Ήταν μια μέρα σαν τη σημερινή, 30 χρόνια πριν. Οι περισσότεροι προετοιμάζονταν για το επερχόμενο Μουντιάλ, το πρώτο που συμμετείχε η χώρα μας. Όμως κάποια πλάνα και φωτογραφίες στοίχειωσαν τις ψυχές πολλών –ευτυχώς– ευαίσθητων ανθρώπων. Το νοσοκομειακό φορείο έβγαινε από ένα σπίτι στο κέντρο της Αθήνας έχοντας απάνω του έναν σχεδόν ακίνητο άνθρωπο.
Κανένας δεν θα ήθελε ένα τέτοιο δημόσιο φινάλε. Πολλώ δε μάλλον ο Μάνος Χατζιδάκις, ένας άνθρωπος που σιχαινόταν οτιδήποτε μαζικό.
Πολλοί τότε είχαν ζητήσει να μην ξαναπαιχτούν αυτά τα πλάνα και οι φωτογραφίες που βγήκαν στη δημοσιότητα. Εν μέρει το κατάφεραν, αλλά το κακό είχε γίνει. Βέβαια το μέγιστο γεγονός ήταν ο θάνατος του σπουδαίου δημιουργού. Του δημιουργού που χωρίς την ύπαρξή του, η μουσική –αλλά και η αισθητική– σε αυτήν τη χώρα δεν θα ήταν η ίδια.
https://www.youtube.com/watch?v=DfmePjKpLjw
Με δύο γιώτα
Το να προσπαθήσει να κάνει κάποιος τη βιογραφία του Χατζιδάκι, είναι σαν να γράφει βιβλίο. Τουλάχιστον όσον αφορά το έργο του. Αλλά και τη ζωή του, αφού από μικρή ηλικία βίωσε το διαζύγιο των δικών του και την μετάβαση από την Ξάνθη, όπου γεννήθηκε, στην Αθήνα. Το 1938 ο πατέρας του σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα, γεγονός που σε συνδυασμό, αργότερα, με την έναρξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου επέφερε μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες στην οικογένεια.
Ο νεαρός Μάνος εργάστηκε για βιοπορισμό ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, παγοπώλης, υπάλληλος σε φωτογραφείο και βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Από την άλλη, στην ηλικία των τεσσάρων ετών είχε αρχίσει μαθήματα πιάνου, τα οποία και συνέχισε όσο μπορούσε του. Κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, όπου γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίον σύντομα ανέπτυξε ισχυρή φιλία.
Όλα αυτά, ξέχωρα από το αποτύπωμα που άφησαν στο έργο του αλλά και στο χαρακτήρα του. Ένας ευαίσθητος μεν δημιουργός, αλλά σκληρός σαν γρανίτης στις διεκδικήσεις του, που έπιαναν από τη γραφή του ονόματος του –με δύο γιώτα– μέχρι και την ελευθερία στην γνώμη, αλλά και στην ίδια του τη ζωή. Έστω και αν αυτό δημιούργησε την εικόνα του ελιτιστή και του σνομπ. Ούτως ή άλλως, δεν ήταν και ο άνθρωπος που καιγόταν για τη γνώμη των άλλων.
Το θέατρο και ο κινηματογράφος
Η πρώτη του εμφάνιση ως συνθέτη έγινε το καλοκαίρι του 1944, σε ηλικία 19 ετών, με τη συμμετοχή του στην κωμωδία Ο τελευταίος ασπροκόρακας του Αλέξη Σολομού από το νεοσύστατο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στις 10 Ιουλίου 1944 και ανέβηκε για έξι Δευτέρες στο υπαίθριο θεατράκι «Παρκ» επί της οδού Χέιδεν.
Στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης ο Χατζιδάκις παρακολούθησε και μαθήματα υποκριτικής, αν και τελικά ο ίδιος ο Κουν τον προέτρεψε να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη μουσική. Η συνεργασία τους αποδείχθηκε ιδιαίτερα παραγωγική και διήρκεσε περίπου 15 χρόνια.
Το 1946 καταγράφηκε η πρώτη του δουλειά στον κινηματογράφο, στην ταινία Αδούλωτοι σκλάβοι που σκηνοθέτησε ο Βίων Παπαμιχάλης με πρωταγωνίστρια, σε πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση, την Έλλη Λαμπέτη.
Όμως στη δεκαετία του ’50, που αρχίζει να στήνεται η εγχώρια κινηματογραφική βιομηχανία, ο Χατζιδάκις γίνεται από τους αγαπημένους συνθέτες. Και εδώ ξεκινάει ο κινηματογραφικός μύθος του. Ο κορυφαίος συνθέτης είχε γράψει σε ταξί τη μουσική του τραγουδιού «Γαρύφαλλο στ’ αυτί» για την ταινία Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο, πηγαίνοντας στο πλατό! Επομένως ήταν ξεκάθαρο ότι μπορούσε να δημιουργήσει αριστουργήματα μέσα σε λίγα λεπτά. Το ταλέντο του ήταν απαράμιλλο.
Κάπως έτσι προέκυψε και η μουσική για το Νησί των γενναίων. Η πρωταγωνίστρια του φιλμ Τζένη Καρέζη, αφού ο Χατζιδάκις είχε εξαντλήσει όλα τα χρονικά περιθώρια, ένα πρωί πήγε στο σπίτι του, να πάρει την κασέτα με το τραγούδι που θα ερμήνευε στην ταινία και αμέσως μετά να μεταβεί στο αεροδρόμιο. Η πτήση ήταν προγραμματισμένη για τις 10:00. Χτυπούσε, λοιπόν, το κουδούνι, αλλά τίποτα!
Μετά από τεράστια αναμονή στην εξώπορτα, ο Χατζιδάκις άνοιξε. Η Καρέζη μπήκε μέσα σαν σίφουνας και άρχισε να ουρλιάζει, ζητώντας την κασέτα για να μη χάσει το αεροπλάνο. Ο Χατζιδάκις τότε θυμήθηκε την υπόσχεση που είχε δώσει στην Τζένη. Για να την ηρεμήσει και για να την… αποφύγει, της ζήτησε να πάει στην κουζίνα και να τους φτιάξει καφέ. Και η μεν Τζένη πήγε μέσα στο κουζινάκι τρέμοντας και του έφτιαχνε καφέ, ο δε Μάνος, με το τσιγάρο πάντα στο στόμα, έκατσε στο πιάνο και άρχισε να πηγαινοφέρνει τα δάκτυλά του στα πλήκτρα.
Μία, λοιπόν, έπαιζε μερικά μέτρα μουσικής στο πιάνο, μία έγραφε με ένα μολύβι πάνω σε ένα τσαλακωμένο φύλλο χαρτί πενταγράμμου κάποιες νότες, και μία διάβαζε τους στίχους που του είχε δώσει από καιρό η Τζένη. Τους είχε πάνω στο πιάνο.
Κάποια στιγμή έφτασε και ο καφές. Ήπιε δυο γουλιές καφέ, μετά πάτησε μια νότα και της λέει: «Για τραγούδα αυτή τη νότα». Η Τζένη έκανε «α, α, α». «Εντάξει» λέει ο Μάνος. «Μπορείς να το πεις». Και τότε, το έπαιξε όλο μαζί! Ο Χατζιδάκις ενθουσιάστηκε από τις πρώτες νότες και δεν χρειάστηκε πάνω από 10 λεπτά για να ολοκληρώσει τη μελωδία. Η αποσβολωμένη Καρέζη, εκτός από την περίφημη κασέτα, πήρε και το φορητό κασετόφωνο μαζί της, προκειμένου να μάθει καλά το τραγούδι κατά τη διάρκεια της πτήσης. Και μιλάμε για ένα σπουδαίο τραγούδι, που στην πορεία έγινε παγκόσμια επιτυχία στα αγγλικά.
Πώς του φαινόταν η ενασχόλησή του με την κυρίως ελαφριά πλευρά του εγχώριου σινεμά; Το 1991 είχε δηλώσει σε συνέντευξή του:
«Οι ελληνικές δισκογραφικές εταιρείες έχουν την κακομοιριά των ελληνικών προϊόντων. Πήραν και έκδωσαν τώρα δικές μου μουσικές, όπως η “Μανταλένα” και τα λοιπά. Δεν μπόρεσα δυστυχώς να το εμποδίσω. Μουσικές που έγραφα τότε για να κερδίζω τα προς το ζην, επανακυκλοφορούν τώρα. Όλη, δηλαδή εκείνη η περίοδος της Φίνος Φιλμ. Πού να το φανταζόμουν ότι θα έρθει η τηλεόραση που θα τα συντηρήσει όλα αυτά! Νόμιζα ότι θα γίνουν παρελθόν. Και αυτό είναι το τραγικό.
»Τα επαναφέρουν πάλι χωρίς αυτό να έχει καμία ιδιαίτερη αξία. Τι αξία έχει τώρα “Η Αλίκη στο Ναυτικό” ή τα “Χτυποκάρδια στο θρανίο”; Είναι ανοησίες. Μπορεί να ήταν καλά για τον καιρό τους, αλλά δεν μπορούν να μας συντροφεύσουν σ’ όλη μας τη ζωή. Κι όμως κυκλοφόρησαν. Αυτή την ανοησία πώς να την εμποδίσεις;».
Κεφάλαιο Μελίνα
Για το θρυλικό πλέον πρώτο ανέβασμα του Λεωφορείον ο Πόθος, το 1949 στο Θέατρο Τέχνης, ο συνθέτης έγραψε το «Χάρτινο το φεγγαράκι» που τραγούδησε η Μελίνα Μερκούρη ως πρωταγωνίστρια. Και μετά, το 1955, φέρνει το «καταραμένο» ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι στα κινηματογραφικά σαλόνια για τη «Στέλλα», το κινηματογραφικό ντεμπούτο της Μελίνας. Οι συντηρητικοί της εποχής απ’ όλους τους πολιτικούς χώρους σταυρώνουν την ταινία για τη «χαλάρωση των ηθών» όπως πίστευαν, αλλά η πορεία της θα κάνει τους επικριτές της γραφικούς και ξεχασμένους.
Και πέντε χρόνια αργότερα έρχεται ο παγκόσμιος θρίαμβος του Ποτέ την Κυριακή που έμελλε να φέρει στον Χατζιδάκι ένα Όσκαρ. Άσχετο που εκείνος στην πορεία απαξίωσε το τραγούδι του. Η βράβευση και η ιστορία παραμένει.
Το 1967 η Μελίνα και ο Ντασέν τον φωνάζουν για το θεατρικό Illya Darling. Και ο συνθέτης βρίσκεται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπου δέχεται την μια πρόταση μετά την άλλη για συνεργασία.
«Το Χόλιγουντ είναι ένα πολυτελές νεκροταφείο» είχε δηλώσει πολλά χρόνια αργότερα. Και αν δει κανείς τις ταινίες για τις οποίες έγραψε μουσική, στη συντριπτική τους πλειονότητα ήταν ευρωπαϊκές παραγωγές.
Όσον αφορά τις σχέσεις του με την Μελίνα, πέρασαν διά πυρός και σιδήρου. Όταν το 1972 μέσα στη χούντα εκείνος γύρισε στη χώρα, εκείνη αισθάνθηκε προδομένη. Τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης ήταν ακόμα τσακωμένοι, ενώ και όταν ανέλαβε υπουργός Πολιτισμού η Μελίνα, πάλι ήταν η σχέση τους μια στο καρφί και μια στο πέταλο. «Έλα βρε να φωτογραφηθούμε και να φιληθούμε πριν τσακωθούμε ξανά», του είχε πει σε μια δημόσια εμφάνισή τους.
Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε απίστευτος σεβασμός και αγάπη μεταξύ τους. Όταν «έφυγε» εκείνη, ο Χατζιδάκις σπάραξε. Και ύστερα από τρεις μήνες την ακολούθησε.
«Βάλε το Τρίτο»
«Όταν ανέλαβα, τον καιρό εκείνο, το Τρίτο Πρόγραμμα, παραμερίζοντας τα κεκτημένα συμφέροντα γύρω από το Ραδιόφωνο, ανέλαβα με ανακούφιση των αρμοδίων το ανυπόληπτο Τρίτο, με την σχεδόν ασήμαντη ακροαματικότητα, και πραγματοποίησα ένα κέφι του επιπέδου μου. Το πείραμα πέτυχε» είχε δηλώσει.
Ο Μάνος Χατζιδάκις σφράγισε με την παρουσία του το Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, όταν επί θητείας του (1975-1982) ως διευθυντής του σταθμού, ανέλαβε την αναδιοργάνωσή του με βάση το όραμά του για τη μουσική στην Ελλάδα και μια νέα ραδιοφωνική έκφραση.
Στις 30 Απριλίου 1978 καθιερώθηκε στο Τρίτο η εβδομαδιαία εκπομπή των πεντάλεπτων σχολίων του (Κυριακές μεσημέρι), αναγνώσεις κειμένων από τον ίδιο, που με χιούμορ, με αυτοσαρκασμό και συγχρόνως εύστοχο και καυστικό τρόπο σχολίαζαν την επικαιρότητα της εποχής και της σύγχρονης Ελλάδας.
Το αποτέλεσμα; Ειδικά τα πρώτα χρόνια, αριστεροί και δεξιοί τον στόλιζαν και του έσερναν τα εξ αμάξης.
Ο ίδιος όχι μόνο δεν άκουγε κανέναν, αλλά έκανε ακόμα πιο προβοκατόρικα πράγματα, όπως την περιβόητη εκπομπή με τον Γιάννη Φλωρινιώτη, που πάνω από τέσσερις δεκαετίες μετά, ακόμα μνημονεύεται.
Όσο για τα πολιτικά του πιστεύω; Ο ίδιος είχε δηλώσει: «Είμαι δημοκράτης αστός, ουμανιστής και αναθεωρητής της Δεξιάς. Ποτέ δεν υπήρξα αντικομμουνιστής. Εγώ περιέχω και τον αριστερό. Ο αριστερός όμως δεν με περιέχει».
«Όταν συνηθίζεις το τέρας, αρχίζεις να του μοιάζεις»
Την δεκαετία του ’80 ο Μάνος Χατζιδάκις έκανε κυρίως τα πράγματα που ήθελε. Ασχέτως αν κάποια, όπως η θεατρική Πορνογραφία υπήρξαν τεράστιες αποτυχίες. Λίγο μετά, και συγκεκριμένα το 1983, βίωσε και μια οδυνηρή εμπειρία σε μια συναυλία.
«Το 1983 με είχαν παρακαλέσει τα παιδιά του Ρήγα Φεραίου να παίξω στο Φεστιβάλ τους. Η νεολαία του ΚΚΕ Εσωτερικού είναι η πιο συμπαθής νεολαία μέχρι σήμερα στον τόπο μας, διότι είναι πάρα πολύ απομακρυσμένη από την εξουσία και δεν έχει φθαρεί καθόλου, δεν έχει καμία προοπτική εξουσίας. Συνεπώς, η ένταξη αυτών των παιδιών στο ΚΚΕ Εσωτερικού είναι γνήσια, από τη στιγμή που δεν έχει βλέψεις εξουσίας ή ωφελημάτων. Για να μην θεωρηθώ όμως μονομερής, ότι ευνόησα τα παιδιά του Ρήγα Φεραίου, δέχτηκα και την πρόσκληση της ΟΝΝΕΔ, διότι ψηφίζω Νέα Δημοκρατία. Έτσι, πήγα και στο δικό τους Φεστιβάλ. Έφυγα σε είκοσι λεπτά, κακήν κακώς. Είχα το αίσθημα ότι έπαιξα σε ένα αναψυκτήριο, όχι σε συναυλία, τέτοια ντροπή δεν είχα ξανανιώσει στη ζωή μου».
Τέσσερα χρόνια αργότερα, πάλι σε μία συναυλία, αυτή την φορά στο Καλλιμάρμαρο με την αγαπημένη του Νάνα Μούσχουρη: Τότε επιτέθηκε στην εφημερίδα Αυριανή «που μολύνει τον ελλαδικό χώρο με αναίδεια, χυδαιότητα, τραμπουκισμό και κολακεία συμπολιτών μας», είχε πει.
Από την επόμενη μέρα, ξεκίνησε ένας πόλεμος χυδαιότητας και λάσπης από την εφημερίδα, που ακόμα και σήμερα φαντάζει ελεεινός. Το σοκαριστικό δεν ήταν βέβαια αυτά που έγραφε η εφημερίδα, αλλά η στήριξη που της έδωσαν επιφανείς πολίτες της εποχής.
Φυσικά, με το πέρασμα του χρόνου όλοι έγιναν ξανά φίλοι. Σύνηθες φαινόμενο, άλλωστε είχε αρχίσει η δεκαετία του ’90 όπου βασίλευε ο πλαστικός πλούτος, η (ψεύτικη) αγάπη για την τέχνη, το lifestyle. Ήταν έτσι όμως τα πράγματα; Ο Χατζιδάκις έβλεπε πάντα πέρα από τις γραμμές. Καταλάβαινε ότι κάτω από την –όπως αποδείχτηκε– φούσκα ευμάρειας, από κάτω κάτι έβραζε. Και έτσι, στην τελευταία –όπως έμελλε– συναυλία του, που έφερε τον τίτλο «Διαμαρτυρία κατά του Νεοναζισμού», διάβασε ένα κείμενο που είχε γράψει:
Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά. Η υποταγή ή ο εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, η συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να μιλάμε; Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε. Και η ανοχή πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοηθά να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος που προΐσταται, ελέγχει και μας κυβερνά. Η μορφή του τέρατος είναι αποκρουστική. Όταν όμως το πρόσωπο του τέρατος πάψει να μας τρομάζει, τότε πρέπει να φοβόμαστε… γιατί αυτό σημαίνει ότι έχουμε αρχίσει να του μοιάζουμε.
Αποσπάσματα από αυτό το κείμενο παίζουν σήμερα από πολλούς στα social media. Μπορεί να ποστάρουν και το «Καληνύχτα Κεμάλ». Πόσοι όμως έχουν καταλάβει το λόγο αυτού του μοναδικού δημιουργού, που ευτυχώς για εμάς γεννήθηκε στη χώρα μας;
Αλλά και ενός μοναδικού προβοκάτορα που σε μια συνέντευξή του, στην Όλγα Μπακομάρου, δεν είχε διστάσει να δηλώσει: «Ποια ποιότητά μου; Εγώ το κέφι μου έκανα πάντα».
Σπύρος Δευτεραίος