Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο.
Αυτό είναι το ποίημα.
Την τελευταία δεκαετία πριν από το θάνατό της, και με την έκρηξη των social media, το όνομα της Κικής Δημουλά αντιμετωπιζόταν με σαρκασμό. Χωρίς να φταίει η ίδια.
Στην ουσία ήταν το trend των πλέων άκυρων ανθρώπων, από μοντέλες μέχρι όποιον μπορεί να φανταστεί κανείς πως διαβάζει Κική Δημουλά.
Ωστόσο αν και εξαιρετικά δημοφιλής, μια δήλωσή της το 2013 ήταν αρκετή για να την βάλει στο στόχαστρο των μέχρι πρότινος θαυμαστών της. Είχε δηλώσει σε συνέντευξή της ότι δεν αντέχει τους μετανάστες στην Κυψέλη (η περιοχή όπου έμενε), καθώς ήταν τόσο πολλοί που έπιαναν τα παγκάκια και δεν μπορούσε να κάτσει κανείς στην πλατεία. Συν ότι έκλεβαν και φοβόταν να βγει από το σπίτι της.
Οι επιθέσεις που δέχτηκε τότε, έφτασαν σε επίπεδο κανιβαλισμού. Ένιωθες σαν να περίμεναν κάποιοι ένα ατόπημά της, για να την χτυπήσουν. «Δεν θα κάνω δήλωση να πείσω ότι δεν αποκάλεσα όλους τους κλέφτες δολοφόνους. Είπα μια περίπτωση που συνέβη μέσα στην οικογένειά μου και χρειάστηκε να φτάσουμε στο νοσοκομείο και εννοούσα πόσο τρόμο μου δημιουργεί αυτό το πράγμα», είχε δηλώσει τότε.
Για να καταλήξει: «Λυπάμαι πάρα πολύ τους ανθρώπους που υποφέρουν. Δεν είμαι υποχρεωμένη, ως μη ρατσίστρια, να λυπάμαι και τους φονιάδες όμως. Δεν είμαι. Δεν έψεξα κανέναν, δεν κατηγόρησα κανέναν, δεν αντεπιτέθηκα σε αυτούς που μου επιτέθηκαν».
Όπως και να ‘χει, ακόμα κι αν κάποιος διακρίνει τάσεις σουσουδισμού σε όσους δήλωναν θαυμαστές και μύστες του έργου της, η αλήθεια είναι ότι η ποίηση της Δημουλά πουλούσε. Και έστω κι αν κάποιοι αγόραζαν τα βιβλία της ως must, μπορεί κάτι να κέρδιζαν διαβαζοντάς την.
Πολύ τακτοποιημένη ζωή
Γεννήθηκε σαν σήμερα, το 1931, στην Αθήνα. Το πατρικό της όνομα ήταν Βασιλική Ράδου. Η καταγωγή της ήταν από τη Μεσσήνη. Εκεί περνούσαν οικογενειακώς τα καλοκαίρια και όχι μόνο. Θυμόταν έντονα την ημέρα που κηρύχτηκε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, καθώς έτυχε να βρίσκονται εκεί. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο πατέρας της ήταν να πάνε σπίτι, να μαζέψουν όλα τα τιμαλφή και μετά να τρέξουν στο καταφύγιο που βρισκόταν στο υπόγειο μιας τράπεζας. Εκεί συνάντησε για πρώτη φορά τη γιαγιά της, η οποία της χάιδευε τα μαλλιά. Όταν έληξε ο συναγερμός, η οικογένεια ανέβηκε σε ένα βουνό της περιοχής όπου διανυκτέρευσε, και την επόμενη μέρα έφυγαν για την Αθήνα.
Τελειώνοντας το σχολείο, διορίστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος, όπου εργάστηκε μέχρι το 1973. Όλα ήρεμα λοιπόν, και τακτοποιημένα. Όμως τόση ηρεμία η ίδια δεν την άντεχε και βρήκε τη διέξοδό της στα γράμματα και στις λέξεις.
Το 1952 λοιπόν εκδίδει την ποιητική συλλογή Ποιήματα, όμως μετά από λίγο την αποκηρύσσει. Πολλά χρόνια αργότερα είχε δηλώσει ότι ως νέο αίμα –αλλά και για το γεγονός ότι ήταν γυναίκα– βίωσε πολύ πόλεμο.
Όμως την ίδια χρονιά συνέβη και κάτι άλλο πολύ σημαντικό στη ζωή της.
Μια οικογένεια ποίημα
Το 1952 παντρεύτηκε τον ποιητή και πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τον Δημήτρη και την Έλση. Ο σύζυγός της ήταν ο πρώτος άνθρωπος που άκουγε τις νέες της δουλειές και που της έκανε τις ανάλογες υποδείξεις. Η ίδια σε συνέντευξή της είχε δηλώσει ότι κι εκείνος μπορούσε να γίνει σπουδαίος ποιητής, αλλά έδωσε άλλες προτεραιότητες στη ζωή του, συν ότι προέκυψαν και προβλήματα υγείας.
«Χωρίς εκείνον, είμαι σίγουρη ότι θα είχα αρκεστεί σε μια ρεμβαστική, αμαθή τεμπελιά, προς την οποίαν, ίσως και σοφά, ακόμα ρέπω. Του οφείλω το λίγο έστω που της ξέφυγα, την ατελή έστω μύησή μου στο τι είναι απλώς φωνήεν στην ποίηση και τι είναι σύμφωνον με την ποίηση, του οφείλω ακόμα την πικρότατη δυνατότητα να μπορώ σήμερα, δημόσια, να τον μνημονεύω εις επήκοον της πολυπληθούς λήθης. Αυταπαρνητική, παραχωρήθηκα στο ρόλο της μητέρας και με τρυφερή γενναιότητα άκουσα να προσφωνούμαι “γιαγιά”», είχε δηλώσει.
Και όταν εκείνος «έφυγε», ανέλαβε η κόρη της Έλση να γίνεται η πρώτη που άκουγε τα ποιήματά της. Παρόλα αυτά μην φανταστείτε μια ροζ οικογένεια, σαν διαφήμιση οδοντόκρεμας. «Είναι πολύ πληκτικό να συνεννοείσαι με τον άλλον», είχε δηλώσει σε συνέντευξή της.
Ούτως ή άλλως, έννοιες όπως η ευτυχία, η οικογένεια, η συντροφικότητα, διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Η Κική Δημουλά ήξερε την αλήθεια της, αλλά και σε ποιον κόσμο ζούσε. «Οι άνθρωποι έχουν φόβους. Το φόβο της απώλειας, της μη συντροφιάς, της μη συνεννόησης», είχε δηλώσει.
Η αξιοθαύμαστη πορεία
Όλα ξεκίνησαν το 1972, όταν τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Το λίγο του κόσμου. Με το ίδιο βραβείο τιμήθηκε το 1989 για τη συλλογή της Χαίρε ποτέ, και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή Η εφηβεία της λήθης. Το 2001 της απονεμήθηκε το Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου της, και Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο.
Το 2009 τιμήθηκε το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας, ενώ το 2010 με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου της.
Και βέβαια όλα αυτά δεν έμειναν στα στενά πλαίσια της χώρας, αφού τα έργα της μεταφράστηκαν στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου.
Όσον αφορά όμως στην Ελλάδα το επίτευγμά της είναι μοναδικό. Έβαλε την ποίηση στα σπίτια των Ελλήνων και ίσως να ήταν και το μοναδικό βιβλίο ποίησης που είχαν στη βιβλιοθήκη τους. Γιατί τόσο η ίδια, όσο και η γραφή της δεν ήταν κάτι ψεύτικο, βαφτισμένο αέρινο.
Ήταν η κυρία και τα ποιήματα της διπλανής πόρτας.
Ήταν η γραφή που έπαιρνε τα όνειρα, τη μελαγχολία αλλά και την αλήθεια και τα έκανε δημιουργία. Για όλα αυτά η Κική Δημούλα δεν χάρηκε μόνο τιμές και δόξες όσο ήταν ζωντανή, αλλά και την αγάπη του κόσμου. Γιατί ήταν μια γυναίκα που μπορεί το βράδυ να αναγορευόταν σε επίτιμη διδάκτορα Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (όπως έγινε το 2015), αλλά παρέμενε η γυναίκα που μεταξύ άλλων παράκουγε τους γιατρούς και έκανε ένα τσιγάρο.
Για την ιστορία, η Κική Δημουλά έφυγε από τη ζωή στις 22 Φεβρουαρίου 2020.
Σπύρος Δευτεραίος