα της εορτής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.
Οι εθιμικές πυρές συναντώνται πολλές φορές στο έτος: στις Απόκριες, τη Μ. Εβδομάδα, σε κάποιες πρωτομηνιές και την παραμονή του Αϊ-Γιάννη του Κλήδονα-Λαμπαδιστή. Η φωτιά έχει από την αρχαιότητα καθαρτικές ιδιότητες («καθάρσιον ή καθαρτήριον πυρ»), με σημαντικό ρόλο στα τελετουργικά και θρησκευτικά δρώμενα. Η καύση που συντελείται απανθρακώνει τις οργανικές μάζες καταστρέφοντας εστίες μολύνσεων. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν το θεϊκό δώρο του Προμηθέα, απαραίτητο για την επιβίωση των ανθρώπων λόγω των θερμαντικών της ιδιοτήτων και του μαγειρέματος.
Η εστία επίσης βρίσκονταν στο κέντρο του σπιτιού και είχε κεντρικό ρόλο για τη συνεστίαση και τα σημαντικά γεγονότα της ζωής. Η ίδια η θεά Δήμητρα χρησιμοποίησε τη φωτιά για να κάνει τον γιο του βασιλιά της Ελευσίνας Δημοφώντα αθάνατο. Ο Θεός των Εβραίων παρουσιάζεται στον Μωυσή πρώτη φορά μέσα σε μια άκαυτη φλεγόμενη βάτο. Οι προσφορές των πιστών καίγονταν πάνω σε βωμούς, ώστε οι θεοί να ευφρανθούν (Αρχαίοι Αιγύπτιοι, Έλληνες, Πέρσες, Ασσύριοι, Εβραίοι). Στην ορθόδοξη Εκκλησία το θυμιατό συνεχίζει να συμβολίζει τη λατρεία, τον εξιλασμό και τη δύναμη της προσευχής. Το ίδιο το Άγιο Πνεύμα εμφανίζεται την Πεντηκοστή ως πύρινη γλώσσα.
Αυτά και τόσα ακόμη δείχνουν τη συμβολική σημασία που έχει η φωτιά στη παράδοση και τη θρησκεία. Οι εθιμικές πυρές τώρα του Αϊ-Γιάννη του Λαμπαδιάρη έχουν καθαρτήρια βάση και εξευμενιστικό χαρακτήρα, καθώς συνδυάζονται με τα γνωστά πηδήματα από πάνω. Επιπλέον, η συμπεριφορά αυτή επισφραγίζει την ημέρα ως διαβατήρια, σηματοδοτώντας την αλλαγή πριν και μετά την κάθαρση.
Ο Κλήδονας είναι συνδεδεμένος με την καλή τύχη για τις ανύμφευτες κοπέλες και τη μαντική που μπορεί να την εκμαιεύσει.
Η μαντική προέρχεται από την ιδιότητα της ημέρας ως διαβατήρια, και η ονομασία σημαίνει άκουσμα οιωνισμού ή μαντική λέξη ή φράση. Η ημέρα αυτή επιλέγονταν και διότι βρίσκεται πολύ κοντά στο θερινό ηλιοστάσιο – η φωτιά έρχεται να αποκτήσει τις «μαγικές ιδιότητες» του Ήλιου. Από τη φωτιά και τον Ήλιο ο λαός αντλεί τις μαντικές δεξιοτεχνίες που εκδηλώνει.
Ο Κλήδονας προέρχεται από τη λέξη κλήδων που βρίσκουμε στον Όμηρο, στον Ησίοδο, στον Ηρόδοτο, στον Αισχύλο, στον Ευριπίδη, στον Αριστοφάνη και στον Παυσανία. Επιπλέον χρησιμοποιείται ως επίθετο για τον Ερμή και τον Δία ως μεταφορείς χρησμών.
Το μοτίβο φυσικό-μεταφυσικό είναι αυτό που χρησιμοποιείται για να ερμηνευτεί το έθιμο του Κλήδονα. Η ανάγκη γύρω από την προσέγγιση του μέλλοντος, η αγωνία του ανθρώπου για το άγνωστο και ο συνδυασμός πιθανοτήτων και περιβαλλοντικών συμπτώσεων έδωσαν στη μαντική δεξιοτεχνία ισχύ και κύρος. Σε συνδυασμό με την επίκληση του θείου, βεβαιώνονταν η προέλευση της μαντικής ρήσης.
Ο μαντική του Κλήδονα χρησιμοποιείται από την Αρχαιότητα, αναφέρεται μάλιστα το «κληδόνων ιερόν». Φαίνεται ότι εφαρμοζόταν και από τους Εβραίους, παρόλο που ήταν καταδικαστέα πράξη, όπως μας πληροφορεί το Δευτερονόμιον.
Το έθιμο του Κλήδονα με το πέρασμα των χρόνων έχασε το χαρακτήρα της γενικής μαντικής και περιορίστηκε στους ερωτικούς χρησμούς. Στο Βυζάντιο την παραμονή της εορτής τοποθετούσε ο καθένας ένα αντικείμενο σε ένα αγγείο με νερό. Μια κοπέλα ντυμένη νύφη τραβούσε στην τύχη από το νερό ένα αντικείμενο σε κάθε ερώτηση ως απάντηση για το τι επιφύλασσε το μέλλον.
Το έθιμο του Κλήδονα επιβίωσε μέχρι σήμερα, όμως με κάποιες παραλλαγές σε σχέση με τα βυζαντινά δρώμενα. Η πιο απλή μορφή του περιλαμβάνει το τελετουργικό με το αμίλητο νερό, το κλείσιμο και το άνοιγμα ακολούθως του κλήδονα, ενός μεγάλου αγγείου το οποίο είναι γεμάτο με το αμίλητο νερό και τα προσωπικά αντικείμενα των κοριτσιών. Το αμίλητο νερό έχει και αυτό το συμβολισμό του, καθώς έχει ως σκοπό να μην «ξυπνήσει τα δαιμονικά».
Ο κλήδονας μένει σκεπασμένος όλο το βράδυ έξω στην ύπαιθρο. Τα άστρα θεωρείται πως θα επιδράσουν πάνω στο αγγείο και ο κλήδονας θα λάβει μαντική και τελεστική δύναμη. Το αγγείο το χάραμα μαζεύεται και το απόγευμα της εορτής η υδροφόρος νεαρή ανασύρει ένα-ένα από το αγγείο τα αντικείμενα που αντιστοιχούν στο «ριζικό» κάθε κοπέλας, και μια άλλη, κάποια που έχει ποιητικό ή μαντικό ταλέντο, απαγγέλει ταυτόχρονα ρίμες επηρεασμένες απλώς και μόνο από τη θέα του ριζικαριού – θεωρείται ότι προμηνύει το μέλλον της κοπέλας στην οποία ανήκει το αντικείμενο.
Ο κλήδονας ήταν πιο διαδεδομένος στα παραθαλάσσια χωριά, ενώ ιδιαιτέρως γνωστή ήταν και η μαντική του πηγαδιού.
Η ερμηνεία του Κλήδονα γινόταν κυρίως από γυναίκες, και σπανιότερα και από κάποιους άνδρες. Οι γυναίκες, συνήθως μεσήλικες ή μεγαλύτερες, είχαν χρόνια εμπειρίας και έκαναν ειδική προετοιμασία.
Τα τελετουργικά των εθιμικών πυρών και του Κλήδονα αποτελούν επομένως δύο διαφορετικές συμπεριφορές του λαού, οι οποίες εκδηλώνονται με σκοπό την κάθαρση και τον εξευμενισμό για καλοτυχία.
Οι κοπέλες ζητούν να μάθουν τα μελλούμενα, αφού πρώτα εξαγνιστούν μέσα από το πήδημα της φωτιάς, ώστε να εξευμενίσουν την τύχη τους για να τους φέρει το κατάλληλο και καλό ταίρι, σε σχεδόν όλες τις περιπτώσεις έναν καλό δηλαδή γαμπρό. Τα έθιμα αυτά έχουν καθαρά μεταφυσικό χαρακτήρα που προκύπτει από τη φυσική λογική του λαού απέναντι στις ανάγκες της ζωής και του πνεύματος. Ο καθαρτικός χαρακτήρας μάλιστα των εκδηλώσεων ερμηνεύει την ανάγκη της συνέχειας και της αλλαγής στον κύκλο του χρόνου και της ιστορίας.