Η Μέριμνα Ποντίων Κυριών γιορτάζει φέτος τα 120 χρόνια δράσης προσφοράς, και το pontosnews.gr καταγράφει τα όσα ενδιαφέροντα μας διηγούνται οι Κυρίες του ιστορικού σωματείου. Το αφιέρωμα περιλαμβάνει τρεις συνεντεύξεις στην Αλεξία Ιωαννίδου – διαβάστε εδώ τα όσα ενδιαφέροντα είπε η Ιφιγένεια Πανίδου, και εδώ όσα μας αφηγήθηκε η Άρτεμις Καρανίκα-Κούμα, που έχουν διατελέσει επικεφαλής του.
Σήμερα η δυναμική και δραστήρια νυν πρόεδρος Ανατολή Δημητριάδου μιλά για το παρόν του σωματείου, για το πώς οραματίζεται το μέλλον του, αλλά και για την ιστορία της ποντιακής οικογένειάς της.
~
Κυρία Δημητριάδου, πείτε μας σας παρακαλώ τη δική σας «ποντιακή ιστορία».
Από την πλευρά του πατέρα μου κατάγομαι από το Μπουγά Ματέν, το Μεταλλείο του Ταύρου. Όταν έκλεισαν τα μεταλλεία της Αργυρούπολης, ο παππούς μου και οι υπόλοιποι που ασχολούνταν με την εξόρυξη μετάλλων κατευθύνθηκαν στην ενδοχώρα για να δουλέψουν στα τρία γνωστά μεταλλεία –του Μπουγά, του Κιουμίς και του Ακ Νταγ Ματέν–, γιατί αυτή την τέχνη ήξεραν. Το Μπουγά Ματέν θύμιζε σεληνιακό τοπίο.
Το 1922 με την Ανταλλαγή ήρθε με την οικογένειά του στη Σκοπιά Σερρών, ένα χωριό από όπου έφυγαν οι Βούλγαροι και εγκαταστάθηκαν ανταλλάξιμοι πρόσφυγες. Ο παππούς μου από τις κακουχίες που είχε περάσει πέθανε πολύ νέος, στα 41 του χρόνια, και τότε η οικογένεια με τα έξι παιδιά κατέβηκε στη Νέα Ζίχνη Σερρών. Ασχολήθηκαν με το εμπόριο και τα πήγαν πολύ καλά, ήταν προκομμένοι άνθρωποι.
Από την πλευρά της μητέρας μου η οικογένειά μου ήταν αστική, από την περιοχή της Κερασούντας – και συγκεκριμένα από το Πουλάχ.
Η οικογένεια της μητέρας της μητέρας μου ήρθαν νωρίς στην Ελλάδα, το 1914. Εγκαταστάθηκαν προσωρινά στην Καλαμαριά αλλά τότε η Καλαμαριά ήταν ένας λασπότοπος, τίποτα δεν προμήνυε τη μετέπειτα εξέλιξή της, οπότε έφυγαν από την Καλαμαριά και πήγαν να εγκατασταθούν μόνιμα στην Αλιστράτη Σερρών.
Ως παιδί μού έκανε εντύπωση πως το σπίτι της γιαγιάς μου ήταν ένα αστικό σπίτι, πάνω στη δημοσιά, διώροφο, με ωραία αρχιτεκτονική, και φυσικά «επέμνεν σον παιδάν» δηλαδή στον αδελφό της. Αυτό σημαίνει πως ακριβώς επειδή ήρθαν νωρίς, μπόρεσαν και διέσωσαν μέρος των χρημάτων τους και έχτισαν ένα σπίτι όμοιο με αυτό των ευπόρων της Αλιστράτης.
Η πλευρά του πατέρα της μαμάς μου ήρθαν ως ανταλλάξιμοι. Πήραν ένα οικόπεδο ως αποζημίωση για την περιουσία που έχασαν στον Πόντο. Στην αρχή ο παππούς μου δούλεψε ως κουρέας σε δικό του κουρείο, και μετά έκανε ένα εμπορικό κατάστημα. Ποτέ του δεν μπλέχτηκε με τη γεωργία. Ο πατέρας μου έφυγε αρχικά στη Γερμανία, και όταν γύρισε –στα μέσα της δεκαετίας του ’70– ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη, οπότε από τα 9 μου χρόνια ζω στη Θεσσαλονίκη.
Η μαμά μου δεν ήταν μέλος της Μέριμνας, αλλά ήξερε για το σωματείο, και από νεαρή ηλικία την θυμάμαι να με προτρέπει να εγγραφώ. Η μητέρα μου, όσο και να το ήθελε, δεν σπούδασε, πήγε όμως στην Οικοκυρική Σχολή. Είχε τέσσερα μικρότερα αδέλφια και έπρεπε να βοηθήσει στην οικονομία του σπιτιού, οπότε βοηθούσε τον πατέρα της στο κατάστημα νεωτερισμών που διατηρούσαν, το οποίο πήγαινε πολύ καλά. Είχαν την αντιπροσωπεία της Singer!
Διακαής πόθος του παππού μου, Γιάννη Γεωργιάδη, ήταν να μην χάσουν τα παιδιά του την ποντιακή τους ταυτότητα.
Ζούσαμε σε ένα χωριό που οι κάτοικοί του είχαν καταγωγή από διάφορα μέρη, έτσι εκτός από τους ντόπιους έβλεπες μέχρι και Τρικαλινούς από εσωτερική μετανάστευση. Ήθελε η οικογένειά του να κρατήσει τον ποντιακό της χαρακτήρα, δεν ήθελε τα παιδιά του να ξεχάσουν την καταγωγή τους και να αλλοτριωθούν. Είχε φτιάξει λοιπόν για όλα ποντιακές φορεσιές, και φρόντισε να μάθουν και τα πέντε να χορεύουν καλά τους ποντιακούς χορούς.
Η μητέρα μου ήταν η μεγαλύτερη, γεννήθηκε το 1939, μετά ακολουθούσαν οι θείοι μου, τα τρία αγόρια, και η τελευταία του κόρη, η θεία μου, η οποία γεννήθηκε το ’52. Αυτά τα παιδιά λοιπόν είχαν δημιουργήσει ένα χορευτικό συγκρότημα και χόρευαν δημόσια σε κάθε ευκαιρία, κάνοντας τον πατέρα τους να λάμπει από χαρά και περηφάνια. Αξιοσημείωτο είναι πως η Δόρα Στράτου είχε επιλέξει να πάρει σε περιοδεία τον μικρό μου θείο, τον Ιορδάνη.
Εκτός από χορούς, η μαμά μου, τα αδέλφια της και οι φίλοι τους έπαιζαν θέατρο και ανέβαζαν μόνοι τους θεατρικές παραστάσεις. Η μάνα μου θυμάται ακόμα όλον τον μονόλογο της Αντιγόνης απ’ έξω. Ήταν καλλιτεχνική οικογένεια, με τον παππού μου σε ρόλο «παραγωγού»!
Το συγκρότημα έγινε σύντομα γνωστό και τους ζητούσαν για παραστάσεις από όλη την περιοχή. Κλήθηκαν λοιπόν να χορέψουν και στο Δημοτικό Στάδιο των Σερρών. Εγώ ήμουν 3,5 ετών τότε. Θυμάμαι τον πατέρα μου να με κρατάει στην αγκαλιά του. Η μαμά μου ήταν έγκυος στην αδελφή μου, για να μην χαλάσει όμως τη σύνθεση του συγκροτήματος, συμμετείχε και αυτή στο χορευτικό. Είχε αρχίσει να φαίνεται η εγκυμοσύνη της, γιατί μια κυρία μέσα από το πλήθος είπε φωναχτά: «την ζάντενα, χορεύ’ βαρεμέντσα γαρή». Δεν είχα ιδέα τι θα πει «βαρεμέντσα», ούτε βέβαια ότι η μαμά μου ήταν έγκυος!
Σε μια άλλη τους εμφάνιση, όταν χόρευαν οι θείοι μου τον πυρρίχιο, είχε καρφωθεί από την αυτοσχέδια σκηνή, με τα σανίδια, ένα καρφί στο πόδι του θείου μου Μιχάλη την ώρα που χτυπούσε το πόδι του στο τσάκωμα εκείνο με τα τρία επανωτά χτυπήματα του ποδιού. Για την ακρίβεια του διαπέρασε το πόδι, αλλά η ένταση της στιγμής ήταν τόσο μεγάλη –ο ίδιος βρισκόταν σε έκσταση–, που δεν κατάλαβε τίποτα και συνέχιζε να χορεύει.
Σε αυτή την οικογένεια και σε αυτό το περιβάλλον μεγάλωσα, και είμαι πολύ περήφανη!
Ο θείος μου ο Μιχάλης, όταν ήρθε ως φοιτητής στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσει στη Γεωπονική σχολή, έγινε πρόεδρος των Ποντίων Φοιτητών. Ήταν στην κυριολεξία ένας σύγχρονος Ερμής. Διέθετε ομορφιά σε συνδυασμό με εξυπνάδα! Το ’60 λοιπόν, την εποχή που δεν ήταν και τόσο εύκολο να εκδηλώσεις την ποντιακή σου ταυτότητα –γιατί είχες κάποιους απέναντί σου που θα σε αντιμετώπιζαν υποτιμητικά, ίσως να σε έλεγαν και το εξωφρενικό «τουρκόσπορος»–, η παρέα του θείου μου του είχε αναθέσει το ρόλο του «κράχτη» ή «δολώματος», όπως θέλετε πείτε το. Λόγω λοιπόν της εξωτερικής του εμφάνισης, αλλά και της κοινωνικότητάς του και των καλών του ομολογουμένως επικοινωνιακών πρακτικών, ο θείος μου ο Μιχάλης έμπαινε στα αμφιθέατρα των σχολών του ΑΠΘ και καλούσε τους φοιτητές να εγγραφούν στο Σύλλογο Ποντίων Φοιτητών. Είχε μεγάλη επιτυχία αυτή η μέθοδος, καθώς εκείνη την εποχή ο Σύλλογος Ποντίων Φοιτητών έσφυζε από ζωή. Και η οικογένεια του μπαμπά μου ήταν εξαιρετική, αλλά θεωρώ πως ό,τι είμαστε το οφείλουμε στη μάνα μας, γι’ αυτό και η ιδιαίτερη αναφορά!
Πώς ήρθατε στην οικογένεια της Μέριμνας;
Όταν παντρεύτηκα με τον Κώστα Φωτιάδη, είχα την τύχη να μείνω στην ίδια οικοδομή με την Άννα Θεοφυλάκτου και την Ιφιγένεια [Πανίδου]. Νοικιάσαμε το ακριβώς κάτω διαμέρισμα από το διαμέρισμα της Ιφιγένειας.
Συγνώμη που σας διακόπτω. Θέλετε να μας πείτε για τη στέψη; Ήταν μεγάλο γεγονός για την ποντιακή κοινότητα!
Βεβαίως, γιατί όχι. Ήμουν 23 χρόνων, ήμουν τελειόφοιτη της Νομικής. Παντρευτήκαμε με τον Κώστα στην Παναγία Σουμελά. Φορούσαμε και οι δύο παραδοσιακές ποντιακές ενδυμασίες. Εγώ ζιπούνα και εκείνος ζίπκα! Ακόμα και τα παρανυφάκια μας ήταν ντυμένα με ποντιακές φορεσιές.
Κουμπάροι μας ήταν ο Νίκος και η Δέσποινα Ουσουλτζόγλου, οι οποίοι έλκουν μέρος της καταγωγής τους από τον Πόντο.
Είχαμε 2.000 καλεσμένους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται!
Νοικιάσαμε λοιπόν σπίτι όπως προείπα στην πολυκατοικία της Θεοφυλάκτου. Εκεί όπως καταλαβαίνετε, αναπτύχθηκε μια πολύ καλή και ειλικρινής σχέση. Η Άννα Θεοφυλάκτου και η Μαίρη Στεργιάδου μού πρότειναν να έρθω στη Μέριμνα. Τις είπα ότι ήθελα λίγο χρόνο γιατί ήθελα να πατήσω στα πόδια μου και να δώσω προτεραιότητα στη δουλειά μου ως δικηγόρος για να βιοποριστώ. Μπήκα στη Μέριμνα το 1997 επί προεδρίας Σοφίας Κολοκυθά. Έχω 27 χρόνια στο σωματείο, και στο διάστημα αυτό είχα την τύχη να συμπορευτώ με πρόεδρο την Άρτεμη Κούμα και την Ιφιγένεια Πανίδου.
Κατά τη διάρκεια της κοινής μας πορείας στη Μέριμνα είδα να γεννιέται και να πατάει στα πόδια του το πιο νέο μας «παιδί», το καμάρι μας, το Μουσείο «Κεντώντας τη Μνήμη», το οποίο αποτελεί πνευματικό παιδί της Άρτεμης Κούμα και οφείλουμε πολλά τόσο στην ίδια όσο και στην Ελεωνόρα Σκουτέρη-Διδασκάλου που δημιούργησαν αυτόν τον μοναδικό, για τα δεδομένα του, χώρο πολιτισμού και ιστορίας.
Όλες οι δομές της Μέριμνας εξυπηρετούσαν πάντα έναν σκοπό, την προσφορά σε κάποια κοινωνική-ηλικιακή ομάδα η οποία είχε ανάγκη. Το Μουσείο είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Είναι ένας εξωστρεφής οργανισμός που επικοινωνεί το έργο σας. Πώς το εμπνευστήκατε;
Όπως το είπατε, κάθε εποχή αφουγκραζόμασταν την ανάγκη που υπήρχε και δίναμε λύσεις δημιουργώντας τις κατάλληλες δομές και υποδομές. Το Μουσείο εξυπηρετεί μια τέτοια ανάγκη της εποχής μας. Είναι η ιστορία του σωματείου μας. Ο ρόλος του πρωτίστως είναι διασωστικός. Όταν είπαμε ότι θα ιδρύσουμε Μουσείο, άνοιξαν μπαούλα. Ο κόσμος έφερε ό,τι πολύτιμο οικογενειακό κειμήλιο είχε από τον Πόντο. Η συντήρηση έχει υψηλό κόστος, οι περισσότεροι δεν ξέρουν πώς να συντηρήσουν αυτά τα κειμήλια, και εκ των πραγμάτων δεν δύνανται οικονομικά να το κάνουν. Με αυτόν τον τρόπο, διασώζοντας ο καθένας μας την οικογενειακή του ιστορία μέσα από τα πράγματα που χρησιμοποιούσαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας, διασώζει τη συλλογική μας μνήμη, τον πολιτισμό μας, την ιστορία μας.
Εάν η Άρτεμις δεν είχε εμπνευστεί την ίδρυση του Μουσείου την συγκεκριμένη χρονική στιγμή, σήμερα δεν θα είχαν διασωθεί ούτε τα μισά από τα εκθέματα.
Το Μουσείο είναι η ναυαρχίδα μας. Έχουμε υπεύθυνη την Έλσα Μυρίδου, φιλόλογο στη δημόσια εκπαίδευση, που εκτός όλων των άλλων που κάνει πολύ επιτυχημένα, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Είμαστε πολύ χαρούμενες όταν μας επισκέπτονται σχολεία από κάθε γωνιά της Ελλάδας, από το Ναύπλιο, την Αθήνα και αλλού, για να ξεναγηθούν στους χώρους του μουσείου μας και να γνωρίσουν τα εκθέματά του.
Είναι εξαιρετικά ελπιδοφόρο που βλέπουμε τον ενθουσιασμό στα μάτια των παιδιών όταν αντικρίζουν τα εκθέματα και μαθαίνουν την ιστορία τους, και μάλιστα πολλά από αυτά τα παιδιά μπορεί να μην έχουν καμία σχέση με ποντιακή καταγωγή. Δεν σας κρύβω πως όλα αυτά που ακούμε να γίνονται με το μπούλινγκ μεταξύ των εφήβων με τρομάζουν. Θεωρώ πως η παράδοση και η αναδρομή στο παρελθόν μπορεί να ενεργοποιήσουν θετικά στοιχεία στην ψυχοσύνθεση ενός παιδιού. Έστω και ένα παιδί να ευαισθητοποιηθεί από κάθε τάξη που έρχεται, είναι μεγάλο κέρδος.
Σκέφτεστε να προβάλλετε σε άλλους χώρους την έκθεση; Να ταξιδέψει, να πάει να βρει την ομογένεια στα μεγάλα κέντρα του ελληνισμού στο εξωτερικό;
Είναι λίγο δύσκολο. Αυτό που μπορεί όμως να γίνει, και το σκεφτόμαστε σοβαρά, είναι να δημιουργήσουμε μια πλατφόρμα μέσω της οποίας να μπορεί να συνδεθεί κάποιος από το Λος Άντζελες, π.χ., και να μπορέσει να περιηγηθεί στους χώρους του μουσείου μας, παρέχοντάς του παράλληλα κάθε πληροφορία που συνοδεύει ακόμα και το πιο «ταπεινό» έκθεμά του.
Η τεχνολογία σήμερα, δόξα τω, Θεώ δίνει λύσεις και γεφυρώνει τις αποστάσεις.
Πώς σκέφτεστε να προχωρήσετε από εδώ και πέρα; Ποιοι είναι οι στόχοι σας;
Τα δεδομένα έχουν αλλάξει ριζικά. Θητεύω σε αυτό το Συμβούλιο 27 χρόνια. Έχει αλλάξει η σχέση με το κράτος. Δεν υπάρχει πλέον στήριξη. Δεν υπάρχει πλέον η δυνατότητα να αξιοποιήσουμε ένα κομμάτι που είναι ο εθελοντισμός – θεωρητικά υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να το κάνουν, να πάνε δηλαδή στο γηροκομείο και να κρατήσουν συντροφιά στους γέροντες. Δυστυχώς με τον κορονοϊό έχουν απαγορευτεί τα πάντα.
Τώρα προτεραιότητα μας είναι η συντήρηση. Να μπορέσουμε να κρατήσουμε τις τρεις δομές. Είναι εξαιρετικά δύσκολο, ξέρετε. Θυμάμαι πως πριν από χρόνια, που ήμουν απλά μια από τις 12 συμβούλους, μου τηλεφώνησαν από γραφείο βουλευτή για να εξασφαλίσουν μια θέση στον παιδικό μας σταθμό. Φυσικά οι θέσεις δινόντουσαν με κλήρωση που τους λαχνούς τραβούσαν οι ίδιοι οι γονείς, γιατί όπως προείπαμε η Μέριμνα είναι ένα σωματείο που διαφέρει, έχει πλήρη διαφάνεια σε όλα της. Ε, λοιπόν, τώρα ο σταθμός δεν καλύπτει τη δυναμικότητά του. Υπάρχουν δυσλειτουργίες που φταίει το ελληνικό Δημόσιο.
Κατά την περίοδο της πανδημίας διαρρήξαμε τα ιμάτιά μας. Υπήρχε όλη αυτή η κατάσταση που οι ΚΥΑ [κοινές υπουργικές αποφάσεις] όριζαν κάτι το ένα βράδυ και το άλλο πρωί όριζαν το ακριβώς αντίθετο. Έκλειναν οι δουλειές των ανθρώπων, δεν μπορούσαν να πληρώσουν για τη διαμονή των γονέων τους, και εμείς είχαμε να καλύψουμε 20 μισθούς του προσωπικού μας. Τόσο εμείς όσο και το προσωπικό είχαμε δοκιμάσει τα όριά μας. Ευτυχώς τώρα αρχίσαμε πάλι να ξαναβρίσκουμε τους ρυθμούς μας.
Πώς μπορεί κάποιος να ενισχύσει το έργο της Μέριμνας; Έχω παρατηρήσει πως δεν έχετε ούτε καν ένα ελάχιστο αντίτιμο για εισιτήριο εισόδου. Η είσοδος στο εξαιρετικό αυτό μουσείο είναι δωρεάν!
Επειδή πιστεύουμε πως δεν θα πρέπει να είναι εμπόδιο η τιμή ενός εισιτηρίου για κάποιον που θέλει να επισκεφτεί αυτό το μουσείο.
Το «Κεντώντας τη Μνήμη» έχει δίσημο χαρακτήρα: δεν εκθέτουμε μόνο τα κεντήματα των Ποντίων γιαγιάδων μας, κεντρίζουμε με τη βελόνα της μνήμης την ιστορία μας.
Τη Μέριμνα και το έργο της όποιος θέλει μπορεί να την βοηθήσει με πολλούς τρόπους. Είτε αγοράζοντας από το εκθετήριο κάποια αναμνηστικά, είτε κάνοντας δωρεά, είτε εάν γίνει (για τις γυναίκες αποκλειστικά) μέλος της Μέριμνας, κανονικό ή αρωγό για όποιαν δεν έχει ποντιακή καταγωγή. Η εγγραφή στη Μέριμνα κοστίζει 15 ευρώ και δίνεται εφάπαξ, ενώ η ετήσια συνδρομή είναι μόνο 20 ευρώ. Με αυτό τον τρόπο δίνεται η δυνατότητα σε κάθε γυναίκα να γίνει μέλος ενός σωματείου με μεγάλη και πλούσια ιστορία, και παράλληλα να βοηθήσει το σωματείο αυτό να συνεχίσει να προσφέρει όπως ξέρει να κάνει εδώ και 120 χρόνια!
Αλεξία Ιωαννίδου