Φινέτσα και τόλμη. Αυτές είναι οι λέξεις που ταιριάζουν με την περσόνα της Νόνικας Γαληνέα. Τόσο στο θέατρο όσο και στη ζωή της. Θα μπορούσε να γίνει μια κοσμική κυρία, ανέμελη με τα ταξίδια της και όλα τα σχετικά. Μπλέχτηκε όμως στην περιπέτεια του θεάτρου. Γιατί αυτό ήθελε από μικρή. Τότε που η Κατίνα Παξινού τής είχε γράψει στο λεύκωμά της «Στην Αντιγόνη με την ευχή να φτάσει εκεί που θέλει. Αρκεί να βάλει γερά θεμέλια».
Με την Παξινού και τον Μινωτή θα παίξει στην αρχή της καριέρας της στην «Ήρα και το παγώνι». Και οι ειδικοί θα διακρίνουν μια υπόγεια κωμικότητα αν και ερχόταν από την δραματική σχολή του Θέατρου Τέχνης.
Η Γαληνέα ήταν μια αστή, από την αρχή της ζωής της. Αυτό δεν την εμπόδισε να τολμήσει επιλογές τόσο στο θέατρο, όσο και στην προσωπική της ζωή.
Η κυρία Αντιγόνη Μουτούση
Μπορεί να ήταν από πολύ πλούσια οικογένεια, όμως ήταν παιδί της κατοχής που βίωσε πολλά. Και όχι μόνο πρακτικά, αλλά και σε ψυχολογικό επίπεδο, αφού οι γονείς της χώρισαν όταν ήταν 5 χρονών. Ασχέτως ότι η νέα οικογένεια με τον πατριό της ήταν πολύ ευτυχισμένη. Η παιδική πίκρα παρέμενε.
Σε νεαρή ηλικία παντρεύεται τον γιατρό Νίκο Μουτούση. Ζουν στο Παρίσι και κάνουν τρία κορίτσια. Μόνο που λίγο πριν από τη γέννηση της τρίτης, της Αμαλίας Μουτούση, είχαν αρχίσει τα σύννεφα.
Με την παρότρυνση του συζύγου της, ως Αντιγόνη Μουτούση δίνει εξετάσεις στη σχολή του θεάτρου Τέχνης. Και ξεκινάει το μεγάλο ταξίδι. Μια γυναίκα μόνη πλέον με τρία μικρά παιδιά, διεκδικεί τη θέση της στο χώρο. Μετά το Θέατρο Τέχνης έρχεται ο Δημήτρης Μυράτ με τη Βούλα Ζουμπουλάκη και την παίρνουν στο θίασο τους. Σχεδόν σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Προς τιμήν της δεν θα μπει στην παγίδα της ενζενί.
Ο άντρας της ζωής της
Και κάπου στην πορεία προβάλει ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Αν και η αρχική γνωριμία δεν τη λες και ελπιδοφόρα, καθώς όταν τους σύστησαν πρώτη φορά υπήρξε αμοιβαία ξινίλα.
Όμως όλα αλλάζουν το 1969 στη σκηνή του θεάτρου «Μετροπόλιταν», στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, όπου παιζόταν το έργο «Μεγάλα Χρόνια» του Γεώργιου Ρούσσου. Όπως εξήγησε εκεί, με το που τον είδε, ξεχάστηκε η αρχική ξινίλα και έπαθε αμόκ. «Τα βράδια ίδρωνα, πάγωνα, οι κόρες μου φοβούνταν» έλεγε, εξηγώντας πώς προσπαθούσε να κρύψει τον έρωτά της, καθώς ήταν πλήρως απαγορευμένος. Ο Αλέκος Αλεξανδράκης είχε ένα αγοράκι, η σύζυγός του ήταν έγκυος και εκείνη προσπαθούσε να το κρύψει. Ώσπου ένα βράδυ μια συνάδελφός της στο θέατρο την κλείδωσε στο καμαρίνι, εκείνη άρχισε να φωνάζει, κι όταν την απεγκλώβισε ο Αλέκος Αλεξανδράκης, παρότι εκείνη είχε έξω από το θέατρο το ολοκαίνουργιο αυτοκίνητό της, προσποιήθηκε ότι δεν έχει πώς να επιστρέψει στο σπίτι της και ο ηθοποιός προσφέρθηκε να τη μεταφέρει. Εκείνος έμενε στη Γλυφάδα, εκείνη στον Αστέρα. «Μόλις φθάσαμε όχι μόνο με φίλησε, αλλά μου έδωσε μία και βρεθήκαμε κάτω από ένα δέντρο. Εκείνη την ώρα περνούσε ο κόσμος, ήταν όλοι κοσμικοί τότε στον Αστέρα», περιέγραψε η ηθοποιός.
Το νέο ζευγάρι στη ζωή, εισβάλει και στο θέατρο. Και γίνονται αγαπητοί αμέσως. Και το 1972 προκύπτει και τηλεοπτική επιτυχία, ο Παράξενος ταξιδιώτης και η ίδια γλεντάει την αναγνωρισιμότητα. Και βέβαια θέατρο. Και διαφορετικά πράγματα. Γνωρίζοντας ότι στην Ελλάδα μετράνε οι ταμπέλες. Από τον Τσέχοφ στην Αγκάθα Κρίστι. Από τον Νιλ Σάιμον στο Μερικοί το προτιμούν καυτό που γίνεται «Μέριλιν» σε ένα παραδοσιακά επιθεωρησιακό θέατρο, το Ακροπόλ. Και το γεμίζει.
Στα Ιλίσια τελειώσαν όλα;
1986. Το ζευγάρι επινοικιάζει τον κινηματογράφο Ιλίσια και το μετατρέπει σε ένα θέατρο-κόσμημα. Και εκεί θα τους συμβούν τα πάντα. Ο πρώτος θεατρικός χωρισμός γίνεται το 1988 όταν εκείνη αποφασίζει να ανεβάσει Λεωφορείο ο πόθος και ο Αλεξανδράκης δεν διανοείται να υποδυθεί τον Κοβάλσκι. Αρχίζουν να κυκλοφορούν φήμες για χωρισμό.
Και όχι μόνο απάντησαν με χιούμορ σε ότι γράφτηκε αλλά την επόμενη σεζόν ανεβάζουν τις Φήμες του Νιλ Σάιμον, όπου η Γαληνέα δεν ερμηνεύει απλά. Κεντάει και διδάσκει.
Μόνο που ο χωρισμός έρχεται ύστερα από λίγο. Και είναι αρχικά επώδυνος. Γιατί δεν παντρεύτηκαν ποτέ, για να μην φθαρεί η σχέση τους, αλλά ζούσαν σαν παντρεμένοι.
Βρισκόμαστε στην σεζόν ’91-’92. Το ζευγάρι παίρνει το ρίσκο να ανεβάσει δύο έργα ταυτόχρονα: Την Κυρία του Μαξίμ και την Επιστροφή της γηραιάς κυρίας –πόσο συγκλονιστική ήταν σε αυτό τον ρόλο! Από τη μια η φθορά της σχέσης, από την άλλη το οικονομικό βάρος των δύο παραστάσεων που ήταν αρκούντως δαπανηρές. Ναι μεν πήγαν καλά εισπρακτικά, αλλά οικονομικά μπήκαν μέσα. Και κάπου εκεί τελειώνουν.
Είναι η περίοδος που εκείνη στην αυτοβιογραφία της, αποκάλυψε ότι ήθελε να παρατήσει και το θέατρο. Μόνο που όταν το έχεις μέσα σου, δεν σε αφήνουν να αγιάσεις.
Η επανασύσταση
Και ξεκινάει η περίοδος της ερμηνευτικής ωριμότητας. Που πιάνει από Αμφιθέατρο, Μέγαρο Μουσικής, Covent Garden, αλλά και Επίδαυρο όπου παίζει μαζί με την κόρη της Αμαλία. Και στο KΘΒΕ όπου ένας φίλος της ηθοποιός θυμάται από εκείνη την περίοδο: «Ένα βράδυ ήθελε να πάμε σε ένα κουτούκι γιατί δεν μπορεί τα πλούσια εστιατόρια! Πάμε και το μαγαζί είναι γεμάτο φοιτητές!!! Σούσουρο η Νόνικα, η Νόνικα, θέα, θέα κ.τλ… Καθόμαστε και ατάραχη απευθύνεται στο γκαρσονι; Παρακαλώ η θέα θέλει να παραγγείλει!!!
Στη χρυσή ωριμότητα, απαλλαγμένη από επιχειρηματικές υποχρεώσεις απολαμβάνει τη ζωή της. Και αν και είχε κάνει το δεύτερο της γάμο, γυρίζει ξανά στον Αλεξανδράκη. Ήρεμα και διακριτικά γιατί οι μεγάλες αγάπες δεν σβήνουν ποτέ. Και μένουν μαζί ως το τέλος εκείνου το 2005.
Το 2009 πρωταγωνιστεί στην «Εκατομμυριούχο», στο Μέγαρο Μουσικής. Και κάπου εκεί αποφασίζει να τελειώσει και με το θέατρο. Και αρχίζει να ζει μια ζωή με τις κόρες και τα εγγόνια, ήρεμη χωρίς το άγχος της πρεμιέρας. Ούτως ή άλλως η θεατρική της ιστορία είχε ήδη γραφτεί. Και μια γυναίκα χορτασμένη αλλά και ξεχωριστή, ήξερε που να βάλει τελεία.
Έζησε χαρούμενη, με αγάπη γύρω της. Γιατί την άξιζε. Και όποτε ήθελε έμενε μόνη της. Γιατί ακόμα και η μοναξιά θέλει φινέτσα.
Σπύρος Δευτεραίος