«Επήεν η τρυγόνα μου κι εγόρασεν λαχόριν, κανείς ‘κ’ επεγνεύτεν ατεν απέσ’ σ’Απανοχώρι» αναφέρει το ποντιακό δίστιχο, αναφερόμενο σε μια όμορφη κοπέλα η οποία αγόρασε ένα νέο είδος ρουχισμού και ανέδειξε ακόμη περισσότερο την ομορφιά και την κορμοστασιά της.
Αυτό το είδος ρουχισμού, όπως επεξηγεί ο δρ Κωνσταντίνος Στεφανίδης στο πλαίσιο του αφιερώματος της Μέριμνας Ποντίων Κυριών στα αθέατα αποκτήματα του Μουσείου «Κεντώντας τη μνήμη», είναι ένα λαχώρ’ ή λαχόρι, ένα υφαντό μάλλινο ζωνάρι σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου.
Σύμφωνα με τον δρ Στεφανίδη, το λαχώρ’ διπλωνόταν τριγωνικά και φοριόταν πάνω από τη ζιπούνα και γύρω από τη μέση της γυναίκας.
Το όνομα του ενδύματος δηλώνει τον τόπο κατασκευής του (Λαχώρη Πακιστάν) αλλά και το χαρακτηριστικό μοτίβο αυτών των ενδυμάτων (λαχούρι).
Το συγκεκριμένο λαχώρ’ είναι το δεύτερο αθέατο απόκτημα που παρουσιάζει η Μέριμνα Ποντίων Κυριών και έχει μήκος 125,5 εκ. και πλάτος 111 εκ.
Ο διάκοσμος του εικονιζόμενου ενδύματος αποτελείται από τέσσερα τμήματα των ένδεκα φαρδύτερων και στενότερων κάθετων τμημάτων που φέρουν ανθοφόρα σχέδια και επαναλαμβάνονται εναλλάξ. Συγκεκριμένα εναλλάσσονται με την εξής χρωματική διάταξη σε επανάληψη: πορτοκαλί-κόκκινο-λευκό-γκρι, πορτοκαλί-κόκκινο-λευκό-μαύρο, πορτοκαλί-κόκκινο-λευκό-πράσινο. Οι πράσινες ρίγες οριοθετούν τα τέσσερα τμήματα μεταξύ τους.
Στις κατά πλάτος πλευρές φύονται ξέφτια και επιρράπτονται δέματα με σφαιροειδείς απολήξεις και πολύχρωμες φούντες στις άκρες τους, απαραίτητα για τη στερέωση του ενδύματος στο σώμα της γυναίκας.