Σεισμός προκλήθηκε στο πολιτικό σκηνικό από το αποτέλεσμα των εκλογών της Κυριακής αλλά, όπως γράφηκε, δεν ήταν ο κύριος σεισμός. Ήταν προσεισμός. Μήνυμα εστάλη αλλά με όσα είπε τις επόμενες ημέρες ο κ. Μητσοτάκης, το μήνυμα έγινε αντιληπτό αλλά όχι αποδεκτό. Οπότε ο κύριος σεισμός επίκειται.
Κατά την ειδησεογραφία, ο κ. Μητσοτάκης, αντί να ακολουθήσει το παράδειγμα του Μακρόν, λόγω προφανούς δυσαρμονίας εκλογικού σώματος και κυβέρνησης, κατέφυγε στην προσφιλή, σε τέτοιες περιπτώσεις, λύση του ανασχηματισμού αλλά το σχέδιό του δεν τελεσφόρησε σε πρώτη φάση επειδή ο υπουργός Οικονομίας Κ. Χατζηδάκης αρνήθηκε να μετακινηθεί στο υπουργείο Εξωτερικών. Αιτία; Θεώρησε πως με τη μετάθεση, ο κ. Μητσοτάκης του επιρρίπτει ευθύνες για την εκλογική ήττα λόγω της βαριάς φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών. Η πραγματικότητα είναι πως ο κ. Χατζηδάκης έχει ευθύνες. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες στενάζουν από τα φορολογικά βάρη αλλά και από την ασυνέπεια του κράτους στην καταβολή των οφειλών του στους ιδιώτες ωστόσο η ευθύνη για την κυβερνητική πολιτική ανήκει στον πρωθυπουργό.
Για τους παράγοντες της αγοράς μια κρίση παραπλήσια αυτής που αντιμετώπισε η χώρα στο πρόσφατο παρελθόν δεν είναι εκτός πιθανοτήτων.
Η διαφθορά, η κατάχρηση, η εξυπηρέτηση της μικρής ομάδας των «ημετέρων» επιχειρηματιών, η περιθωριοποίηση όσων δεν υποκύπτουν, η συνειδητή διατήρηση των ανωμαλιών της αγοράς που αυξάνει και το κόστος διαβίωσης και άλλα πολλά θα δημιουργήσουν, αν δεν έχουν δημιουργήσει, εκρηκτικές καταστάσεις. Σε πολιτικό επίπεδο αυτή η ορατή προοπτική δεν επηρέασε την κυβέρνηση (το είπε, άλλωστε, εμμέσως ο πρωθυπουργός στην τελευταία συνέντευξή του) επειδή πίστευε πως θα μπορούσε να διαχειριστεί, με τη μιντιακή υποστήριξη που απολαμβάνει, την κοινή γνώμη. Οι ευρωεκλογές, όμως, έδειξαν πως, πλέον, αυτή η δυνατότητα έφθασε στο τέλος της. Εξού και η μη ανανέωση της σύμβασης του Αμερικανού επικοινωνιολόγου Σταν Γκρίνμπεργκ στον οποίο, προφανώς, επιρρίπτεται μέρος της ευθύνης για την εκλογική αποτυχία. Εν ολίγοις, για την κυβέρνηση το πρόβλημα δεν ήταν περιεχομένου πολιτικής αλλά διαχείρισης και χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Αλλά, η πολιτική της είναι που απέτυχε και θα έχει επιπτώσεις στην οικονομία και την κοινωνική συνοχή.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη κυβερνά με το 11,5% τους εκλογικού σώματος και αυτό δημιουργεί θέμα πολιτικής νομιμοποίησης.
Από νομικής απόψεως δεν τίθεται θέμα να κυβερνά. Τίθεται, όμως, από πολιτικής. Και αυτό αποκαλύπτει, σε αντίθεση με τη Γαλλία, τη νοοτροπία του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα. Ούτε η αντιπολίτευση, χαμένη στον δικό της κυκεώνα, δεν έθεσε θέμα. Μπορεί να εξαντλήσει το χρόνο της κυβερνητικής θητείας μια κυβέρνηση που απολαμβάνει του 11,5% του εκλογικού σώματος;
Θα ήταν σωτήρια διέξοδος για τον Έλληνα πρωθυπουργό, η πρόταση του Σαρλ Μισέλ, προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, να αναλάβει ο Μητσοτάκης πρόεδρος της Επιτροπής αλλά το σενάριο δύσκολα να γίνει αποδεκτό. Ακόμη και οι Αμερικανοί, προς τους οποίους ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε δεδομένος, απαιτούν πλήρη συμμόρφωση και δεν του συγχωρούν ότι δεν παραχώρησε τους S-300 και F-16 στην Ουκρανία. Οι Αμερικανοί δεν θεωρούν την Ελλάδα ούτε καν προτεκτοράτο τους και τους Έλληνες πολιτικούς, απλώς, τους εκλαμβάνουν ως μεσαίους υπαλλήλους τους.
Ό,τι και να γίνει από εδώ και πέρα θα υπάρξει και μια εσωκομματική κινητικότητα στη Νέα Δημοκρατία χωρίς τα πρόσωπα που διεκδικούν την διαδοχή να υπόσχονται κάτι καλύτερο. Η δεξιά στην Ελλάδα έχει ορισμένα χαρακτηριστικά πολιτικής συμπεριφοράς τα οποία δεν τα απέβαλε από δημιουργίας της.
Έχει καθηλώσει, η δεξιά, τη χώρα παρόλο που με τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση είχε τη δυνατότητα να βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση. Οικονομική κρίση και, μάλιστα, βαθιά πέρασε και περνά και η Τουρκία αλλά με τις ενέργειες και τους ελιγμούς των πολιτικών της ούτε στο ΔΝΤ κατέφυγε για να παραδοθεί ούτε περιθωριοποιήθηκε παγκοσμίως. Αντιθέτως, ο πρόεδρος της χώρας Ταγίπ Ερντογάν παραβρέθηκε, ως προσκεκλημένος, στη σύνοδο που διεξήχθη στην Ιταλία, των 7 πλουσιότερων χωρών του κόσμου.
Η Τουρκία έχει ξεπεράσει την παγίδα του Θουκυδίδη. Δεν είναι, μόνο, ότι κανείς δεν θέλει να την οδηγήσει στην κατάρρευση λόγω τής, σχεδόν, παγκόσμιας έκθεσης στην οικονομία της. Είναι και το ότι έχει αυτονομηθεί σε θέματα άσκησης εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.
Στη χειρότερη, για την Τουρκία, περίπτωση, η τάση των διαμορφωτών της αμερικανικής πολιτικής που την προσεγγίζει κριτικά, υποστηρίζει πως «η Τουρκία δεν μπορεί να απωλεσθεί επειδή η πολιτική της καθοδηγείται από τα δικά της συμφέροντα. Όπου επικαλύπτονται τα συμφέροντα ΗΠΑ-Τουρκίας, στην Αφρική, στη Μέση Ανατολή ή στην Ευρασία, η Τουρκία θα εργαστεί προς την κατεύθυνση ικανοποίησης αυτών των συμφερόντων χωρίς να χρειάζεται αμερικανική παρότρυνση. Όπου τα συμφέροντα ΗΠΑ-Τουρκίας διαφοροποιούνται η Τουρκία θα κάνει ό,τι θέλει, ανεξάρτητα από το τι της λέει η Αμερική».
Την ευνοϊκότερη προσέγγιση την εξέφρασε ο Αμερικανός πρέσβης στην Άγκυρα Τζεφ Φλέικ, πρώην ρεπουμπλικανός γερουσιαστής, ο οποίος εργάστηκε στο κογκρέσο για την κατανόηση της Τουρκίας από τις ΗΠΑ. Κατά τον κ. Φλέικ ο οποίος μίλησε στο Reuters, η Τουρκία παραμένει σταθερά αγκυροβολημένη στη Δύση και η εταιρική της σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν ποτέ ισχυρότερη, παρόλο που οι πλευρές παραμένουν διχασμένες στον πόλεμο του Ισραήλ στη Γάζα. Ως επιχειρήματα επικαλέστηκε την υποστήριξη της Τουρκίας στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ (sic) και τη συμφωνία για την πώληση αμερικανικών F-16 που σηματοδοτούν την κλίση της Άγκυρας προς τη Δύση και έθεσαν το έδαφος για μόνιμη ώθηση στο εμπόριο και τις επενδύσεις».
Την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενες, οι ΗΠΑ αναγκάζονται να προσαρμόσουν την πολιτική τους προς μια Τουρκία η οποία κοιτά σε όλες τις κατευθύνσεις με μόνον γνώμονα την ικανοποίηση των συμφερόντων της. Είναι στο ΝΑΤΟ με μια περίεργη συμπεριφορά, συμμετέχει στους G-20, προσκαλείται στους G-7, επιδιώκει να ενταχθεί στους BRICKS, θα συμμετάσχει στη Σύνοδο του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης, επιδιώκει προνομιακή σχέση με την ΕΕ. Στην Αθήνα, ούτε καν διανοούνται να σκεφθούν αυτούς τους οργανισμούς.
Η αθηναϊκή εξωτερική πολιτική συμπυκνούται στην υπόκλιση Γεραπετρίτη στον Ερντογάν.
Στις ευρωεκλογές το εκλογικό σώμα έστειλε μήνυμα βαθιάς δυσαρέσκειας στην κυβερνητική πολιτική οποία κρατά τη χώρα σε στασιμότητα, επικίνδυνα εξαρτημένη στην εξωτερική και αμυντική της πολιτική, με την διαφθορά και τον κομματισμό στο αποκορύφωμά τους, επικίνδυνα συγκεντρωτική, με αποδομημένο τον κοινωνικό ιστό, με εγκατάλειψη της έννοιας του εθνικού συμφέροντος, δεδομένη, όπως δήλωσε ο πολιτικός εκφραστής του 11,5% του εκλογικού σώματος και δορυφοροποιημένη.
Η πολιτική αυτή αποτέλεσε τάση στο πολιτικό σύστημα, δεν είναι μητσοτακικής εφευρέσεως, εκφράζει και τα άλλα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης αλλά βρίσκεται σε αντίθεση με την κοινωνική πλειοψηφία.
Υπάρχει διέξοδος; Θα τη δώσει ο λαός. Η κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να εξαντλήσει την τετραετία.