Η Μέριμνα Ποντίων Κυριών γιορτάζει τα 120 χρόνια δράσης και το pontosnews.gr καταγράφει τα όσα ενδιαφέροντα μας διηγούνται οι Κυρίες του ιστορικού σωματείου. Το αφιέρωμα περιλαμβάνει τρεις συνεντεύξεις – διαβάστε εδώ τα όσα ενδιαφέροντα είπε η Ιφιγένεια Πανίδου.
Αυτήν τη φορά είναι η ομότιμη καθηγήτρια της Οδοντιατρικής Σχολής του ΑΠΘ και επίτιμη πρόεδρος Άρτεμις Καρανίκα-Κούμα που μιλά για την ιστορία της Μέριμνας Ποντίων Κυριών αλλά και για τη συγκινητική ιστορία της οικογένειάς της από τον Πόντο.
Κυρία Καρανίκα-Κούμα, πείτε μας για την ιστορία της οικογένειάς σας.
Τεμόν μικρόν εν, α λέγω σας για τη μάρσα τη γιάγια μ’! Εμένα η ποντιακή μου καταγωγή είναι από την πλευρά της μητέρα μου. Συγκεκριμένα καταγόμαστε από τη Βαρενού της Αργυρουπόλεως, της Κιμισχανάς. Είναι ένα χωριό που βρίσκεται ενδιάμεσα στο Σταυρίν και στην Κρώμνη, ψηλά στα βουνά, δεν είχε κανέναν Τούρκο μέσα.
Η γιαγιά μου Χριστίνα Σουμελίδου παντρεύτηκε τον παππού μου Γιάννη Παναγιωτίδη σε ηλικία 19 χρονών. Τότε οι δεκαεννιάχρονες κοπέλες που δεν είχαν παντρευτεί ακόμα θεωρούνταν γεροντοκόρες. Όμως η γιαγιά ήταν αρραβωνιασμένη με άλλον. Όταν την είδε ο παππούς μου του άρεσε τόσο πολύ που της είπε ένα ψέμα, την «κόμπωσε» όπως λέμε στα ποντιακά, λέγοντάς της πως ο αρραβωνιαστικός της είχε παντρευτεί στο Βατούμ.
«Πότε;» ρώτησε θυμωμένη η γιαγιά μου, «Σα δύο τη Κουντούρ τη Παναΐας» της απάντησε ο παππούς και μετά από λίγο καιρό στεφανώθηκαν. Όταν το έμαθε ο αρραβωνιαστικός της, ήταν πλέον αργά!
Ο παππούς μου δούλευε στο Βατούμ, όπως και οι υπόλοιποι άντρες του χωριού, γιατί ήταν άγονο το μέρος τους. Τα χωράφια και οι μπαξέδες ήταν κάτω στο ποτάμι, το Γιαλίντερε, το χωριό απείχε μιάμιση ώρα από εκεί και αυτό έγινε σκόπιμα για να μην έχουν τους Τούρκους μες στα πόδια τους.
Όσο άγονο όμως ήταν το μέρος, τόσο είχαν φροντίσει να παρέχουν άλλου είδους καλλιέργεια στα παιδιά τους· έτσι είχαν ελληνικό σχολείο στο οποίο φοιτούσαν αγόρια-κορίτσια.
Η γιαγιά μου φοίτησε τρεις μήνες στην πρώτη δημοτικού, τρεις στη δευτέρα, τρεις στην τρίτη. «Γιάτι γιάγια κι εξέγκες το σχολείον;» την ρώτησα όταν μεγάλωσα. «Ποίος θα επαίνεν σο παρχάρ για να οράζ τ’ αρνόπα;» μου απάντησε.
Ήταν πανέξυπνη γυναίκα, άσος στους λογαριασμούς. Με βοηθούσε στο διάβασμα όταν ήμουν μικρή και την θυμάμαι με την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους στα χέρια, να διαβάζει ψιθυριστά τους τόμους της.
Ο παππούς μου έλειπε για μεγάλα χρονικά διαστήματα γιατί δούλευε, όπως σας είπα, στο Βατούμ. Κάθε που επέστρεφε σπίτι έκαναν και ένα παιδί με τη γιαγιά μου. Η πιο μακρόχρονη περίοδος που έμειναν μαζί ήταν για δύο χρόνια, όταν άνοιξαν ένα μπακάλικο στην Τραπεζούντα.
Το τρίτο και τελευταίο τους παιδί ήταν η μαμά μου. Όταν υπογράφηκε η Συνθήκη της Λοζάνης, η οποία όριζε την αναγκαστική ανταλλαγή, η γιαγιά μου περίμενε τον άντρα της να έρθει από το Βατούμ για να τους πάρει και να φύγουν, όμως αυτός δεν εμφανιζόταν. Τότε την ειδοποίησαν οι συγγενείς της, οι αδελφοί Χαριτάντη, ο Ανέστης που ήταν γιατρός και συνάδελφος του Θεοφύλακτου Θεοφύλακτου, και ο Βασίλειος, καθηγητής Γεωπονίας μετέπειτα στο ΑΠΘ, λέγοντάς της: «Χριστίνα μάζεψον τα παιδία’ σ και φύγον να γουρταρέφκεσαι. Ο Γιάνκον επέθανεν σο Βατούμ».
Το ταξίδι τους για την Ελλάδα διήρκησε 15 ημέρες. Οι συνθήκες ήταν πολύ κακές. Η γιαγιά μου ήταν ντροπαλή δεν πήγαινε να στριμωχτεί για να πάρει κονσέρβες, ήταν και τρομοκρατημένη.
Σε ηλικία 36 χρονών είχε χάσει τον άντρα της, ξεριζώθηκε από το σπίτι της και είχε να μεγαλώσει τις τρεις κόρες της.
Την είδαν με τα τρία κοριτσάκια, τη μαμά μου 6 χρονών, την μία θεία μου 11 και την άλλη 15, την φώναξαν για να της δώσουν να ταΐσει τα παιδιά της. Έφτασαν στη Θεσσαλονίκη και τους πήγαν για 40 ημέρες στην καραντίνα της Καλαμαριάς. Οι άνθρωποι της αμερικανικής βοήθειας της πρότειναν να δώσει για υιοθεσία τα δύο μεγαλύτερα κορίτσια της και να κρατήσει το μικρό, τη μαμά μου, για να μπορέσει να δουλέψει και να την μεγαλώσει.
Έλουσαν τις θείες μου, τις χτένισαν, τους έκαναν και ωραίες πλεξούδες στα μαλλιά, τις έντυσαν με καθαρά ρούχα και το πρωί όταν ξημέρωσε και θα έπαιρναν τα κορίτσια η γιαγιά μου έβαλε τα κλάματα, άρπαξε τα παιδιά της και έφυγε. Είχε έναν αδελφό από άλλη μητέρα, τον Κώστα Σουμελίδη, και πήγε να τον βρει στο Κιλκίς. Στην αρχή δούλεψε μαγείρισσα στην Αστυνομία και στο νοσοκομείο του Κιλκίς, όπου έγινε μετά η πρώτη πρακτική νοσοκόμα.
Πάντρεψε τα δύο μεγαλύτερα κορίτσια της στη μικρή ηλικία των 16 ετών. Το ’41 η μάνα μου γνώρισε τον πατέρα μου που υπηρετούσε ως χωροφύλακας σε ένα χωριό του Κιλκίς, την Ποντοκερασιά. Η καταγωγή του πατέρα μου ήταν από τα Μεγάλα Καλύβια Τρικάλων. Τον ακολούθησε στη Λάρισα όπου και γεννήθηκα.
Ο πόλεμος και η πείνα της Κατοχής έκανε την κατάσταση πολύ δύσκολη, γι’ αυτό η μητέρα μου πήρε την απόφαση να με πάρει και να με πάει στους δικούς της στο Κιλκίς. Αυτή η απόσταση έγινε η αιτία του χωρισμού τους. Ο πατέρας μου αργότερα ξαναπαντρεύτηκε και έκανε άλλη οικογένεια.
Η μητέρα μου αγωνιζόταν νυχθημερόν για να μην στερηθώ τίποτα, και προπαντός να σπουδάσω. Έτσι με τις θυσίες της μάνας μου πέρασα στην Οδοντιατρική Σχολή της Θεσσαλονίκης, ακολούθησα ακαδημαϊκή καριέρα και πήρα το τιμόνι της ζωής μου στα χέρια μου.
Την ιστορία των γυναικών της οικογένειάς μου την μοιράζομαι όχι μόνο για να τις τιμήσω, αλλά και να σκιαγραφήσω τον χαρακτήρα της Πόντιας γυναικός. Αυτήν τη δύναμη έχουν οι Πόντιες!
Πότε άρχισε η σχέση σας με την Μέριμνα Ποντίων Κυριών;
Το 1989, όταν η φίλη μου Λίτσα Ανδρεάδη, μέλος της Μέριμνας, με παρακίνησε να γίνω και εγώ. Τότε ήμουν επίκουρη καθηγήτρια στο ΑΠΘ, το μυαλό μου ήταν στην έρευνα και πώς να εξελιχθώ σε μεγαλύτερη βαθμίδα.
Η Ιφιγένεια (σ.σ. Πανίδου) γεννήθηκε μέσα στη Μέριμνα, είναι τρίτης γενιάς άνθρωπός της, εγώ δεν είχα ακούσει τίποτα για το έργο του σωματείου. Έγινα μέλος λοιπόν κατόπιν της παρότρυνσης της φίλης μου και από τότε υπηρετώ το ιστορικό σωματείο για 35 ολόκληρα χρόνια, και θα συνεχίσω όσο ζω και αναπνέω.
Έχω διατελέσει πρόεδρος για 9 χρόνια, από το 2000 έως το 2009. Υποχρεωτικά οι πρόεδροι του σωματείου εκτίουν τρεις τρίχρονες θητείες, δηλαδή 9 χρόνια. Μετά δίνεται η σκυτάλη σε καινούργια πρόεδρο. Αυτό γίνεται για να μην υπάρχουν ισόβιες διοικήσεις. Η διαφάνεια και η δημοκρατικότητα του θεσμού είναι για εμάς εκ των ων ουκ άνευ.
Το διάστημα αυτών των 9 χρόνων είναι αρκετό για να αποκτήσεις εμπειρία και να έχεις και το χρονικό περιθώριο για δημιουργία. Εγώ στάθηκα πολύ τυχερή, γιατί ο σύζυγός μου αν και μη Πόντιος με στήριξε· όχι μόνο δεν παραπονέθηκε ποτέ για την ιδιαίτερη αγάπη μου και το χρόνο που διέθετα για τη Μέριμνα, αλλά με ενθάρρυνε κιόλας.
Αλήθεια, έχει η Μέριμνα άνδρες μέλη;
Όχι, η Μέριμνα Ποντίων Κυριών αποτελείται μόνο από γυναίκες, και μάλιστα Πόντιες. Δεν έχει σημασία εάν έχουν 100% ποντιακές ρίζες, ή αν έχουν μόνο μια προγιαγιά ή έναν προπάππου που ήρθε από τον Πόντο. Αρκεί η καρδιά τους να «χτυπάει» ποντιακά.
Υπάρχουν και μέλη μας που δεν έχουν ποντιακή καταγωγή, αλλά συνδέονται με κάποιον τρόπο, δηλαδή είναι σύζυγοι Ποντίων.
Υπάρχουν βέβαια και τα αρωγά μέλη τα οποία δεν έχουν ποντιακή καταγωγή ούτε άλλη σχέση με τον Πόντο, αλλά εκτιμούν το έργο της Μέριμνας και θέλουν να συνδράμουν. Αυτά τα μέλη, τα αρωγά, δεν έχουν δικαίωμα ψήφου.
Αυτό ισχύει και για το σωματείο της Δράμας αλλά και για το σωματείο της Ωκεανίας που είναι «παιδιά» της Μέριμνας Ποντίων Κυριών Θεσσαλονίκης.
Ας πιάσουμε το νήμα από το 1940, όπου το άφησε η κ. Πανίδου
Να πω όμως πιο μπροστά πως όταν επανιδρύθηκε το 1923 η Μέριμνα στη Θεσσαλονίκη, νοίκιασε μια διώροφη οικοδομή σε αυτή ακριβώς τη θέση που είμαστε τώρα, στο σημερινό 107 της Βασιλίσσης Όλγας. Το 1934 αγόρασε το κτήριο με γραμμάτια και το εξόφλησε μέσα στον πόλεμο.
Με το που πάτησαν το πόδι τους οι Γερμανοί στην Θεσσαλονίκη, έκαναν επίταξη του κτηρίου και κατέστρεψαν όλα τα αρχεία, αυτά που με κόπο έφεραν τα πρώτα μέλη από την Τραπεζούντα.
Έμειναν στο κτήριό μας μέχρι και την τελευταία ημέρα που τα στρατεύματά τους εγκατέλειψαν ηττημένα τη χώρα μας, λεηλατώντας ακόμα και την οικοσκευή, μέχρι και τα καζάνια που μαγείρευαν τα μέλη της Μέριμνας για το οικοτροφείο – γιατί οι κυρίες της Μέριμνας πριν επιτάξουν οι Γερμανοί το κτήριό τους φιλοξενούσαν άπορες κορασίδες, τους μάθαιναν την τέχνη της κεντητικής και της υφαντικής και τους παρείχαν φαγητό και προστασία.
Με το που έφυγαν οι Ναζί λοιπόν, οι κυρίες της Μέριμνας είχαν να αποκαταστήσουν τις ζημιές που προκάλεσαν στο κτήριο και να αντικαταστήσουν ό,τι έκλεψαν, όμως υπήρχε και κάτι που, όπως σας είπα χάθηκε για πάντα, το πολύτιμο αρχείο.
Το 1947-49, κατά τη διάρκεια του αδελφοκτόνου Εμφύλιου, η Μέριμνα μάζεψε παιδιά από τις παραμεθόριες περιοχές, την Καστοριά, τα Γιαννιτσά, το Κιλκίς κ.α., και μέσω «αναδοχής» τους από ποντιακές οικογένειες, οι οποίες χρηματοδοτούσαν τα έξοδα των παιδιών αυτών, μπόρεσε και τα φιλοξένησε για 2 χρόνια, πριν τα επιστρέψει μετά τη λήξη του εμφυλίου στις οικογένειές τους. Τα παιδιά αυτά πολύ πιθανόν να κατέληγαν σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ.
Το 1950 άρχισαν δειλά-δειλά τα κορίτσια να διεκδικούν το δικαίωμά τους στη μόρφωση. Αυτές που προέρχονταν από την επαρχία είχαν να αντιμετωπίσουν εκτός των άλλων δυσκολιών και την άρνηση των γονιών τους, λόγω του φόβου της μετακίνησης σε μια μεγάλη πόλη, μακριά από την επίβλεψή τους, «μαναχόν κορτσόπον», ξέρετε.
Για να μην ματαιώσει κανένα κορίτσι λοιπόν το όνειρό του για σπουδές, η Μέριμνα πρωτοπόρησε για άλλη μια φορά και δημιούργησε σε αυτό το κτήριο πάλι τη «Στέγη Κοριτσιού».
Ερχόντουσαν φοιτήτριες από παντού, όχι μόνο Πόντιες, από κάθε γωνιά της Ελλάδας, με μόνο κριτήριο να προέρχονταν από μη προνομιούχες οικογένειες, να ήταν άπορες. Για 22 χρόνια, από το 1950 έως το 1972, κάθε χρόνο η Μέριμνα φιλοξενούσε 100 κορίτσια απ’ όλη την Ελλάδα, για να τις βοηθήσει να πραγματοποιήσουν το πιο μεγάλο τους όνειρο, να φοιτήσουν στο πανεπιστήμιο.
Το 1963, επί προεδρίας της συμβολαιογράφου Ε. Τοσουνίδου, η Μέριμνα έδωσε αντιπαροχή το παλιό κτήριο και πήρε ως αντάλλαγμα 3 ορόφους από την καινούργια οικοδομή που χτίστηκε. Εδώ που είμαστε ήταν η κουζίνα και οι αποθήκες και οι δύο όροφοι από επάνω μας συνολικού εμβαδού 560 μ. ήταν κοιτώνες.
Το 1972, λόγω και της γενικότερης αλλαγής της ελληνικής κοινωνίας, δεν υπήρχε πια η επιτακτική ανάγκη της στέγασης των φοιτητριών, αντιδρούσαν κιόλας επειδή ο κανονισμός του οικοτροφείου ήταν πολύ αυστηρός, δεν επιτρέπονταν οι επισκέψεις, η πόρτα κλείδωνε νωρίς το βράδυ, κτλ.
Το 1975 η Άννα Θεοφυλάκτου αφουγκράστηκε τις ανάγκες της εποχής και ίδρυσε τον παιδικό σταθμό «Αργώ».
Ήταν η εποχή που άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα δείγματα γυναικείας χειραφέτησης. Οι γυναίκες βγήκαν από το σπίτι και δούλευαν σε εξωτερικές εργασίες όπως οι άντρες, αλλά δεν είχαν πού να αφήσουν τα παιδιά τους. Το 1980 η Θεοφυλάκτου θεμελίωσε τον παιδικό σταθμό «Αργώ» στην Καλαμαριά σε οικόπεδο του δημοσίου του οποίου την κυριότητα έχουμε για 100 χρόνια.
Το 1996 χτίστηκε και ο 2ος όροφος και έτσι ολοκληρώθηκε το κτήριο. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό κτήριο, έχει ακόμα και θεατράκι και είναι δυναμικότητας 150 παιδιών. Όσον αφορά τις δασκάλες του, είναι επιλεγμένες με τα αυστηρά κριτήρια του σωματείου μας.
Το 1989 η τότε πρόεδρός μας, η Μαίρη Στεργιάδου, οραματίστηκε μια δομή που θα φρόντιζε ηλικιωμένους. Ένας Πόντιος ευεργέτης, ο Διαμαντίδης, χρηματοδότησε το έργο με 70 εκατ. δρχ., η Μέριμνα έβαλε τα υπόλοιπα, ενώ ο Δήμος Πολίχνης έδωσε το οικόπεδο. Έτσι δημιουργήθηκε μέσα σε 3 χρόνια η «Διαμαντίδειος Στέγη», μια δομή με δυνατότητα φιλοξενίας 50 τροφίμων, με πολύ υψηλά στάνταρ ποιότητας και προσφοράς για την αξιοπρεπή διαβίωση των ηλικιωμένων.
Τα ποσά που χρειάστηκαν για να τελειώσει αυτό το έργο ήταν μεγάλα. Τότε όμως ο κόσμος, γνωρίζοντας το έργο της Μέριμνας, έδινε πολλές δωρεές και μερικοί μικρά ακίνητα. Αυτό το έκαναν οι Πόντιοι από παλιά. Δώριζαν δηλαδή μέρος της περιουσίας τους για κοινωφελή σκοπό. Το βλέπουμε ακόμα και στις επιστολές των μελλοθάνατων της Αμάσειας – έγραφαν στις γυναίκες τους τις τελευταίες τους οδηγίες «δώσε τόσες λίρες στα σχολεία, τόσες στην Εκκλησία και άλλες τόσες στο ορφανοτροφείο».
Αυτό το φιλάνθρωπο πνεύμα το διατηρήσαμε οι Πόντιοι. Βέβαια τώρα οι εποχές έχουν γίνει πιο δύσκολες και ο κόσμος περιόρισε αρκετά τις δωρεές του.
Το 1992 είχαμε το κύμα των νεοπροσφύγων από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν όλοι τους συγγενείς στην Ελλάδα για να τους φιλοξενήσουν. Η Μέριμνα λοιπόν διαμόρφωσε ξανά τους χώρους της και φιλοξένησε όσους είχαν ανάγκη. Έρχονταν και μας ζητούσαν βοήθεια, τους αναζητούσαμε και εμείς στους χώρους του Σιδηροδρομικού Σταθμού. Για όσο λοιπόν διάστημα χρειάστηκε, αυτοί οι άνθρωποι βρήκαν μια στέγη και ζεστό φαγητό.
Μετά ξεκίνησε η φιλοξενία για φοιτήτριες ή απλές κοπέλες που έρχονταν από τη Γεωργία, τη Ρωσία και τη Βόρειο Ήπειρο με το πρόγραμμα «Ιάσων», για να μάθουν ελληνικά στο Πανεπιστήμιο. Μαζί με άλλα δύο σωματεία, τον «Άγιο Γεώργιο Περιστερεώτα» και την Αδελφότητα Κρωμναίων Καλαμαριάς, επιδοτούσαμε τρία σχολεία στην Τιφλίδα για να μαθαίνουν όσοι ήθελαν τα ελληνικά.
Κατά την περίοδο της διακυβέρνησης Μπερίσα στην Αλβανία που έκλεισαν πολλά ελληνικά σχολεία, στέλναμε ένα βοήθημα σε δασκάλους για να μαθαίνουν ελληνικά τα παιδιά των βορειοηπειρωτών.
Το 2004 κλείσαμε τα 100 χρόνια από την ίδρυση της Μέριμνας. Κάναμε μια μεγάλη γιορτή στο Πανεπιστήμιο με 1.000 άτομα προσκεκλημένους. Είχαμε τον πρύτανη ως κύριο ομιλητή, ήταν παρών όλος ο πολιτικός κόσμος της Θεσσαλονίκης, βραβεύσαμε όλες τις παλιές προέδρους και όλες εκείνες τις γυναίκες που δούλεψαν για τουλάχιστον 25 χρόνια στη Μέριμνα. Ήταν πολύ ωραία εκδήλωση και συνέπεσε με την Ημέρα της μητέρας.
Το «καμάρι» της Μέριμνας, το Μουσείο «Κεντώντας την Μνήμη» που εμπνευστήκατε και ολοκληρώσατε στη διάρκεια της θητείας σας ως πρόεδρος, πότε ξεκίνησε να λειτουργεί;
Το 2005 στο πλαίσιο των εορτασμών των «Δημητρίων» εγκαινιάσαμε το Μουσείο με τον αμφίσημο τίτλο «Κεντώντας τη Μνήμη». Μια προσφορά στην πόλη της Θεσσαλονίκης, μια πραγματική κιβωτός πολιτισμού και ιστορίας, όπου εκτός από κεντήματα και πολύτιμες μουσειακές συλλογές, φυλάσσεται και εκτίθεται το έργο της Μέριμνας και μνήμες από τις αξέχαστες πατρίδες.
Το έργο αυτό ολοκληρώθηκε χάρη σε ένα πρόγραμμα της ΕΕ, με τη συμμετοχή του υπουργείου Πολιτισμού, του Δήμου Θεσσαλονίκης, του τότε υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης και μιας μεγάλης δωρεάς του αείμνηστου Κωνσταντίνου Χορομίδη και της οικογένειας Νικολάου Κοσμίδη.
Η Μέριμνα σε αυτές τις προσπάθειες δεν ήταν μόνη. Είχε πάντα αρωγούς τα μέλη και τους φίλους της, τα ποντιακά σωματεία καθώς και την κοινωνία της Θεσσαλονίκης που αναγνωρίζουν και επικροτούν το έργο της.
Οι δωρεές των μελών στηρίζονταν κατά βάση σε μικρά ποσά, αλλά από πολλούς. Εμείς οι Πόντιοι έτσι προχωράμε, βασισμένοι στη βοήθεια απλών ανθρώπων και με ίδια μέσα. Μετά όμως ήρθε η οικονομική κρίση, η επιδημία του κορονοϊού, η απώλεια αγαπημένων μελών-συνδρομητών που έβγαλε τη Μέριμνα πολύ έξω από το πρόγραμμά της. Σταματήσαμε τις εκδρομές, τις εκδηλώσεις, τις ομιλίες. Μόλις φέτος αρχίσαμε να ξαναβρίσκουμε τα βήματά μας και προγραμματίζουμε καινούργιες δράσεις.
Το 2024 η Μέριμνα γιορτάζει 120 χρόνια δράσης και προσφοράς και αξίζει να γιορτάσουμε την επέτειο με εξωστρέφεια.
Αλεξία Π. Ιωαννίδου