Η Σοφία Σπανού γεννήθηκε στο χωριό Ελεγμοί, περίπου 10 χλμ. νοτιοανατολικά των Μουδανίων και 20 χλμ. βορειοανατολικά της Προύσας. Πριν από το 1922 αριθμούσε 2.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 1.700 ήταν Έλληνες και υπάγονταν στην Μητρόπολη Προύσας. Το χωριό ήταν πολύ κοντά στη θάλασσα του κόλπου των Μουδανίων.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Εμάς τρεις φορές μάς σήκωσαν από τους Ελεγμούς. Τελευταία το 1922. Πρώτη φορά ήρθανε ξημερώματα. Καθούμασταν στο περιθαλάσσιο κι ο επίτροπος, ο Τσορμπατζής καθόμασταν έναν τοίχο πλάι. Ήρθαν ξημερώματα και δεν το ξέραμε. Εγώ ξημερώματα σηκώνουμαι, πάντα νωρίς σηκώνουμαι. Λέω να ανοίξω το παράθυρο να δω. Ανοίγω το παράθυρο, κάνω να δω πώς είναι ο καιρός. Βλέπω, τι να δω; Το χωριό δεμένο· Τούρκοι με τα πιστόλια και τα τουφέκια. Ύστερα βλέπω δύο τζανταρμάδες· κατεβαίνουν και βροντίζουν του Τσορμπατζή το σπίτι. Κλείνω το παράθυρο και κάνω έτσι την κουρτίνα από την άκρη και βλέπω. Φωνάζουν: «Τανάς Τσορμπατζή, Τανάς Τσορμπατζή». Βγήκε με τις νυχτικές του. «Άντε», του λένε, «καρακολά γκελ»1.
«Να ντυθώ», τους λέει. Του λένε «Όχι». «Ε, πώς να ‘ρθω; Να ντυθώ!». «Όχι» του λένε. Έπειτα πήγε μέσα, έβγαλε τα νυχτικά του και πήγε.
Κατεβαίνει εκείνος, τι είπαν, τι δεν είπαν, τον βάστηξαν στο καρακόλι. Βλέπουμε, όλος ο κόσμος πάει στη θάλασσα. Λέω: «Τι είναι; Τι είναι;» «Μας διώχνουν», λένε.
–Τι λέτε;
–Ναι, μας διώχνουν.
Πηγαίνω στον άντρα μου: «Γιωργάκη», λέω, «σήκω, οι Τούρκοι στέκουν με το τουφέκι». Σηκώνεται. «Να πάω να δω», λέει.
Πάει να τραβήξει τα στακοπλέματα, που είχε ρίξει τη νύχτα, δεν τον άφησαν οι Τούρκοι. «Φεύγουμε;» του λέω. «Όχι», λέει, «θα αδειάσουν τα σπίτια και θα κάνουν έρευνα».
Σηκώσαμε τα τρία παιδιά που κοιμόνταν ακόμα. Ήταν ξημερώματα.
«Άντε», μας λένε, «θα κάνουμε έρευνα». Έξω μας βγάλαν και μας πήραν τα κλειδιά και πια δεν μπήκαμε μέσα. Ούτε από τη θάλασσα μάς άφηκαν να φύγουμε. Από το περιγιάλι πήγαμε στα Μουντανιά, χωρίς τίποτα, με την ψυχή μας. Μήτε ψωμί, μήτε τίποτα. Απομείναμε ένα βράδυ στα Μουντανιά, στον άμμο, στο κρύο.
Το πρωί φέραν αραμπάδες οι Τούρκοι, τομπάι αραμπασί2, γκουτζούργκουτζούρ3. Όποιος πρόλαβε, μπήκε. Οι άλλοι με τα πόδια. Και μας πήγαν στο Σουσουρλούκι4. Μας βάλαν σ’ ένα σπίτι, στα σανίδια να κοιμόμαστε. Μετά οι γειτόνοι μάς λυπήθηκαν, μας φέραν παπλώματα.
Οι μισοί Ελεγμοί πέθαναν εκεί. Το νερό βαρύ τους ήρθε.
Ύστερα εμείς κατεβήκαμε στο πατρικό μου σπίτι. Δεν μας αφήνανε οι Τούρκοι, αλλά εμείς είπαμε έχουμε πατρικό σπίτι. Αυτά έγιναν το ’15.
Τότε έπεσε επαγγληματικός τύφος5 κι όλος ο κόσμος πέθανε στην Προύσα, και τότε πέθανε ο άντρας μου, κι εγώ πήγα στην Πόλη να εργαστώ να ζήσω τα παιδιά μου, που τ’ άφησα στη μητέρα μου.
Στην Πόλη εργάστηκα σε δύο σπίτια. Από την Πόλη ήρθαμε εδώ, που είχα τον αδελφό του, στα 1923. Είχε έρθει όταν ήταν δεκαοχτώ χρονώ.
Στην Πόλη όποιος ήταν πρόσφυγας από την Ανατολή, τον πιάναν και τον βάζαν στο Μπαλουκλή κι από κει τον στέλναν εδώ.
Ο κόσμος ήθελε τα παιδιά του. Όχι, τους λέγαν, θα τα στείλουμε κι εκείνα εμείς από την Ανατολή. Και πολλά παιδιά χάθηκαν έτσι. Εγώ έβγαλα χαρτί, είχαν έρθει και τα παιδιά μου στην Πόλη και φύγαμε.
Τριαντατρία χρόνια κάτσαμε στο ρέμα του Άη Νικόλα, στην Καισαριανή, μέσα στις ακαθαρσίες, και τώρα εδώ είναι τέσσερα χρόνια που καθόμαστε.
Μετά το πρώτο διώξιμο από τους Ελεγμούς, όταν τέλειωσεν ο πόλεμος, πήγαν οι άνθρωποι στο χωριό ξανά. Δεν βρήκαν τίποτα αλλά άρχισαν να κάνουν από την αρχή τα χωράφια τους. Κατέβαιναν όμως οι Τούρκοι και σφάζαν τον κόσμο και τρεις φορές έφυγαν.
Την τελευταία, με την υποχώρηση του στρατού, μαζεύτηκαν στην Πάνορμο και γυναίκες κρύβαν τους άντρες και τα παιδιά τους στα φουστάνια και τα βρακιά τους. Έρχονταν οι Τούρκοι: «Πού είναι το παιδί σου; Ο άντρας σου;» «Μπιλμέμ. Κατστιλάρ6».
Πόσους τότε σφάξαν!