Εκοιμήθη σε ηλικία 90 ετών ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Πατριαρχείου π. Γεώργιος Τσέστης, βαθύς γνώστης του λειτουργικού Τυπικού, της εκκλησιαστικής μουσικής, και ειδικότερα του «Πατριαρχικού ύφους» και της Φαναριώτικης ψαλτικής παράδοσης, ως εμβριθής γνώστης της εκκλησιαστικής μουσικής.
Η εξόδιος ακολουθία του θα τελεστεί στον ιερό ναό του Αποστόλου Παύλου, στο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ της Γενεύης, την Παρασκευή 7 Ιουνίου, στις 10 το πρωί.
Ποιος ήταν
Ο αείμνηστος π. Γεώργιος Τσέτσης του Θωμά και της Ελένης, το γένος Προύσαλη, γεννήθηκε στο Πικρίδιο (Χάσκιοι) Κωνσταντινουπόλεως, στις 22 Ιουνίου 1934. Προερχόμενος από λευιτική οικογένεια (παππούς και θείος κληρικοί), άρχισε να εισέρχεται στο εκκλησιαστικό – λειτουργικό περιβάλλον «εξ απαλών ονύχων», στο Αναλόγιο της Εκκλησίας της γενέτειράς του Χάσκιοι, του κατά τη βυζαντινή περίοδο γνωστού ως «Πικρίδιο» προαστείου, στην αντίπερα όχθη του Κερατείου κόλπου.
Το 1945, και σε ηλικία 11 ετών, προσλαμβάνεται, επί Πατριαρχίας Βενιαμίν του Α´ ως Κανονάρχης του Πατριαρχικού Ναού, αρχικά δίπλα στον Άρχοντα Πρωτοψάλτη Κωνσταντίνο Πρίγγο και στη συνέχεια κοντά στον Άρχοντα Λαμπαδάριο Θρασύβουλο Στανίτσα. Έτσι, συμψάλλοντας με Στανίτσα και ακούγοντας Πρίγγο, εξοικειώθηκε με το λεγόμενο Φαναριώτικο “πατριαρχικό ύφος” του ψάλλειν.
Τα πρώτα μουσικά μαθήματα τα πήρε από τον δάσκαλο του Θρασύβουλο Στανίτσα, από δε το φθινόπωρο του 1949, από τον Κωνσταντίνο Πρίγγο τον οποίο είχε καθηγητή της μουσικής στη Θεολογική Σχολή Χάλκης από την οποία αποφοίτησε το 1960. Επί μία πενταετία και μέχρι την αποφοίτησή του από τη Χάλκη, διετέλεσε δεξιός ψάλτης και χοράρχης της φοιτητικής χορωδίας της Θεολογικής Σχολής, διαδεχθείς τον αείμνηστο Μητροπολίτη Πέργης, Ευάγγελο Γαλάνη.
Η εναίσιμος επί πτυχίω διατριβή του είχε ως θέμα: «Η Ένταξις των Αγίων εις το εορτολόγιον της Εκκλησίας».
Κατά το ακαδημαϊκό έτος 1958-1959 φοίτησε στο Οικουμενικό Ινστιτούτο του BOSSEY (Γενεύη). Το 1988 υπέβαλε διδακτορική διατριβή στο τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τίτλο «Η συμβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην ίδρυση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών», και ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Θεολογίας.
Τον Μάιο του 1961 ενυμφεύθη την Jacqueline Mermoud από την οποία απέκτησε δύο τέκνα, τον Θωμά και την Αιμιλία.
Τον Ιούλιο του 1960 μέχρι τον Μάιο του 1961 υπηρέτησε στα Γραφεία της Αρχιγραμματείας του Οικ. Πατριαρχείου. Τον Μάιο του 1961 χειροτονήθηκε Διάκονος από τον αείμνηστο Μητροπολίτη Πριγκηποννήσων Δωρόθεο και διορίστηκε Αρχιδιάκονος της Ιεράς Μητροπόλεως Πριγκηποννήσων. Τον Αύγουστο του 1964 χειροτονήθηκε εις Πρεσβύτερο από τον ίδιο Μητροπολίτη.
Τον Νοέμβριο του 1984 με απόφαση της Ιεράς Συνόδου διορίζεται από 1.1.1985 Μόνιμος Αντιπρόσωπος του Οικ. Πατριαρχείου στην έδρα του Π.Σ.Ε.
Στα πλαίσια του παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, διετέλεσε μέλος της Εσωτερικής Διοικητικής Επιτροπής (1971-1984), πρόεδρος της Ορθοδόξου Ομάδος Εργασίας (1972-1984), Πρόεδρος της Ομάδος Εργασίας Μέσης Ανατολής (1973-1977), μέλος (1980-1984) και συμπρόεδρος (1983) της Μικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής Π.Σ.Ε. – Βατικανού για κοινωνικά ζητήματα. Συμμετείχε σε Γενικές Συνελεύσεις του Π.Σ.Ε. (Ουψάλα 1968, Ναϊρόμπι 1975, Βανκούβερ 1983, Καμπέρα 1991), του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Εκκλησιών (ΡΟRTSCHACH 1967, Χανιά 1979, STIRLING 1986, Πράγα 1992, GRAZ 1997) και του Συμβουλίου Εκκλησιών Μέσης Ανατολής (Λευκωσία 1974, Βηρυτός 1977), στις Συνόδους της Κεντρικής και Εκτελεστικής Επιτροπής του Π.Σ.Ε. ως και σε διάφορα άλλα Διαχριστιανικά και Διορθόδοξα Συνέδρια. Στη Γενική Συνέλευση της Καμπέρα εξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Π.Σ.Ε. και εν συνεχεία μέλος και της Εκτελεστικής της Επιτροπής.
Στα πλαίσια της υπηρεσίας του στην Επιτροπή Διεκκλησιαστικής Βοηθείας, επισκέφτηκε επανειλημμένως Εκκλησίες μέλη του Π.Σ.Ε. στον χώρο της Βορείου Αμερικής, της Ευρώπης, της Αφρικής, της Μ. Ανατολής και του Ειρηνικού Ωκεανού.
Υπό την ιδιότητά του ως κληρικού του Οικουμενικού Πατριαρχείου, συμμετείχε ως γραμματεύον μέλος σε Αντιπροσωπίες της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως προς τις Ορθόδοξες Εκκλησίες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Κύπρου, Ελλάδος, Γεωργίας, Πολωνίας, Τσεχοσλοβακίας (1966, 1976), το Βατικανό (1971) και την Κοπτική Εκκλησία (1972). Συμμετείχε υπό την ιδιότητα του Θεολογικού συμβούλου της Αντιπροσωπείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στις εργασίες της Β´ Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και της Γ´ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1986).
Δημοσίευσε βιβλία και μελέτες Θεολογικού, λειτουργικού, ιστορικού και οικουμενιστικού περιεχομένου.
Το 1971 ο αείμνηστος Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας και η περί αυτόν Αγία και Ιερά Σύνοδος σε αναγνώριση της προς την Εκκλησία διακονίας και αφοσιώσεώς του, του απένειμαν το οφίκιο του Μεγάλου Πρωτοπρεσβυτέρου της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας.
Τιμήθηκε και από τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Αντιοχείας, Μόσχας και Σόφιας και την Εκκλ. Πολωνίας, αντιστοίχως με:
- Τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος των Σταυροφόρων του Παναγίου Τάφου.
- Τον Σταυρό του Τάγματος των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου.
- Το παράσημο του Τάγματος του Αγίου Βλαδιμήρου.
- Το παράσημο του Τάγματος των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου.
- Το παράσημο του Τάγματος της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής.
Πηγή: fosfanariou.gr