Στις 21-22 Ιουνίου του 1824, άλλη μια μαύρη και ηρωική συνάμα σελίδα γράφτηκε στο πολυσέλιδο βιβλίο της ελληνικής ιστορίας. Πρόκειται για την Καταστροφή των Ψαρών και τη θυσία των 30.000 περίπου κατοίκων του. Ας δούμε όμως τα γεγονότα.
Η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά ήταν τα τρία νησιά μας που προσέφεραν τον εμπορικό τους στόλο για να συγκροτηθεί το ελληνικό πολεμικό ναυτικό, προκειμένου να ελευθερωθεί η Ελλάδα από τον μακραίωνο ζυγό της οθωμανικής καταπίεσης και οπισθοδρόμησης. Ο στόλος των Ψαριανών ήταν η τρίτη δύναμη όσον αφορά τη συνεισφορά των νησιών μας στην Ελληνική Επανάσταση, με πρώτη την Ύδρα στης οποίας τη σημαία απεικονιζόταν ένα από τα συνθήματα του απελευθερωτικού αγώνα «Νίκη ή Θάνατος». Αυτή η φράση χαρακτήριζε και το πατριωτικό αίσθημα των νησιωτών μας.
Η μεγάλη συμβολή των Ψαρών, κατά τα γεγονότα της εθνικής παλιγγενεσίας, ενόχλησε τον σουλτάνο Μαχμούτ ο οποίος ανέθεσε στον Χοσρέφ πασά τον αφανισμό των Ψαριανών. Τα κίνητρά του ήταν εκδικητικά και υπέθετε πως το ολοκαύτωμα που σχεδίαζε, θα λειτουργούσε παραδειγματικά για τους υπόλοιπους Έλληνες.
Στην πρόταση του Χοσρέφ πασά που τους έγινε μέσω του στόματος ενός Γάλλου πλοιάρχου να εγκαταλείψουν το νησί τους, οι γενναίοι Ψαριανοί απάντησαν αρνητικά.
Θα έμεναν στο νησί τους και θα αντιμετώπιζαν τους Τούρκους όπως το έκαναν δεκάδες φορές στις ανοιχτές θάλασσες οι θρυλικοί συντοπίτες τους Δημήτριος Παπανικολής και Κωνσταντίνος Κανάρης. Οι εκκλήσεις τους στην κυβέρνηση για βοήθεια έμειναν αναπάντητες. Έτσι 1.300 άντρες Ψαριανοί με τη βοήθεια 1.000 μισθοφόρων από τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία έμειναν να υπερασπιστούν 30.000 ελληνικό πληθυσμό, στη συντριπτική πλειοψηφία πρόσφυγες από τη Χίο και τη Μ. Ασία.
Οι Μακεδόνες και οι Θεσσαλοί μισθοφόροι δεν ήταν εξοικειωμένοι στις μάχες στη θάλασσα, γι’ αυτό το λόγο απαίτησαν από τους Ψαριανούς – με το φόβο μην τους αφήσουν βορά στους Τούρκους στο ενδεχόμενο αποτυχίας του ψαριανού στόλου να αντιμετωπίσει τα τουρκικά πλοία–, να παροπλίσουν μεγάλο αριθμό παρώνων (μπρίκια) και κανονιοφόρων πλοίων στη στεριά. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την πλήρη εγκατάλειψη από την υπόλοιπη ναυτική δύναμη της Ελλάδας, ήταν τα στρατηγικά λάθη που οδήγησαν στην καταστροφή που ακολούθησε.
Το πρωί της 20ης Ιουνίου ο Χοσρέφ πασάς ξεκίνησε από το Σιγρί της Λέσβου με έναν στόλο που αποτελούνταν από 140 σκάφη ο οποίος μετέφερε αποβατικό στρατό της τάξης των 14.000 ατόμων. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο πολυάριθμος οθωμανικός στόλος με το πολυπληθές στράτευμα που αποτελούνταν από Τούρκους και Τουρκαλβανούς, προσέγγισε το βόρειο μέρος των Ψαρών και άρχισε τους κανονιοβολισμούς.
Οι Ψαριανοί αντιστάθηκαν με νύχια και με δόντια, ο αγώνας όμως ήταν άνισος.
Σφαγές, αρπαγές, εξανδραποδισμοί, οι γνωστές μέθοδοι του περίφημου οθωμανικού «πολιτισμού» και της διάδοχης του κατάστασης.
Τελευταίο προπύργιο των Ψαριανών το Παλαιόκαστρο. Αυτό το οχυρό κρατούσε ακόμα, ανταπέδιδε στους κανονιοβολισμούς από την θάλασσα και απέκρουε τις επιθέσεις των τουλάχιστον 6.000 μανιασμένων Τούρκων και Τουρκαλβανών που το είχαν περιζώσει από τη στεριά. Το απόγευμα της 22ης Ιουνίου οι Οθωμανοί είχαν περικυκλώσει τον λόφο από παντού και έμπαιναν στο οχυρό. Από το κατάστρωμα του γαλλικού πλοίου «Ίσις» οι Γάλλοι αξιωματικοί παρατηρούσαν με ενδιαφέρον όμως άπραγοι τις τελευταίες στιγμές των ηρωικών Ψαριανών.
«Όσο κυμμάτιζε το άγιον ράκος στο πυροβολείο», λέει ο ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος εννοώντας τη μπαρουτοσκονισμένη ελληνική σημαία που υψωνόταν στο οχυρό του Παλαιοκάστρου και ήταν κατασκισμένη από τα τουρκικά πυρά, «υπήρχε ακόμα ελπίδα». Εναντίον αυτού του «αγίου ράκους» κινήθηκε ένας Τουρκαλβανός με σκοπό να κατακομματιάσει τη σημαία και να υψώσει την ημισέληνο. Δεν πρόλαβε όμως. Ο εκκωφαντικός ήχος και το ωστικό κύμα που δημιούργησε η έκρηξη που πυροδοτήθηκε από τους Έλληνες όταν κατάλαβαν πως το τελευταίο οχυρό είχε πέσει, τα σάρωσε όλα. Ένα νέο Αρκάδι πολύ πριν από τα γεγονότα του Ολοκαυτώματος της Μονής Αρκαδίου στην Κρήτη, διαδραματίστηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Γάλλων παρατηρητών που είδαν τους Ψαριανούς να προτιμούν να βάλουν τέλος στη ζωή τους παρά να πέσουν στα χέρια των βαρβάρων.
Ένα χρόνο μετά, το 1825 ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός γράφει το συγκλονιστικό επίγραμμα με τίτλο Η Καταστροφή των Ψαρών. Το ποίημα αυτό έπεται χρονολογικά του Ύμνου εις την Ελευθερία ο οποίος έχει γνωρίσει ήδη μεγάλη επιτυχία εγχώρια, αλλά και ευρωπαϊκά, με την έκδοσή του στο Παρίσι το ίδιο διάστημα.
Η Καταστροφή των Ψαρών είναι ένα ποίημα μόλις έξι στίχων. Αυτοί οι έξι στίχοι είναι αρκετοί για να προκαλέσουν ρίγη στον αναγνώστη και να υποκλιθεί στη θυσία των Ψαριανών. Το ποίημα είναι εμπνευσμένο από το ιστορικό γεγονός της θηριωδίας των Οθωμανών στις 21-22 Ιουνίου του 1824, όπου κατέφτασαν στο νησί με ισχυρό στόλο. Η καταστροφή του νησιού ήταν ολοκληρωτική. Είχε αφανιστεί κάθε είδους ζωής.
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλικάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γεναμένο από λίγα χορτάρια
που είχαν μείνει στην έρημη γη
Μετά από αυτήν την λαίλαπα, η Δόξα προσωποποιημένη Θεά, περπατά στην καμένη γη και μνημονεύει τα «λαμπρά παλικάρια», αναλογίζεται το μέγεθος της θυσίας τους, εστεμμένη από τα χορτάρια που είχαν μείνει απομεινάρια από την τέλεια καταστροφή. Με αυτόν τον τρόπο ο ποιητής αποτίει φόρο τιμής στην μνήμη των σφαγιασθέντων Ψαριανών και των προσφύγων από τη Μ. Ασία και τη Χίο. Στην θέση του «λαμπρού παλικαριού» βρίσκεται κάθε Έλληνας που αντιστέκεται και πολεμάει να αποτινάξει τον τούρκικο ζυγό.
Ο ποιητής μας δίνει την εικόνα της απόλυτης καταστροφής, σαν σκηνή αρχαιοελληνικού θεάτρου. Κρατάει τις βίαιες εικόνες μακριά από το προσκήνιο από σεβασμό προς στα θύματα αλλά και στους αναγνώστες του, και με βραχύ ρυθμικό στίχο και απέριττο τρόπο, χωρίς να επιφορτίσει συγκινησιακά το ποίημα, μας ανακοινώνει το μέγεθος της τραγωδίας.
Στο ποίημα αυτό επικρατεί έντονα το ελεγειακό στοιχείο και είναι γραμμένο σε αναπαιστικό μέτρο, με δεκασύλλαβο στίχο. Δεν είναι τυχαία η επιλογή του αναπαίστου. Με αυτόν τον τρόπο ο ποιητής συνδέει τους στίχους του – «φόρο τιμής» προς τους ήρωες-θύματα των Ψαρών, με αρχαία τραγωδία, καθώς ο ανάπαιστος ήταν ο ρυθμός που δινόταν από τους αρχαίους προγόνους στα προσόδια, στα πολεμικά εμβατήρια και στις τραγωδίες. «Ακούγοντας» λοιπόν τον τελετουργικό ήχο του τυμπάνου να «σφυρηλατεί» σε ρυθμό 3-3-4 τις λέξεις του ποιητή και να δίνει ρυθμό στο βήμα της λαμπροφορεμένης Κόρης, της Δόξας, ας αναλογιστούμε τους αγώνες του έθνους μας και ας φροντίσουμε να παραμείνει ακοίμητο το καντήλι της μνήμης.
Αλεξία Ιωαννίδου