Πριν από λίγες μέρες το όνομα Καραγάτση ήρθε στην επικαιρότητα, όχι όμως για ευχάριστο λόγο. Αιτία, η απώλεια της κόρης του σπουδαίου συγγραφέα, Μαρίνας, σε ηλικία 88 ετών.
«Η Μαρίνα των στίχων του Οδυσσέα Ελύτη, το ανέμελο κορίτσι με τα μελαγχολικά μάτια στις φωτογραφίες του Ανδρέα Εμπειρίκου, το “Ευχαριστημένο” της Άνδρου, που μεγάλωσε στη σκιά του Μ. Καραγάτση, η γυναίκα που έζησε ελεύθερα τη ζωή της, έφυγε σήμερα το πρωί έχοντας στο πλάι της τις τελευταίες ημέρες της όλη την οικογένειά της» έγραφε μεταξύ άλλων η ανακοίνωση, που δημοσίευσε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το θέατρο «Πορεία».
Ο ιδιοκτήτης και δημιουργός του Θεάτρου «Πορεία» είναι ο γιος της εκλιπούσης και εγγονός του Μ. Καραγάτση, Δημήτρης Τάρλοου.
Η δημοσίευση κατέληγε: «Από σήμερα η Μαρίνα θα αναπαύεται στο “αυλιδάκι” του ουρανού, εκεί που την περιμένουν οι γονείς, η γιαγιά της, και η λατρεμένη της Λασκαρώ. Αντίο Μαρίνα».
«Που μεγάλωσε στη σκιά του Μ. Καραγάτση». Αναμενόμενο. Ήταν τόσο μοναδική η προσωπικότητα και το έργο του μεγάλου συγγραφέα, που ο οποιοσδήποτε θα μεγάλωνε στη σκιά του. «Δεν είχα μέσα μου την πικρία που θα φανταζόταν κανείς – σαν να είχα κρατήσει πολλά παράπονα κι έγραψα για να βγάλω τα παράπονά μου. Κάθε άλλο. Ένιωσα αυτό που πάντα ισχυριζόταν ο πατέρας μου, ότι οι σχέσεις των ανθρώπων είναι μια μεγάλη παρεξήγηση. Κι ότι οι συγκρούσεις ήταν για το τίποτα», είχε πει σε συνέντευξή της η κόρη του συγγραφέα αλλά και της ζωγράφου Νίκης Καραγάτση.
Ούτως ή άλλως ο Καραγάτσης ήταν τέτοια μοναδική προσωπικότητα, που μπορούσες και μόνο να τον χαζεύεις. Με όλα τα συν και τα πλην που έχουν τέτοιοι άνθρωποι.
Έναν Ροδόπουλο τον ξέρετε;
«Γεννήθηκα στην Αθήνα σε ένα από τα τέσσερα γωνιακά σπίτια των οδών Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους. Δεν σας λέω όμως σε ποιο. Και το κάνω επίτηδες αυτό, για να μπλέξω άγρια –σε αυτό το αθηναϊκό σταυροδρόμι– τους διαφόρους “αρμοδίους”, όταν έρθει η στιγμή να εντοιχισθεί η αναμνηστική πλάκα. Εγώ βέβαια θα τα έχω τινάξει προ πολλού, και θα σπάω κέφι καλά στον ουρανό, με τη μεταθανάτια φάρσα μου», είχε πει ο Μ. Καραγάτσης σε συνέντευξή του.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτρης Ροδόπουλος και γεννήθηκε σαν σήμερα το 1908.
Πέρασε την παιδική του ηλικία σε διάφορες πόλεις εξαιτίας των μετακινήσεων της οικογένειάς του. Ο πατέρας του, ως διευθυντής τράπεζας, δούλεψε σε πολλές πόλεις. Πάντως ο νεαρός Ροδόπουλος φαινόταν από μικρός ότι ήταν ξεχωριστή περσόνα. Για παράδειγμα, τα γυμνασιακά του χρόνια τα πέρασε στη Θεσσαλονίκη, όπου τον έστειλε ο πατέρας του τιμωρία, επειδή είχε πλαστογραφήσει την υπογραφή του σε σχολικό έλεγχο.
«Διδάχτηκα τα πρώτα γράμματα στο Αρσάκειο της Λάρισας (όταν συλλογιέμαι πως υπήρξα και Αρσακειάδα!) και αντί να ερωτευτώ τις συμμαθήτριές μου, αγάπησα παράφορα τη δασκάλα μου. Γεγονός που μαρτυράει τη σκοτεινή ερωτική ιδιοσυγκρασία μου. Έκανα ό,τι μπορούσα για να μην προβιβαστώ, να μείνω στην ίδια τάξη, κοντά στην “γυναίκα των ονείρων μου”. Το υπέροχο λογοτεχνικό μου ταλέντο φανερώθηκε στο Γυμνάσιο, όταν έγραφα εκθέσεις αριστουργηματικές» είχε πει για τα μαθητικά του χρόνια.
Μετά φεύγει για το εξωτερικό προκειμένου να σπουδάσει Νομικά, αλλά επιστρέφει τον επόμενο χρόνο λόγω οικονομικών δυσκολιών και συνεχίζει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το 1927 παίρνει μέρος στον πρώτο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Nέας Eστίας με το αυτοβιογραφικό διήγημα «Kυρία Nίτσα» (όπου αφηγείται τον έρωτά του για την εικοσάχρονη δασκάλα του), το οποίο θα αποσπάσει έπαινο και θα δημοσιευτεί το 1929 σε συλλογικό τόμο που περιλάμβανε τα βραβευμένα διηγήματα του διαγωνισμού.
Mε το διήγημα αυτό –που απέσπασε τις ευμενείς κρίσεις του Γρηγορίου Ξενόπουλου– ξεκινά τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του και τη μακρά συνεργασία του με τη Nέα Eστία, δημοσιεύοντας σε αυτήν διηγήματα, μυθιστορήματα σε συνέχειες και μεταφράσεις. Και το 1933 κυκλοφορεί το πρώτο του μυθιστόρημα, «Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν».
Μεγάλα έργα
Τελικά το πτυχίο του θα το πάρει, ενώ κατά καιρούς εργάζεται από διαφημιστική εταιρεία μέχρι και τα έντυπα της εποχής. Το 1935 παντρεύεται τη ζωγράφο Νίκη Καρυστινάκη (μετέπειτα γνωστή ως Νίκη Καραγάτση), ενώ την επόμενη χρονιά δημοσιεύεται το μυθιστόρημά του «Η χίμαιρα» (ένα εξαιρετικό, λεπτομερές ψυχογράφημα), και στην κόρη του –που γεννιέται τον Οκτώβριο του 1936– δίνει το όνομα της ηρωίδας του βιβλίου: Μαρίνα.
Επιβιώνει την περίοδο της Κατοχής, ασχολείται χωρίς επιτυχία με τη θεατρική συγγραφή, ενώ η Καταδρομή ήταν η κινηματογραφική του κατάθεση.
Το 1946 πεθαίνει η μητέρα του, στην οποία αφιερώνει το μυθιστόρημά του «Ο μεγάλος ύπνος» που κυκλοφορεί την ίδια χρονιά.
Το 1949 βρίσκεται ως πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας Βραδυνή στα βουνά του Γράμμου και του Βίτσι, ενώ ο Εμφύλιος βαίνει προς το τέλος του. Τον ίδιο χρόνο ταξιδεύει στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Τουρκία και την Αίγυπτο.
Το 1958, μοιραίο έτος της ζωής του, συνυπογράφει «Το μυθιστόρημα των τεσσάρων» μαζί με τους Άγγελο Τερζάκη, Ηλία Βενέζη και Στρατή Μυριβήλη, το οποίο πρωτοδημοσιεύεται στην εφημερίδα Ακρόπολη. Στις 8 Νοεμβρίου του ίδιου έτους παθαίνει καρδιακή προσβολή. Η ασθένεια τον οδηγεί στη σταδιακή αποξένωσή του από τους φιλικούς κύκλους, αλλά όχι και στη διακοπή της δουλειάς του. Ξεκινάει να γράφει «Το Δέκα», που όμως δεν το τελειώνει ποτέ.
Το ημιτελές μυθιστόρημα εκδόθηκε μετά το θάνατό του.
Τα χαράματα της 14ης Σεπτεμβρίου 1960 αφήνει την τελευταία του πνοή. Κηδεύεται την ίδια μέρα, και στον τάφο του χαράζεται το επίγραμμα από το έργο του «Το μεγάλο συναξάρι»: «Οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου».
Ο άνθρωπος-αίνιγμα
Tο αινιγματικό αρχικό M. λέγεται πώς έρχεται από το όνομα Mίτια (ρωσική εκδοχή του «Δημήτρης»), ενώ το Kαραγάτσης οφείλεται στο δέντρο καραγάτσι (η φτελιά) κάτω από το οποίο καθόταν μικρός και διάβαζε, κοντά στην εκκλησία της Pαψάνης στη Θεσσαλία.
Το γεγονός ότι υπέγραφε τα έργα του ως «Μ. Καραγάτσης» προκάλεσε σύγχυση σε αρκετούς φιλολόγους, που συχνά ερμήνευαν το «Μ» ως Μιχάλης, λόγω των ηρώων του, Μιχάλη Καραμάνου (στον «Γιούγκερμαν») και Μιχάλη Ρούση (στον «Μεγάλο ύπνο»), που θεωρούνται περσόνες του συγγραφέα.
Στην κουβέντα του δεν ήταν καθόλου διαλεκτικός και υπομονετικός. Ήταν ή πλούσια αφηγηματικός ή εκρηκτικός και παράφορος. Παράξενα ηδονιστής, χαιρόταν πιο έντονα την ηδονή ως προετοιμασία παρά ως πραγμάτωση. Συνδύαζε έναν διονυσιακό αυθορμητισμό μ’ έναν προγραμματισμό και με μια περίσκεψη.
Μπερδευτήκατε; Δεν θα έπρεπε. Ήταν ένας άνθρωπος που έζησε την ζωή του σαν παιχνίδι, και δεν δίστασε να πειραματιστεί χωρίς όμως να φτάνει στα όρια.
Αν θέλουμε να κρατήσουμε την ανθρώπινη πλευρά του, κρατάμε τα λόγια της συζύγου του που τον περιγράφει τέλεια: «Δύσκολος άνθρωπος, εκρηκτικός, υπερευαίσθητος, πολλές φορές εγωιστής αλλά καλόκαρδος. Δεν ζήλεψε ποτέ τους καλούς, τους άξιους. Δίκαιος. Λογάριαζε τους ανθρώπους. Είχε χάρες, γοητεία, ζωντάνια, ανωτερότητα. Δεν ήταν φτηνός, μικρός σε τίποτα…».
Σπύρος Δευτεραίος