Μπορεί ο Πόντος να φαντάζει με επίγειο παράδεισο ακόμα και σήμερα, μ’ ένα εκπληκτικό φυσικό περιβάλλον που εντείνει τη νοσταλγία για επιστροφή στις οικογενειακές ρίζες, ωστόσο οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί πριν από τη Γενοκτονία φρόντιζαν τα καλοκαίρια να αλλάζουν παραστάσεις κάνοντας διακοπές μακριά από τις «πόλεις». Η Τραπεζούντα, τους καλοκαιρινούς μήνες, άδειαζε από κόσμο που αναζητούσε δροσιά και στιγμές ξεκούρασης στην εξοχή.
Ο Γεώργιος Βαφειάδης κατέγραψε τις συνήθειες των Ποντίων, την περίοδο των διακοπών, σε άρθρο του στα Χρονικά του Πόντου, στο τεύχος 9 (Μάιος 1944).
Πού πήγαιναν εκδρομές, ποιες περιοχές προτιμούσαν για διακοπές, τι ήταν τα σιμοχώρια, πού γίνονταν τα πανηγύρια και πώς ήταν τότε τα παρχάρια;
Οι εξοχές της Τραπεζούντας
Οι περισσότερες ελληνικές οικογένειες της Τραπεζούντας κάθε καλοκαίρι ξεχύνονταν για παραθέρισμα σε μαγευτικές και ολόδροσες εξοχές. Ο περιωρισμένος και μονότονος βίος του χειμώνα, μεταπηδούσε στην πολυποίκιλη, χαρούμενη και ελεύθερη ζωή, σε μαγευτικά τοπεία, βουνά, λαγκάδια, δάση και παρχάρια.
Οι εξοχές άλλες μεν ήσαν σε απόσταση έως 10 χιλιόμετρα και ελέγοντο σουμοχώρα ή σιμοχώρα, άλλες δε σε απόστασι 35 έως 60 και πλέον χιλιόμετρα.
Σουμοχώρα
Το πλησιέστερο, μαγευτικότερο και πλουσιώτερο σουμοχώρ’ σε απόσταση 5 χλμ. Ν.Δ. της πόλεως, σε αμαξόδρομο, ήτο Σοούκ-Σού Πολίτα-Κρυονέρι. Σ’ αυτό οι ευπορώτεροι είχαν τες επαύλεις των. Μεταξύ αυτών ξεχωριστή θέση είχαν αι βίλλες Κ. Θεοφυλάκτου, Κ. Καπαγιαννίδου και Π. Ακρίτα, με κήπους και θερμοκήπια κατάφυτους από ωραιότατα εκλεκτά λουλούδια και πανύψηλα έλατα.
Πολλοί άλλοι ομογενεις είχαν τα ιδιόκτητα θέρετρά τους, όπως αι οικογένειαι Κ. Βελισσαρίδου, Π. Γιαννηκαπάνη, Γραμματικόπουλου Πέτρου και Παρασκευά, Αδ. και Παν. Εφραιμίδου, Π. Θεοφυλάκτου, Γ. Κακουλίδου, Ν. Καρυοφύλλη, Κασφύκη, Καραγιαννίδου, Γ. Καρβωνίδου, Υιών Α. Κογκαλίδου, Κυτρίδη, Π. Μαυρίδη, Μ. Παπαδοπούλου, Πατσάκογλου, Σοφιανού, Γ. Σειρηνοπούλου, Α. Σουμελίδου, Ανδρέα Τριανταφυλλίδη, Γ. Τζουλιάδη, Ι. Χατζή-Κακουλίδη, Ι. Υφαντίδη, Αντ. Φυλλίζη και άλλοι.
Άλλα σιμοχώρια εξοχικά, Ν.Δ. της Τραπεζούντος ήτο το Κανλικά, Κηρέτσ-Χανέ, Λυκοράσ’, Ζιλμερά και Κιθάραινα.
Εδώ ανάβλυζε το περίφημο ιαματικό, μεταλλικό αεριούχο νερό της Κιθάραινας. Τούτο καθώς και το μεταλλικό νερό της Σάνας (Ν.Α. της Τραπεζούντος) εξήγετο διά Κωνσταντινούπολιν και Αίγυπτον. Νοτιανατολικώς έκειτο το εξοχικό χωριό Χότσ’, όπου επίσης παραθέριζαν αρκετές οικογένειες στα ιδιόκτητα εξοχικά και αγροτικά σπίτια των. Λίγο υψηλότερα από την Χότσ’, εις απόστασιν 2 χ.μ. περίπου, έκειτο το μοναδικό εξοχικό χωριό των Αρμενίων το Ζέφανος όπου παραθέριζαν αρκετές οικογένειες Αρμενίων.
Ματσούκα
Πολλές οικογένειες παραθέριζαν στα χωριά και τα παρχάρια της Ματσούκας. Τα χωριά της Ματσούκας που συγκέντρωναν παραθεριστάς ήτο το Καπή-κιοϊ (Ζούζα) Β. του Τζεβτζλίκ’ (Καρυαί – Δικαίσιμον) και η Λιβερά (Δουβερά) Ν. Α. του Τζεβτζλίκ εις απόστασιν 35 χ.μ. περίπου από την Τραπεζούντα και είς ύψος 600-700 μέτρων.
Τα χωριά αυτά είχαν κλίμα εξαιρετικό, άφθονα κρύα νερά, δάση από έλατα, καρποφόρα δένδρα, μαγευτικά τοπεία, όπως το Ράχος, το Γουδούρ, ο Ηλέας ή Τσηλέας στο Καπή-κιοϊ, εις δε την Λιβερά, η Χαμπουλή, η Καρεζού, Λακάνα και άλλα.
Παρχάρα
Το όνομα Παρχάρ’ προέρχεται εκ της οροσειράς Παρυάδρης, λεγομένου και Παρχάρ’. Εις την οροσειράν αυτήν έκειντο τα παρχάρια της Ματσούκας και της Κρώμνης.
Παρχάρια της Ματσούκας εις τα οποία παρεθέριζαν Τραπεζούντικες οικογένειες ήσαν το παρχάρι της Δανείαχας, το Χοτζά-Μεζαρή και παλαιότερα το Διχέρ’ παρχάρι της Σπέλας (Σπήλαια).
Τα παρχάρια σε ομορφιά και άφθονη βλάστησι, ξεπερνούσαν όλες τις άλλες εξοχές. Αλλά δεν συνεκέντρωναν πολλούς παραθεριστάς διότι η παραμονή σ’ αυτά διαρκούσε έως τες 25 Αυγούστου το πολύ, οπότε οι ρωμάνες και παρχαρομάννες με τα ζώα τους, κατέβαιναν σε χαμηλότερους βοσκότοπους (μεζηρέδες όπου ως υπήνεμα παρέμεναν και κατά το μεθόπωρον (φθινόπωρον)).
Τα παρχάρια δεν είχαν τις ανέσεις των άλλων χωριών. Οι παραθεριστές κατοικούσαν σε καλύβες (σα καλύβα) ξύλινες, χωρίς παράθυρα, σκεπασμένες από χαρτώματα (λεπτά σανιδόφυλλά-σκουρέτα) και είχαν στη σκεπή φεγγίτες. Στο Χοτζά-Μεζαρή αι καλύβες ήσαν λιθόκτιστες με σκεπή από χάρτωμα επίσης.
Στα παρχάρια ο καιρός ήτο συχνά ομιχλώδης και βροχερός. Τα δάση και τα τοπεία των παρχαριών ήσαν μαγευτικώτατα. Στα δάση εξεχύνοντο οι άνδρες για κυνήγι και τα παιδιά για να μαζεύουν, χαμούφτας (φράουλες μικρές αρωματικές) μουμοδάκια (είδος μούρων με ανοικτό ρόδινο, μουντό χρώμα, ευγεστότατα και αρωματικότατα, διφόρα (εύγεστος μαύρος μικρός καρπός).
Κρώμνη
Την πιο ξεχωριστή θέση, από όλες τες μακρυνές εξοχές είχες η ξακουσμένη Κρώμνη. Συνεκέντρωνε τους περισσότερους παραθεριστάς, διότι ήτο το μεγαλύτερο χωριό, με πολλές ενορίες και κατάλληλα σπίτια, προς ενοικίασι. Οι περσσότεροι παραθερισταί ήσαν Κρωμέτ’, (καταγόμενοι εκ Κρώμνης) διαμένοντες στην Τραπεζούντα.
Εκ των Κρωμναίων και οι απορώτεροι που είχαν κανένα σπιτάκι στην Κρώμνη. Θα πήγαιναν κάθε χρόνο στο χωριό τους, έστω και με τα πόδια από την Τραπεζούντα έως την Κρώμνη, σε απόστασι πλέον των 60 χλμ.
Η μετάβασις από την Τραπεζούντα στα παρχάρια και την Κρώμνη ήταν απολαυστικότατη και έχουν γλυκές αναμνήσεις όσοι παραθέριζαν στα μέρη αυτά.
Ωραιότατη περιγραφή της διαδρομής μέχρι Κρώμνης έχει δημοσιεύσει στα Ποντιακά Φύλλα ο κ. Μ. Μεταλλείδης (τεύχος 14 και 15 σελ. 67-68, 141-143).
Η Κρώμνη έχει ύψος 1.820 μ. (ακριβής υψομέτρησις υπό Ρώσου αξιωματικού μηχανικού), κλίμα εξαιρετικό και ανέφελον, ως επί το πλείστον, ουρανόν.
Οι Τραπεζούντιοι, παρεθέριζαν στην ενορία του Αληθινού και Σαράντων.
Ολίγες οικογένειες πήγαιναν και στην Ενορία Μαντζάντων και Μόχωρας.
Πανηγύρια
Κάθε ενορία είχε την εκκλησία της και τα παρεκκλήσια της και στην μνήμην των, συνεκεντρώνετο πολύς κόσμος και από τες άλλες ενορίες. Αι γυναίκες με πολύχρωμες και πλούσιες τοπικές ενδυμασίες (ζουπούνας) οι δε νέοι με ζίπκες, πάνοπλοι, τόστρωναν στο γλέντι και στο χορό, με τους απαραίτητους τονανμάδες· πυροβολισμούς.
Πολύ κόσμο συνεκέντρωνε το πανηγύρι του Προφήτου Ηλιού, σ’ ένα ερημοκλήσι στα Κλειβάνα (βουνό της Μόχωρας) καθώς και του Αγίου Παντελεήμονος, παρεκκλήσι στην τοποθεσία Καβελάκ’.
Την 6ην Αυγούστου επανηγύριζε η εκκλησία της ενορίας Φραγκάντων, την δε 15ην Αυγούστου η εκκλησία του Αληθινού. Εκεί την παραμονή το βράδυ, άναβαν φωτιές, κυρίως στάχτη και χώμα, σε σχήμα σφαίρας βουτηγμένα σε πετρέλαιο, καθώς και κάζα (ξηρά εύφλεκτα χόρτα).
Οι επίτροποι και οι πρόκριτοι της ενορίας μαζεύαν από τους ενορίτες το πετρέλαιο καθώς και τα σχετικά τρόφιμα διά το φαγί που θα διεμοιράζετο την ημέρα της πανηγύρεως εις όλο το εκκλησίασμα. Το φαγητό το οποίον εμοιράζετο στα πανηγύρια των ενοριακών εκκλησιών, μέσα σε πίνακα (ξύλινα πιάτα) ήτο ως επί το πλείστον πασκητανένον τσορβάν (σούπα από πλυγούρι και πηχτή αλμυρή γιαούρτη) και καρτοφλήν (γιαχνί πατάτες με κρέας).
Την 15ην Αυγούστου εόρταζε η Μονή Σουμελά, όπου γινότανε το μεγαλύτερο πανηγύρι της περιφερείας Τραπεζούντος στο οποίον πήγαιναν προσκυνηταί από πόλεις και χωριά όπως και από την Κερασούντα και Κοτύωρα (Ορτού). Επίσης και από την Κρώμνην πήγαιναν προσκυνηταί, σε απόστασι 6 ωρών, άλλοι δε Κρωμναίοι αναχωρούντες από την Τραπεζούντα μετέβαιναν για προσκύνημα στη Σουμελά και απ’ εκεί πήγαιναν στο χωριό τους στην Κρώμνη. Την ημέραν αυτήν συνεκεντρώνετο πολύς κόσμος εκ Κρώμνης στον Άεν-Ζαχαρέαν και ανέμενε τους εκ της Μονής Σουμελά προσκυνητάς, με τους οποίους συνηνώνοντο και με κεμεντσέδες, νταούλια, ζουρνάδες και τονανμάδες κατευθυνόντανε στην Κρώμνην και τόστρωναν στο γλέντι και στο χορό.
Εκδρομές
Συχνότατα οι παραθερισταί οργάνωναν εκδρομές, εις ολίγων χλμ. απόστασι από την Κρώμνη σε μαγευτικά τοπεία, όπως στον Άεν-Ζαχαρέαν ύψος 2.000 μ. του Ξερέα τον Χάν’, όπου ανάβλυζε το περίφημο αεριούχο μεταλλικό νερό, τα παρχάρια Μετσήτ’, Λειβαδίαν, Λεποανέσα τη Κορώνας τ’ ορμίν, το Σοανορήμ’, το Μαντακέν, τα Λιμνοπέγαδα, του Πετσά, τα Μιντσέατα και η Ταβηκή.
Διαβαίνοντας από το Μετσήτ’ και άλλα παρχάρια τα οποία ενέμοντο καταχρηστικώς Τούρκοι (Καραοσμάνογληδες και Τσαλαπόγληδες), φθάνομεν στη Λίμνη του Αγίου Παύλου στους πρόποδας του ομώνυμου βουνού (ύψος της κορυφής του όρους 3.000 μ.). Η απόστασις από την Κρώμνην έως τ’ Άεν-Παύλε το Λιμνήν ήτο περίου 15 χλμ. και οι εκδρομείς πήγαιναν ως επί το πλείστον έφιπποι. Το θέαμα ήταν γραφικότατο όταν άνδρες και γυναίκες, νέοι και νέες, στα καταπράσινα χλοερά οροπέδια, σαν σε βελούδινο ταπέτο, με γέλια και τραγούδια, προσπαθούσαν ο ένας να ξεπεράση τον άλλον –εκουστουρλάεβαν τ’ άλογα και εκείνα πα εχλιμίντιζαν ασ’ σην χαράν άτουν. Και όταν έφθανε η ομάδα με τον κεμεντσετσήν επί κεφαλής στην Λίμνη ξεφάντωναν σε γλέντια και φαγοπότια. Μέσα σ’ όλες τες λιχουδιές που παρετίθεντο κατάχαμα στην καταπράσινη χλόη, προέχουσαν θέσι είχαν τ’ αλυκά τα χαψία και τα θρυσσία, τα τιναχτά τα φασούλα καθ’ ήν στιγμήν εψήνετο το απαραίτητο σισλίκ’ (κρέας στη σούβλα). Το μοναδικό δε πιοτό το ρακίν (ούζο) ξοδευόταν άφθονο, άλλα κι εξουδετερώνονταν με τον καθαρόν αέρα, το κρύον το νερόν, τη κεμεντσές την λαλίαν και του Σαβέλη ή του Δήμου (ονομαστοί λυράρηδες) τα τραγωδίας.
Η Λίμνη, μαγευτική και γραφική, είχε επιφάνεια 50 περίπου στρεμμάτων, είχε μεγάλο βάθος το δε νερό πολύ κρύο, ψάρια δεν ζούσαν σ’ αυτήν.
Το θέαμα της Λίμνης η μετάβασις και επιστροφή μπορεί να θεωρηθή μιά από τες θεαματικώτερες και διασκεδαστικώτερες απολαύσεις της εξοχικής ζωής της Κρώμνης.
Τα παρχάρια της Κρώμνης ήσαν καταπράσινα και χλοερά αλλά δεν είχαν δάση, κατ’ αντίθεσιν προς τα παρχάρια της Ματσούκας όπου ωργίαζε πράγματι η βλάστησις και πελώρια έλατα πυκνοφυτευμένα, αποτελούσαν ατελείωτες σειρές δασών.
Αξέχαστες γενικώς παραμένουν οι εντυπώσεις και αναμνήσεις εις όσους έζησαν την εξοχική ζωή της Τραπεζούντος, ιδίως στην Κρώμνην και την Ματσούκαν.
Εν τέλει πρέπει να τονισθή ότι τας εξοχάς τας απελάμβαναν μόνον οι Ρωμιοί. Εκτός από λίγες οικογένειες Αρμενίων, που πήγαιναν στο Ζέφανος, όπως αναφέραμε πάρα πάνω, από τον πολυπληθέστερο Τούρκικο πληθυσμό ουδεμία σχεδόν οικογένεια παρεθέριζε.
Ας ελπίσωμεν και το πιστεύομεν, ότι μεταπολεμικώς θα επικρατήσουν συνθήκες τέτοιες, που θα μας επιτρέψουν να πάμε πάλι στα ακατοίκητα αυτά τώρα αξέχαστα μέρη μας όχι ως απλοί προσκυνηταί, αλλά ως νοσταλγοί που διακαώς επιθυμούμε να ιδούμε τον «αναθρώσκοντα καπνόν» των ιερών εστιών μας, για να συμβάλωμε και μεις στην αναδημιουργία και τον εκπολιτισμό της γης των πατέρων μας.
Γεώργιος Βαφειάδης
•Πηγή: Χρονικά του Πόντου, Χρόνος Α’, τεύχος 9 (Μάιος 1944), σ. 186-188, εκδ. Σύλλογος Ποντίων «Αργοναύται-Κομνηνοί».
•Σημ.: Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του πρωτότυπου.