Σαράντα χρόνια χρειάστηκαν για να καταγραφεί η οδύσσεια του παπα-Ηλία Ελευθεριάδη που από την Οινόη του Πόντου βρέθηκε στην Οινόη Καστοριάς, αφού πρώτα γλίτωσε από τις μηχανορραφίες των Τούρκων και πέρασε από το κολαστήριο του Σελιμιέ. Από την πατρίδα έφυγε με προορισμό την Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1923, μέσα σ’ ένα ρωσικό πλοίο. Στις 14 Μαΐου 1963 διηγήθηκε όλα όσα έγιναν σ’ εκείνο το ταξίδι, στη Σοφία Δονδολίνου-Γορανίτου.
Η μαρτυρία του παπα-Ηλία περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Από την Οινόη εμείς φύγαμε για την Ελλάδα στα 1923. Απρίλιος μήνας ήταν. Ήρθε στην Οινόη ένα ρωσικό πλοίο. Αυτό το πλοίο έφυγε από την επανάσταση. Ένας Τούρκος επιχειρηματίας το είχε, που τον λέγανε Κατίρ μπέη. Δεν είχε ρωσική σημαία, είχε μια γαλλική. Πέρασε από την Τραπεζούντα πρώτα. Εκεί στάθηκε στο λιμάνι.
Μπήκε κόσμος από τους εξόριστους και τους στρατευμένους που είχαν κατέβει στην Τραπεζούντα από το Ερζερούμ. Μαζί με μας που μπήκαμε στην Οινόη, γίναμε τριακόσια εξήντα δύο άτομα. Αυτό το θυμάμαι. Ύστερα σταμάτησε στη Σαμψούντα. Στης Σαμψούντας το λιμάνι κάθισε τρεις μέρες. Άλλα τριακόσια άτομα μπήκανε μέσα.
Στη Σαμψούντα ο μουτεσαρίφης έδωσε στον Τούρκο πλοίαρχο εντολή, μόλις το πλοίο μπει στο στενό[1] της Κέρζε να μας ληστέψουν. Απ’ έξω από τη στεριά θα ήταν οι οπλίτες. Όλα τα είχανε κανονίσει. Εκτός από τον Τούρκο πλοίαρχο είχε και τρεις Ρώσους πλοιάρχους. Ρώσοι ήταν κι οι λοστρόμοι. Είχε σαρανταπέντε άτομα πλήρωμα. Είχε και Τούρκους Λαζούς. Από την Οινόη είχαμε μπει πολίτες[2] οι πιο πολλοί και λίγοι χωρικοί.
Η συνωμοσία έφτασε στ’ αυτιά ενός αντικεμαλικού. Αυτός πήγε και βρήκε έναν Τζων, Αμερικάνο που ήταν διευθυντής σ’ ένα εργοστάσιο με καπνά στη Σαμψούντα. Είπε το μυστικό. Στο λιμάνι της Σαμψούντας είχε ένα αμερικανικό πολεμικό. Το λέει το μυστικό στον πλοίαρχο του πολεμικού. Πάει το πολεμικό και πλευρίζει το πλοίο που είμαστε εμείς. Βρίσκει τον Ρώσο καπετάνιο και του λέει: «Όταν θα σου πει ο Κατίρ μπέης να πας στην Κέρζε, εσύ δεν θα πας. Θα πας κατευθείαν στην Πόλη».
Οι Ρώσοι καπετάνιοι φωνάζουν τους (Έλληνες) προύχοντες που ήταν στο πλοίο και τους λένε τα σχέδια των Τούρκων. Το πλοίο πήγαινε αργά, με οχτώ μίλια την ώρα. Λογάριαζαν πως τα χαράματα θα φτάνανε εκεί που θέλανε οι Τούρκοι να στρίψουν για την Κέρζε. Οργανώνονται αμέσως οι δικοί μας. Με ό,τι βρίσκανε οπλίζονταν.
Φανερά βλέπανε (οι Τούρκοι) τους δικούς μας που οπλίζονται. Εγώ τότε ήμουνα δεκαοχτώ χρονών[3]. Το έμαθα κι εγώ τι θέλανε οι Τούρκοι να μας κάνουν. Όλος ο κόσμος το έμαθε. Το διέδωσαν οι Ρώσοι.
Ο Τούρκος πλοίαρχος είπε πως έπρεπε να πάνε στην Κέρζε να πάρουνε νερό και κάρβουνα, γιατί αυτά που είχαν δεν θα έφταναν, έλεγε, για να φτάσουμε στην Πόλη. Ήταν ηλιοβασίλεμα, ακόμα το θυμάμαι. Είχαμε και εξήντα στρατιώτες μέσα στο πλοίο, που ήταν από τα Μύλασα, το Ικόνιο, τη Σινώπη. Για τραπέζωμα κατέβηκαν κάτω, για να τους μιλήσουν οι μεγάλοι[4] που είχαμε από τους δικούς μας και να τους προσεταιριστούν σ’ αυτό που λέγαμε να κάνομε. Ύστερα απ’ αυτό, κάλεσαν τους Τούρκους εμπορευόμενους που ήταν στο πλοίο και τους μάζεψαν στ’ αμπάρι. Τους είπανε να μη φοβούνται, δεν θα τους πειράξουν, ούτε αυτούς, ούτε τα εμπορεύματά τους. Τους έδωσαν να φάνε και καβουρμά. Τους κρατούσαμε με βάρδιες. Από τέσσερις ώρες ο καθένας. […]
Ο Τούρκος καπετάνιος, άμα είδε πως δεν έπιασε το κάρβουνο και το νερό που είπε, βρήκε άλλο λόγο για να πάμε στην Κέρζε. Είπε πως έπρεπε να πάρουν μουατζίρηδες. Οι Ρώσοι το κατάλαβαν και είπαν: «Όχι».
Θυμάμαι που ήταν Απριλίου 27 του 1923, που οι Ρώσοι σφύριξαν τρεις φορές. Χαραυγή ήταν. Τρέχω κι εγώ μόλις άκουσα το σφύριγμα. Η αδερφή μου, μόλις με είδε, έβαλε τις φωνές: «Πού θα πας, τρέλαθηκες; Εσύ ψόφιος είσαι, πού θα πας;»
Απάνω στη γέφυρα γινόταν τα μεγάλα πράματα. Ο Ρώσος καπετάνιος ήταν εκείνη τη στιγμή στη γέφυρα. «Γύρνα», του κάνει ο Κατίρ μπέης, «το βαπόρι κατά την Κέρζε». «Το βαπόρι δεν πάει στην Κέρζε», του λέει ο Ρώσος καπετάνιος. Βγάζει ο Τούρκος το πιστόλι να χτυπήσει, πλακώνουν οι δικοί μας. Πυροβολεί αυτός και χτυπάει έναν Καραμπάση, δικό μας. Οι Ρώσοι λοστρόμοι τα χάσανε και κρύφτηκαν από το φόβο τους.
Ο πρώτος πλοίαρχος από τους Ρώσους έδειξε ανδρεία. Πιάσαν τον Τούρκο καπετάνιο, τον Ναζίμ καπιτάν, και τον κατέβασαν. Ήταν ένας θεόρατος άνθρωπος. Και εκατόν ογδόντα κιλά θα ζύγιζε. Πιάσαν και τον Κατίρ μπέη και τους περιόρισαν μαζί. Άλλο τίποτε δεν τους έκαναν. Άμα υπερίσχυσαν οι δικοί μας, βγήκαν και οι Ρώσοι που είχαν κρυφτεί. Δυό γυναίκες, την ώρα που κατέβαζαν τον Κατίρ μπέη και τον Ναζίμ καπιτάν, χτύπησαν με τον κουβά τον Καπιτάν και του σχίσανε το κεφάλι. Οι εμπορευόμενοι οι Τούρκοι μαζί με κάτι γέρους μένανε ακόμα στ’ αμπάρι. Χωρίς ν’ ανακατευτούν, με βάρδιες τούς φυλάγαμε. Ώσπου να φτάσομε στην Πόλη δεν ξέραμε ακόμα τι θα γινότανε. Ο Ρώσος καπετάνιος έβγαλε διαταγή να μην τους ενοχλήσει κανένας.
Το βαπόρι προχωράει. Νερό πολύ δεν έχομε. Να δώσομε και στους Τούρκους, αυτό απαιτεί ο πολιτισμός. Κάνομε διανομή. Νερό δεν υπάρχει. Για μια στάμνα γίνεται μεγάλη φασαρία. Ανοίγουν τις μπουκαπόρτες που βάζανε το κάρβουνο και μαζεύουν νερό θαλασσινό και κάνουν απόσταξη για να πιει ο κόσμος.
Προχωρούμε. Πέμπτη νύχτα είμαστε στο Βόσπορο. Φτάνομε στην Πόλη[5]. Εκεί δεν βγαίνομε έξω. Στην Πόλη έχει Γαλλική Αρμοστεία. Αυτοί στέλνουν στο καράβι να κάνουν ανακρίσεις. Ο Ρώσος ο καπετάνιος κάνει μια δικογραφία εξήντα σελίδες και την παρέδωσε.
Είπανε πως θα καθίσομε στο πλοίο ένα-δύο εικοσιτετράωρα και μείναμε πενηντατέσσερις μέρες. Ίχνος ασθένειας, όμως, δεν έπεσε απάνω μας. Είχαν απόλυτη καθαριότητα, όλο θειάφι βάζανε. […]
Πενηντατέσσερις μέρες μείναμε μέσα στο βαπόρι. Με τα καλάθια ψωνίζαμε. Ερχόταν τα καΐκια και πλευρίζανε στο βαπόρι και με τα καλάθια που κατεβάζαμε αγοράζαμε τα τρόφιμα. Εφτά μέρες μάς έστελνε και το Πατριαρχείο από μισό καρβέλι ψωμί το άτομο. Τα αγγλικά πολεμικά που ήταν στο λιμάνι της Πόλης, κάθε βράδυ φώτιζαν το λιμάνι. Σε εικοσιπέντε μέρες έρχονται οι ναύτες (οι Τούρκοι). Πέρασαν από δικαστήριο και αθωώθηκαν. Έρχονται να πάρουν τις αποσκευές τους. Τον Κατίρ μπέη και τον Ναζίμ καπιτάν τους πήγαν στη Μασσαλία. Εκεί τους πέρασαν από Ναυτοδικείο κι εξετελέστηκαν και οι δύο.
Άμα βγήκαμε απο το βαπόρι, μας πήγανε στο Σελιμιέ. Εκεί ήταν απέραντοι στρατώνες. Ήταν καραντίνα στο Σελιμιέ. Μείναμε δυο μήνες. Από τις 13 Ιουνίου ως τις 13 Αυγούστου. Χιλιάδες άνθρωποι ήταν στο Σελιμιέ. Εκατό με εκατόν πενήντα την ημέρα πεθαίνανε. Ύστερα μπήκαμε σ’ ένα βαπόρι που το λέγανε «Ωκεανός της Άνδρου»[6].
Στο Καράμπουρνου φτάσαμε στις 16 Αυγούστου του 1923. Όταν φτάσαμε στο Τσανάκκαλε, κοκκίνισε η θάλασσα από τα φέσια. Όλοι οι άντρες πετούσαν τα φέσια τους στη θάλασσα. Οι Άγγλοι που το βλέπανε, γελούσαν…
Σοφία Δονδολίνου-Γορανίτη