Μυστική οργάνωση Ελλήνων ανταρτών που ονειρευόταν να απαλλαχθεί από τους Τούρκους, το 1908, δηλαδή πολύ πριν κηρυχθεί η επανάσταση των Νεότουρκων είχε ιδρυθεί και δρούσε στην περιφέρεια της Αμισού σύμφωνα με καταγραφή του Δημήτριου Στ. Κουτσογιαννόπουλου στο βιβλίο του Αναμνήσεις από τον Πόντο (εκδ. 1972).
Το βιβλίο περιέχει βιογραφικές αναμνήσεις του συγγραφέα, πρωτοπαλίκαρου του Βασίλειου Ανθόπουλου που μαζί με τους άνδρες του, ανάμεσά τους και ο Κουτσογιαννόπουλος, δρούσε στον Δυτικό Πόντο.
≈
Ήταν καλοκαίρι του 1908. Πριν ακόμα κηρυχθεί η Επανάσταση των Νεοτούρκων, υπήρχε στην Αμισό μια Ελληνική μυστική οργάνωση ανταρτικών σωμάτων, που θα δρούσε στην περιφέρεια της Αμισού. Στην οργάνωση αυτή ήταν μεταξύ των ιδρυτών και ο πατέρας μου, με κίνδυνο βέβαια της ζωής του.
Μια μέρα, χωρίς να το θέλω, βρήκα κάτω απ’ το κρεββάτι του πατέρα, προκηρύξεις, που καλούσαν τους Αμισινούς να εγγραφούν στη μυστική αυτή οργάνωση, που σκοπός της ήταν η σύσταση ανταρτικών σωμάτων στα περίχωρα της Αμισού.
Η οργάνωση, άρχισε κιόλας την Εθνική δράση της και μυστικά έφερνε όπλα γκρα από την Ελλάδα, μέσα σε βαρέλια λαδιού, για τον οπλισμό των ανταρτών.
Με βαθειά συγκίνηση διάβασα το περιεχόμενο των προκηρύξεων. Αμέσως μου γεννήθηκε η λαχτάρα της λευτεριάς… Μα δεν πέρασαν λίγα λεπτά και άλλο ξάφνιασμα!! Στο κρεββάτι του πατέρα εκρύβοντο τέσσαρα όπλα γκρα. Με τι συγκίνηση τα είδα! Πήρα ένα απ’ αυτά στα χέρια μου και το έσφιξα δυνατά στην αγκαλιά μου, με λαχτάρα!
Δεν είπα σε κανένα τίποτα!
Πέρασαν λίγες εβδομάδες… Πυροβολισμοί αποτόμοι! Μπαμ!! Μπουμ! !Ξάφνιασμα!! Κακό!! Τι να συνέβαινε άραγε;.. Τώρα οι πυροβολισμοί γίνονται πιο δυνατοί!
Όλοι μας στην Αμισό είχαμε πάντα τον φόβο της σφαγής από τους Τούρκους, γιατί είχαμε τρανό παράδειγμα την σφαγή των Αρμενίων προ δέκα χρόνων… Και άδικα δεν βάλαμε τον φόβο στο μυαλό μας.
Σαν άρχισαν οι πυροβολισμοί, η μάννα με τα αδελφάκια μου, άρχισαν τα παρακάλια γύρω στα εικονίσματα.
Εγώ χωρίς να δειλιάσω –ήμουν τότες δώδεκα χρονώ– έτρεξα και άρπαξα από το κρεββάτι του πατέρα ένα γκρα, γεμάτο από σφαίρες και βρέθηκα στον δρόμο… Έβλεπα ανθρώπους να πηγαινοέρχωνται γεμάτοι από χαρά, γελαστοί, να μιλούν μεγαλόφωνα και να πληροφορούν τους άλλους, πώς ξεθρονίσθηκε απ’ την Επανάσταση των Νεοτούρκων ο Σουλτάνος (Αβδούλ Χαμίτ Χαν), κι απ’ την χαρά τους όλοι ξέσπασαν –Τούρκοι και Έλληνες– στους πυροβολισμούς.
Με τι περηφάνεια γύρισα πίσω, κρατώντας στο δεξί μου χέρι το γκρα για να πληροφορήσω τη μάννα μας, πώς δεν άρχισεν η σφαγή των Χριστιανών, παρά διώξανε τον Σουλτάνο απ’ τον θρόνο!
Γενική χαρά των Χριστιανών, χωρίς να γνωρίζουμε τι θα μας συνέβαινε ύστερα από μερικά χρόνια.
Ύστερα από δέκα πέντε χρόνια (1923) δεν ευρίσκονταν κανείς Έλληνας στον αλησμόνητο Πόντο!!